Advertisement

Η κηδεία

Γράφει ο Βασίλης Χάρος

1.305

-Έλα παπά-Σταύρο, σε γύρευα. Τι ώρα λες να φύγουμε;

Αυτή ήταν η ερώτηση που έκανε συχνά ο μακαρίτης ο Άντζολος ο Πετρόχειλος, αυτός ο ωραίος τύπος της παλιάς Χώρας, όταν έμπαινε ο παπά Σταύρος στο μαγαζί του, ή περνούσε απέξω. Και την έκανε, όταν στο μαγαζί του ήταν κάποιος ή κάποιοι, που θα ΄΄τσιμπούσαν΄΄ στα ψέματα που τόσο όμορφα σερβίριζε ο Άντζολος. Ο παπά Σταύρος, χωρίς να έχουν συνεννοηθεί, του απαντούσε και του έλεγε μια ώρα, έτσι στην τύχη και άφηνε τον Άντζολο να συνεχίσει να κάνει την πλάκα του.

-Λέω, Αντζολε, να φύγουμε κατά τις τρεις. Τι λες κι εσύ ;

-Ναι, ναι παπά μου, τρεις πρέπει να φύγουμε. Στις τέσσερες θα είναι η κηδεία. Μου το είπε και ο Αστυνόμος. Δεν μπορούσε λέει να δώσει άδεια για πιο νωρίς. Μου παραγγείλανε να πάρω κερία και λιβάνι. Θα έχουνε λέει άλλους τέσσερους παπάδες. Θα είναι ο παπά-Μπουρνάζος, ο παπά-Κουρμουλής, ο παπά-Πασάς και ο παπά-Μάγερας.

Όταν τέλειωνε ο Άντζολος, το υποψήφιο θύμα τολμούσε δειλά-δειλά να ρωτήσει με ύφος ενόχου, διότι δεν είχε μάθει το συνταρακτικό νέο.

-Μα ποίος πέθανε;

-Δεν τά μαθες; Πού ζεις; Πέθανε ο ΄’τάδε” όξω στην Καρβουνάδα.

-Μα αυτός ήτανε καλά. Από τί πήγε;

-Συγκοπή της καρδίας. Δεν πρόλαβε να πει κιχ. Το ΄πε κι ο γιατρός ο Λευτέρης. Συγκοπή. Τί τα θέλεις; Ματαιότης. Αλλά ωραίος θάνατος. Νύχτα-μέρα παρακαλώ τη Μερτιδιώτισσα από τέτοιο θάνατο να πάω κι εγώ.

Έφευγε ο ακροατής περίλυπος και συντετριμμένος. Συνήθως ο ”μακαρίτης” ήταν άνθρωπος πολύ γνωστός, όχι πολύ γέρος για να είναι η συγκίνηση μεγαλύτερη και άνθρωπος που σήκωνε τις πλάκες του Αντζόλου.

Κάποιους τους είχε πεθάνει πολλές φορές και χαίρονταν που ο Άντζολος χρησιμοποιούσε το όνομά τους για να κάνει τις πλάκες του. Εξάλλου όλοι γνώριζαν ότι ο πρώτος που θα λυπόταν πραγματικά για το θάνατο οποιουδήποτε συμπολίτη μας ήταν ο Άντζολος. Και ο πρώτος που θα έτρεχε στην κηδεία για να συλλυπηθεί και να συμπαρασταθεί. Έφευγε λοιπόν ο ακροατής, πήγαινε παραπάνω, έπιανε με κάποιον κουβέντα και του έλεγε το νέο. Συνήθως η πλάκα σταματούσε εκεί. Γιατί όταν ο άλλος μάθαινε από πού προήλθε η πληροφορία, καταλάβαινε και γέλαγε με το συνομιλητή του, που την έπαθε χωρίς να είναι πρωταπριλιά.

Μερικές φορές έπαιρνε μεγαλύτερες διαστάσεις το νέο, οπότε στο τέλος γέλαγε πιο πολύς κόσμος.

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο