-Έλα παπά-Σταύρο, σε γύρευα. Τι ώρα λες να φύγουμε;
Αυτή ήταν η ερώτηση που έκανε συχνά ο μακαρίτης ο Άντζολος ο Πετρόχειλος, αυτός ο ωραίος τύπος της παλιάς Χώρας, όταν έμπαινε ο παπά Σταύρος στο μαγαζί του, ή περνούσε απέξω. Και την έκανε, όταν στο μαγαζί του ήταν κάποιος ή κάποιοι, που θα ΄΄τσιμπούσαν΄΄ στα ψέματα που τόσο όμορφα σερβίριζε ο Άντζολος. Ο παπά Σταύρος, χωρίς να έχουν συνεννοηθεί, του απαντούσε και του έλεγε μια ώρα, έτσι στην τύχη και άφηνε τον Άντζολο να συνεχίσει να κάνει την πλάκα του.
-Λέω, Αντζολε, να φύγουμε κατά τις τρεις. Τι λες κι εσύ ;
-Ναι, ναι παπά μου, τρεις πρέπει να φύγουμε. Στις τέσσερες θα είναι η κηδεία. Μου το είπε και ο Αστυνόμος. Δεν μπορούσε λέει να δώσει άδεια για πιο νωρίς. Μου παραγγείλανε να πάρω κερία και λιβάνι. Θα έχουνε λέει άλλους τέσσερους παπάδες. Θα είναι ο παπά-Μπουρνάζος, ο παπά-Κουρμουλής, ο παπά-Πασάς και ο παπά-Μάγερας.
Όταν τέλειωνε ο Άντζολος, το υποψήφιο θύμα τολμούσε δειλά-δειλά να ρωτήσει με ύφος ενόχου, διότι δεν είχε μάθει το συνταρακτικό νέο.
-Μα ποίος πέθανε;
-Δεν τά μαθες; Πού ζεις; Πέθανε ο ΄’τάδε” όξω στην Καρβουνάδα.
-Μα αυτός ήτανε καλά. Από τί πήγε;
-Συγκοπή της καρδίας. Δεν πρόλαβε να πει κιχ. Το ΄πε κι ο γιατρός ο Λευτέρης. Συγκοπή. Τί τα θέλεις; Ματαιότης. Αλλά ωραίος θάνατος. Νύχτα-μέρα παρακαλώ τη Μερτιδιώτισσα από τέτοιο θάνατο να πάω κι εγώ.
Έφευγε ο ακροατής περίλυπος και συντετριμμένος. Συνήθως ο ”μακαρίτης” ήταν άνθρωπος πολύ γνωστός, όχι πολύ γέρος για να είναι η συγκίνηση μεγαλύτερη και άνθρωπος που σήκωνε τις πλάκες του Αντζόλου.
Κάποιους τους είχε πεθάνει πολλές φορές και χαίρονταν που ο Άντζολος χρησιμοποιούσε το όνομά τους για να κάνει τις πλάκες του. Εξάλλου όλοι γνώριζαν ότι ο πρώτος που θα λυπόταν πραγματικά για το θάνατο οποιουδήποτε συμπολίτη μας ήταν ο Άντζολος. Και ο πρώτος που θα έτρεχε στην κηδεία για να συλλυπηθεί και να συμπαρασταθεί. Έφευγε λοιπόν ο ακροατής, πήγαινε παραπάνω, έπιανε με κάποιον κουβέντα και του έλεγε το νέο. Συνήθως η πλάκα σταματούσε εκεί. Γιατί όταν ο άλλος μάθαινε από πού προήλθε η πληροφορία, καταλάβαινε και γέλαγε με το συνομιλητή του, που την έπαθε χωρίς να είναι πρωταπριλιά.
Μερικές φορές έπαιρνε μεγαλύτερες διαστάσεις το νέο, οπότε στο τέλος γέλαγε πιο πολύς κόσμος.