Ιστορίες χιλιοειπωμένες, πρωταγωνιστές που δεν αλλάζουν, θεατές που απέχουν, σε μια χώρα που ακόμα ψάχνει να βρει την έκφρασή της μες σε έναν ξεπερασμένο δοκιμαστικό σωλήνα για την «ελεύθερη διακίνηση ιδεών», που όμως παράγει μόνο μολότοφ!
Δηλητηριάζεται η ψυχή μου κάθε που διαβάζω (έχω χάσει και το μέτρημα πια, δηλαδή) για τις επιθετικές-τρομοκρατικές ομάδες που σπέρνουν χάος και χαλασμένη ιδεολογία στον τόπο, και το πόσο δύσκολο είναι το κράτος, με αποφασιστικότητα και νόμιμα, να τους περιορίσει μόνο στις ψευδαισθήσεις και τον όποιο ρομαντισμό τους.
Αυτοί που επιμένουν στην «ελεύθερη διακίνηση των ιδεών», εννοούν μόνο τις δικές τους. Την υπερασπίζονται δε με βία, και σχεδόν πάντα με την στέρηση από άπειρους άλλους της δικής τους ελευθερίας να διαφωνούν με αυτούς, να πηγαίνουν στην εργασία τους, και να κυκλοφορούν ελεύθερα και χωρίς φόβο.
Αυτό, όμως συμβαίνει, επειδή όλοι εμείς οι υπόλοιποι, είμαστε απλώς απέξω, αποδοκιμάζοντας, υπομένοντας, επικρίνοντας, κατά μόνας. Στο σπίτι μας. Στον χώρο της εργασίας μας. Στις παρέες μας. Στα μέσα ενημέρωσης, εάν έχουμε δημόσιο λόγο.
Ετσι, οι ομάδες, οι κλίκες και οι συμμορίες της αναρχίας, που κάποτε μπορεί να είναι και το ίδιο πράγμα, ξέρουν ότι έχουν απέναντί τους μόνο τα όργανα της τάξεως, (που αντιδρούν χαλαρά, αποφασιστικά, άγαρμπα ή βίαια, ανάλογα με τις εντολές που έχουν), και έναν λαό θεατή, που ένα κομμάτι του συμπαθεί τους ταραξίες, και τους υποστηρίζει κιόλας γιατί του χαρίζει ένα βολικό άλλοθι στην ανομία.
Πότε βγήκαμε έξω να σταθούμε απέναντί τους, ώστε να καταλάβουν ότι δεν έχουν αντίπαλό τους μόνο «το αυταρχικό κράτος», όπως λένε; Πότε γεμίσαμε μια πλατεία ή μια λεωφόρο για να αποδοκιμάσουμε μια πράξη τους; Μετά την δολοφονία των ανθρώπων της Μαρφίν, τότε που κάθε μέρα καιγόταν η Αθήνα από αγανακτισμένους αντιμνημονιακούς, δεν θάπρεπε για ένα βράδυ να ανάψει η πόλη από δεκάδες, εκατοντάδες χιλιάδες κεράκια στα χέρια απλών βουβών πολιτών, που θα «λένε» ότι τέτοια κτήνη δεν είναι αποδεκτά στην κοινωνία, και ότι απέναντί τους έχουν τους πολλούς;
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, που η κατά βάση «αριστερή Ελλάδα» θέλει μόνο για τα επιδόματά της, μετά από κάθε τρομοκρατική ενέργεια οι δρόμοι πλημμυρίζουν από σιωπή και κεράκια. Υψώνεται ένα τοίχος του «όχι», απέναντι στον τρόμο και στην βία, που και αυτά πολλές φορές κρύβονται πίσω από το πρόσχημα της «ελεύθερης διακίνησης ιδεών».
Εδώ, τόσο κόσμο καθάρισε η «17 Νοέμβρη», και ποτέ δεν βγήκαμε από τα σπίτια μας. Ποτέ δεν γίναμε η απάντηση σε αυτούς που μονοπωλούν το «δίκιο» και την «ελευθερία», όπως αυτοί αντιλαμβάνονται και τα δύο. Ποτέ δεν γίναμε το «όχι» σε κάθε τους καταστροφή. Ποτέ δεν τους δείξαμε ότι «είμαστε και εμείς εδώ». Ποτέ δεν υπερασπιστήκαμε την ίδια μας την ζωή.
Παρένθεση 1: Χιλιάδες, χιλιάδες απλοί πολίτες στην βόρεια περιοχή των Βάσκων στην Ισπανία, βγήκαν στους δρόμους κατά της αναζωπύρωσης της βίας από τους αυτονομιστές της οργάνωσης ΕΤΑ. Σημειώστε ότι ήταν ήδη σε εφαρμογή, υποτίθεται, επί 14 μήνες τότε η κατάπαυση του πυρός, αλλά έκτοτε εκδηλώθηκαν 20 τρομοκρατικές επιθέσεις από την ΕΤΑ, με 9 νεκρούς. (The Guardian, 10 Αυγούστου 2000)
Παρένθεση 2: Χιλιάδες άνθρωποι στάθηκαν βουβοί σ’ ολόκληρη την Ισπανία, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την δολοφονία 33χρονου αξιωματικού της αστυνομίας από την αυτονομιστική οργάνωση ΕΤΑ, των Βάσκων, που τοποθέτησε βόμβα μεγάλης ισχύος στο αυτοκίνητό του. (Irish Times, 11 Ιουλίου 2001)
Παρένθεση 3: Εκατοντάδες χιλιάδες Ισπανοί πραγματοποίησαν σε διάφορες μεγάλες πόλεις της χώρας ογκώδεις διαδηλώσεις, δύο εβδομάδες αφότου η ΕΤΑ «σκόρπισε» την 9 μηνών «μόνιμη κατάπαυση του πυρός», φωνάζοντας συνθήματα υπέρ της ειρήνης, και εναντίον της βίας (Reuters, 21 Ιανουαρίου 2007). Και,
Παρένθεση 4: Περισσότεροι από 3 εκατ. άνθρωποι συμμετείχαν σε πορείες ενότητας κατά της τρομοκρατίας σε όλη τη Γαλλία, έπειτα από τα τρομοκρατικά κτυπήματα στο Παρίσι όπου σκοτώθηκαν 17 άνθρωποι (BBC.com, 11 Ιανουαρίου 2015).
Όλες αυτές τις μέρες, καθώς μάλιστα πλησιάζει η επέτειος της 17 Νοέμβρη που πάλι η Αριστερά και ό,τι πιο αριστερό υπάρχει πέραν αυτής, έχουν οικειοποιηθεί, και σε συνδυασμό με τις αστυνομικές επιχειρήσεις προς υπεράσπιση της απόφασης της κυβέρνησης να «καθαρίσει» τα πανεπιστήμια από τα παράνομα και εγκληματικά στοιχεία, ακούμε πάλι ατέλειωτες συζητήσεις σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις για το τι πρέπει να γίνει.
Σε όλες αυτές, υπάρχει πάντα η υποσημείωση ότι «τα πανεπιστήμιά μας είναι καλά», «οι φοιτητές μας όταν πηγαίνουν στο εξωτερικό διαπρέπουν», και «η πλειοψηφία των σπουδαστών είναι υπέρ της πραγματικά ελεύθερης διακίνησης των ιδεών».
Τυποποιημένες κουβέντες, χωρίς ουσία πια. Συζητάμε πολύ, και συνέχεια για θέματα που σε άλλες χώρες είναι τακτοποιημένα εδώ και δεκαετίες.
Και γιατί παρακαλώ η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών πρέπει να προστατεύεται μόνο σε πανεπιστήμια, και όχι και έξω από αυτά; Ποιες είναι αυτές οι ιδέες που άλλα πανεπιστήμια που δεν είναι ξέφραγο αμπέλι εμποδίζουν να συζητηθούν και να αναπτυχθούν;
Επίσης: Πόσο καλά μπορεί να είναι τα πανεπιστήμιά μας όταν οι φοιτητές και το διδακτικό-διοικητικό προσωπικό ανέχονται την διατάραξη της ησυχίας και ηρεμίας που χρειάζεται κάθε σοβαρό πνευματικό ίδρυμα στον κόσμο;
Κι ακόμα: Πόσο «βιώσιμα» είναι σήμερα τα πανεπιστήμια μας, όσον αφορά την καθημερινή ζωή του φοιτητή μέσα σε αυτά; Αίθουσες διδασκαλίας, καθαρές και ευχάριστες. Εργαστήρια, άρτια εξοπλισμένα. Βιβλιοθήκες. Αναγνωστήρια. Χώροι (εσωτερικοί και εξωτερικοί) για άσκηση, για αναψυχή, για διαλογισμό, για περίπατο, για μουσική, διατροφή, ανάπαυση, διαμονή, κλπ.
Σκόρπια, μεμονωμένα, λίγο από δω, λίγο από εκεί, και σε κατάσταση ας πούμε μέτρια, ασφαλώς και υπάρχουν. Εχουμε δει ακόμα και κρατικά-δημόσια πανεπιστήμια έξω, για να καταλάβουμε πού, και τι ζούμε εδώ; Στη χώρα που ακόμα συζητά την «ελεύθερη διακίνηση των ιδεών και της έκφρασης»;
Θυμάμαι στις ημέρες μου στο Μαθηματικό (που δεν είχαν την βία και εγκληματικότητα που υπάρχει σήμερα), που κάναμε αποχή από τα μαθήματα, που έτσι κι αλλιώς δεν παρακολουθούσαμε, και βγαίναμε στους δρόμους, κλείνοντάς τους και τότε, για να διαμαρτυρηθούμε για την επιβολή πραξικοπήματος στο Ελ Σαλβαδόρ, τον Οκτώβριο του 1979.
Ακόμα και σήμερα που πάω τη σκέψη μου πίσω, λέω ότι καλώς πράξαμε τότε, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη πως και η δική μας χώρα μόλις πριν πέντε χρόνια είχε βγει από χουντικό καθεστώς.
Δεν κάναμε όμως ποτέ ούτε μία αποχή για τις αίθουσες διδασκαλίας που δεν είχαμε, και ήμασταν μόνιμοι τσιγγάνοι μεταξύ Νομικής, Χημείου και Ιλισίων. Δεν το βάλαμε καν ως αίτημα. Κίνδυνο δεν αισθανθήκαμε, παρά μόνο σε κάτι καταλήψεις στο Χημείο όταν μπούκαραν μέσα εξωφοιτητικά στοιχεία του ΚΚΕ και έπεσε ξύλο χοντρό.
Οι αναρχικοί, ήταν αναρχικοί. Δηλαδή, μαχητικοί μεν, με τις απόψεις και δράσεις τους, αλλά «κλεισμένοι» μες την ατομικότητά τους. Τώρα, έγιναν συλλογικότητα, που είναι οξύμωρο για τον αναρχισμό. Ανεξέλεγκτη μάλιστα, και με πολλές φράξιες. Από αυστηρά πολιτική, με στοχευμένες παρεμβάσεις, μέχρι και ξεκάθαρα εγκληματικές, με ληστείες, ναρκωτικά, γιάφκες και αποθήκες οπλισμού, παράνομο εμπόριο, αντάρτικο πόλεων και τρομοκρατία.
Οταν έχεις αναρχική οργάνωση που ανακοινώνει ότι «τιμούμε τον Κουφοντίνα», ή ζητά «την απελευθέρωση του συντρόφου Σάββα Ξηρού», καταδικασμένοι δολοφόνοι με συντριπτικά στοιχεία αμφότεροι, και η δράση της συνεχώς αυξάνεται, καταλαβαίνεις ότι η δική σου σιωπή και απάθεια της επιτρέπει να πιστεύει πως ο μόνος εχθρός της είναι ο μπάτσος και το κράτος.
Ενώ, δεν είναι έτσι. Υπάρχουν και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι «εχθροί τους» , που δεν τους έχουνε δει ποτέ: στον δρόμο να τους λένε «εγώ θα πάω στη δουλειά μου, κάτσε εσύ στην άκρη», στη σχολή να απαιτούν «φύγε από εδώ, έχω μάθημα», και στο γραφείο, τους λεν «αυτό που έσπασες, πλήρωσέ το κι έλα φτιάξτο το».
Είναι φορές που νοιώθεις πως υπάρχει μια πανεθνική ανωριμότητα σε πολλά πράγματα εδώ στον τόπο μας, ιδίως σε αυτά που έχουν να κάνουν με την κανονική λειτουργία της κοινωνίας. Έμμονες ιδέες, που φτάνουν μέχρι και στη σχιζοφρένεια να πετάμε κόκκινη μπογιά σε ένα άγαλμα και του κάνουμε, του αγάλματος, χειρονομία με το δάχτυλό μας υψωμένο.
Ιδια εντελώς είναι και η συλλογική συμπεριφορά της κερκίδας των ταραξιών στα γήπεδα: Λίγοι, αλλά επιβάλλονται. Τακτικοί, αφού τους νορμάλ τους έχουνε διώξει. Πελαγωμένοι, αφού μπλέκουν το ποδόσφαιρο με την ύπαρξή τους και το κάνουν και πολιτικό ζήτημα. Καταστροφικοί, ακόμα και για τις ίδιες τις ομάδες τους που, εξαιτίας των επεισοδίων, αποκλείονται από αγώνες, στερούνται από έσοδα, και μένουν πίσω από το τρένο της Ευρώπης.
Κι όμως, όμοια και με ό,τι συμβαίνει και με τους χούλιγκαν των Εξαρχείων, υπάρχουν διοικήσεις που τους συντηρούν, αστυνομικές δυνάμεις που δεν δύνανται, και νομοταγείς φίλαθλοι που απλώς κάθονται σπίτι, βλέπουν τους κακούς (ως επί το πλείστον) αγώνες από την τηλεόραση, δυσφορούν «τι ζούμε, Θεέ μου!», και αγωνιούν πότε θα έλθουν οι αγώνες του Τσάμπιονς Λίγκ για να νοιώσουν, επιτέλους, λίγο Ευρωπαίοι…