Η σφαγή του Λαγωνάρη στις Καλοκαιρινές το 1909 – Αντώνιος Αρώνης – Λαγωνάρης ή «Ο Καπετάν ΔΕΚΑΞΙ»
Γράφει η Ελένη Χάρου - Κορωναίου
Ένα γεγονός που συγκλόνισε το νησί μας στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ού αι. ήταν το μακελειό που έγινε στις Καλοκαιρινές με το σφαγιασμό 15 ατόμων χωριανών.
[su_pullquote align=”right”]Για το φονικό του Λαγωνάρη είχε συγκεντρώσει στοιχεία το 1989 από το μπαρμπα Σπύρο Βλαντή-Καρίγιαννη ο αείμνηστος Δημ. Βασιλόπουλος, σύζυγος της κυρίας Σοφίας Βασιλοπούλου, που αναφέρεται στο άρθρο, από το κείμενο του οποίου παραθέτουμε ένα ενδιαφέρον απόσπασμα: «Πρέπει να ήταν χειμώνας του 1909, ημέρα προφανώς Κυριακή, μια και επρόκειτο να γίνει βάφτιση στην εκκλησία του χωριού, αλλά και επειδή την ημέρα εκείνη ετελούντο Πανκυθηραϊκοί αγώνες δρόμου μεταξύ Καψαλίου-Ποταμού (απόσταση 22χλμ). Έτσι εξηγείται άλλωστε γιατί τα περισσότερα θύματα του Λαγωνάρη ήταν γυναίκες και παιδιά: οι άντρες του χωριού με επικεφαλής τον Πρόεδρο ονόματι Χιώτη, έλειπαν από το πρωί για να παρακολουθήσουν τους αγώνες. Ο Λαγωνάρης λέγεται ότι ήταν τσαγκάρης και πως ασκούσε αυτό το επάγγελμα στον Πειραιά για ένα διάστημα. Συγκλίνουσες πληροφορίες, όμως, τον θέλουν να εργάζεται κατά την περίοδο του φονικού στην κατεργασία του λιναριού (που γινόταν με το στόμα) γι’ αυτό και πιστεύεται ότι αυτό που επακολούθησε έγινε κάτω από την επίδραση παραισθησιογόνου ουσίας που υπάρχει σ’ αυτό το φυτό. Σαν κίνητρο πάντως για τις αποτρόπαιες πράξεις του προβάλλεται από τους χωριανούς η εκδίκηση χωρίς να είναι γνωστοί και οι λόγοι. Και το περίεργο είναι ότι ο Λαγωνάρης, όπως υποστηρίζουν σήμερα πολλοί, έτρεφε μεγάλη κακία όχι με τις Καλοκαιρινές, αλλά με ένα άλλο γειτονικό χωριό, τα ΠιτσινιάνικαΙ Δηλαδή, ούτε λίγο, ούτε πολύ, φαίνεται ότι ο Λαγωνάρης έκανε λάθος στο …χωριόΙΙΙ»[/su_pullquote]
Πρωταγωνιστής στο επεισόδιο ήταν ο Αντώνης Αρώνης-Λαγωνάρης από τα Γερακιτιάνικα των Αρωνιαδίκων. Ο Λαγωνάρης ήταν τσαγκάρης στο χωριό του, με καλή πελατεία, μερακλής μάστορας και ομορφοδούλης και έφτιαχνε χειροποίητα στιβάνια. Στις γιορτές, στα πανηγύρια και στα χοροστάσια ήταν περιζήτητος, διότι ήταν και οργανοπαίκτης. Κάποτε μια γυναίκα από γειτονικό χωριό του παράγγειλε ένα ζευγάρι στιβανάκια, τα οποία παρέλαβε, όταν ετοιμάστηκαν, χωρίς να τα πληρώσει. Ο Λαγωνάρης παραπονέθηκε και η πελάτισσα του είπε να περάσει από το σπίτι της, για να τον εξοφλήσει.
Πράγματι ο Λαγωνάρης, ο οποίος φαίνεται δεν είχε πείρα πονηροτάτων γυναικών, πήγε να εισπράξει την αμοιβή του και εκείνη τον δέχτηκε και έβγαλε να τον κεράσει. Πάνω στην ώρα επέστρεψε ο σύζυγος της γυναίκας, ο οποίος παρεξήγησε την παρουσία του Λαγωνάρη στο σπίτι του, τον ξυλοκόπησε και έτσι ο Λαγωνάρης έφυγε απλήρωτος και ντροπιασμένος. Πιθανόν το επεισόδιο με τον εξοργισμένο σύζυγο να ήταν σκηνοθετημένο από το ανδρόγυνο για να γλυτώσουν τα οφειλόμενα. Σαν να μην έφτανε αυτή η ταπείνωση που υπέστη, τον δυσφήμησαν στο χωριό, με αποτέλεσμα να χάσει την πελατεία του κυρίως γυναίκες, που δεν τον εμπιστεύονταν πια στην κλειστή και αυστηρή κοινωνία του χωριού. Πικραμένος από τους χωριανούς ο Λαγωνάρης σηκώθηκε κι έφυγε από το χωριό και πήγε στον Πειραιά, όπου έπιασε δουλειά σε ένα τσαγκαράδικο, στο οποίο αφεντικό ήταν κάποιος από τα Πιτσινιάνικα, από την οικογένεια Καλλίγερου- Μπέη. Σιγά σιγά ο Λαγωνάρης απέκτησε φήμη σαν καλός μάστορας κι αυτό κίνησε τον φθόνο κάποιων ομοτέχνων του από τον Πειραιά, οι οποίοι σκεπτόμενοι με τι τρόπο να τον βγάλουν από τη μέση, κατέστρωσαν το εξής σχέδιο. Για να τον ενοχοποιήσουν για υπεξαίρεση, του έριξαν μέσα στο σακούλι του κρυφά κάποια εργαλεία του μαγαζιού, τα οποία βρέθηκαν από το αφεντικό σε σχετικό έλεγχο κατά την ώρα της αποχώρησης. Το αφεντικό κατ’ αρχήν έδειξε σχετική επιείκεια, αλλά η γυναίκα του κατηγόρησε το Λαγωνάρη και απαίτησε από τον άνδρα της να του κάνει μήνυση για υπεξαίρεση, υπενθυμίζοντάς του και το περιστατικό των Κυθήρων, με το οποίο διασύρθηκε ανελέητα.
Ο Λαγωνάρης καταδικάστηκε και μη έχοντας χρήματα να εξαγοράσει την ποινή του βρέθηκε στη φυλακή όντας αθώος.
Όταν αποφυλακίστηκε έπιασε δουλειά σε άλλο αφεντικό αλλά και εκεί ατύχησε και διώχτηκε.
Απογοητευμένος από την εχθρική κοινωνία, που τον εξευτέλισε 3 φορές χωρίς να φταίει, σωρεύοντας μέσα του όλη την πίκρα και την οργή που μέχρι τότε δεν είχε αφήσει να εκδηλωθεί, εθισμένος κατά μία πληροφορία και στο χασίς στο μεγάλο σχολείο των φυλακών, γύρισε στα Κύθηρα αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση. Μια μέρα, στις 23 Αυγούστου του 1909, ξεκίνησε από τα Αρωνιάδικα οπλισμένος με ένα μαχαίρι και ερχόταν προς τα μέσα με προορισμό τα Πιτσινιάνικα, το χωριό του αφεντικού του, που του φέρθηκε τόσο άδικα. Ρωτώντας κατά πού πέφτουν τα Πιτσινιάνικα, Του είπαν πως είναι το χωριό με το «αψηλό καμπαναρίο». Από την Ξεροσοβάλα, κατά μία εκδοχή, ακολούθησε το δρόμο των Μυρτιδίων από τις Μολιγκάτες και βγήκε στο Μαραθέα. Από λάθος αντί να τραβήξει το δρόμο προς τα Πιτσινιάνικα, πήρε το δρόμο προς τις Καλοκαιρινές, που και εκεί υπήρχε ψηλό καμπαναρίο.
Εκείνη την ημέρα επρόκειτο να γίνει η βάπτιση της Ελένης του Βλαντή-Τριφύλλη στην εκκλησία του χωριού, στον άγιο Σπυρίδωνα. Ο Λαγωνάρης πήγε και σήμανε τις καμπάνες και οι χωριανοί νομίζοντας ότι είναι η ώρα για το μυστήριο, άρχισαν να βγαίνουν από τα σπίτια τους και εκείνος οπλισμένος με το μαχαίρι άρχισε να χτυπά όποιον βρισκόταν μπροστά του. Η μεγάλη σφαγή έγινε στο γραφικό στενό δρόμο του χωριού με τα διαβατικά και τους εξώστες-ταρατσάκια δεξιά και αριστερά. Οι σαστισμένοι χωριανοί νόμιζαν ότι βγήκαν πειρατές, διότι ο απόηχος από τις διηγήσεις των γερόντων για τις πειρατικές επιδρομές στο νησί μας υπήρχε ακόμα την εποχή εκείνη. Ο πιο ψύχραιμος, ο εφημέριος του χωριού, ο παπα Κοσμάς Λεονταράκης από τα Φράτσια, ο θρυλικός παπα Σκονάκης βγήκε από το σπίτι του και διαπίστωσε ότι δεν ήταν πειρατές, αλλά επρόκειτο για κάποιον που βρισκόταν σε κατάσταση αμόκ. Χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του, άρπαξε το τουφέκι του, τον σημάδεψε και τον σκάγιωσε στην πλάτη. Ήταν σούρουπο ώρα 8 και επικρατούσε ομίχλη. Μέσα στον πανικό ο κόσμος έπεσε στα θύματα, που κατά την προφορική παράδοση ήταν 15 και τον εκτελεστή τον άφησαν να διαφύγει. Ο γιατρός Στέφανος Νικηφοράκης και άλλοι γιατροί της εποχής έσπευσαν να επουλώσουν τα τραύματα των επιζώντων. Μεταξύ των θυμάτων ήταν μια έγκυος γυναίκα με τα δύο παιδιά της 12 και 10 ετών. Λέγεται μάλιστα ότι η γυναίκα, μόλις αντιλήφθηκε ότι κινδυνεύουν τα παιδιά της έτρεξε να τα σώσει και έπεσε θύμα και η ίδια.
Στο δρόμο της επιστροφής ο Λαγωνάρης συνάντησε άλλους δύο χωριανούς που γύριζαν ανύποπτοι στο χωριό και πήγε να τους επιτεθεί, αλλά το μαχαίρι είχε κολλήσει στη θήκη του. Ο ένας εξ αυτών ήταν κάποιος Γαροφαλής, που δεν έχασε την ψυχραιμία του και τον άρχισε στο ξύλο. Ο Λαγωνάρης γύρισε πίσω στο χωριό του και ανέβηκε στην ταράτσα του σπιτιού του όπου έμεινε όλη νύχτα. Εν τω μεταξύ τα νέα διαδόθηκαν χωρίς να γνωρίζουν την ταυτότητα του δράστη. Μία γειτόνισσα στην απέναντι ταράτσα βγήκε να δει τα σύκα της, είδε τα αίματα στην πλάτη του Λαγωνάρη, υποψιάστηκε και ειδοποίησε τον αστυνόμο στον Ποταμό, ο οποίος σε λίγο τον συνέλαβε.
Από το Καψάλι τον μπαρκάρανε με χειροπέδες με προορισμό το Ναύπλιο, την πρωτεύουσα του νομού Αργολιδοκορινθίας, όπου υπάγονταν τα Κύθηρα κατά το 1909. Μάλιστα ο γνωστός Καψαλιώτης αείμνηστος Αντώνιος Πετρόχειλος-Μαμαλούκος τράβηξε μια μοναδική αναμνηστική φωτογραφία, την οποία ευγενώς μας διέθεσε η κόρη του Σοφία Πετροχείλου-Βασιλοπούλου. Η δίκη έγινε στο Ναύπλιο, όπου πήγαν μάρτυρες πολλοί από τις Καλοκαιρινές.
Ο Λαγωνάρης καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και όχι εις θάνατον και αυτό εξηγείται ως εξής. Με ένα ορισμένο αριθμό θυμάτων ο δράστης προοριζόταν για δήμιος και φαίνεται ότι το Λαγωνάρη τον ήθελαν γι’ αυτή τη δουλειά. Κρατούμενος πλέον στο Ναύπλιο, σε εκείνα τα ερεβώδη κελιά στο Παλαμήδι, εφρουρείτο από Κυθήριους στρατιώτες που κατά την εποχή εκείνη παρουσιάζονταν στο Ναύπλιο και υπηρετούσαν τη θητεία τους. Δύο απ’ αυτούς ήταν ο Ιωάννης Πετρόχειλος-Διγενής από την Αλεξαντράδα και ο Μανώλης Σπυρ. Χάρος από το Μανητοχώρι.
Κινούμενος μέσα στον εφιαλτικό κόσμο των φυλακών ο Λαγωνάρης αντιμετώπισε για μια ακόμα φορά το φθόνο και την αντιζηλία αυτή τη φορά των συγκρατουμένων του. Για τους αρειμάνιους Μανιάτες κρατούμενους ήταν θέμα γοήτρου να τους ξεπερνά ο Λαγωνάρης σε αριθμό θυμάτων, ο οποίος σημειωτέον μέσα στη φυλακή σκότωσε ακόμα έναν κι έτσι τα θύματά του έγιναν δεκάξι, εξ ου και η προσωνυμία «καπετάν δεκάξι».
Φαίνεται ότι οι Μανιάτες έβαλαν σκοπό να τον εξοντώσουν. Πιθανόν να ήταν και βεντέτα, εάν υποθέσομε ότι το 16ο θύμα του ήταν ένας από τους Μανιάτες κρατούμενους των φυλακών.
Μια μέρα ο κουρέας των φυλακών που τον ξύριζε, βαλτός από τους Μανιάτες, τον τραυμάτισε θανάσιμα στο λαιμό με το ξυράφι.
Έτσι τελείωσε η ζωή του Λαγωνάρη στο σκοτεινό εφιάλτη των φυλακών του Ναυπλίου. Η λαϊκή μούσα απαθανάτισε το συνταρακτικό γεγονός στα Κύθηρα και μέχρι σήμερα άνθρωποι μεγάλης ηλικίας θυμούνται, όταν ήταν παιδιά, τους παππούδες και τις γιαγιάδες να λένε:
Πάνω στις Καλοκαιρινές τη μέγα πολιτεία
ο Λαγωνάρης έκαμε μέγα ματοχυσία!
Πάνω στις Καλοκαιρινές αγνάντια στον Πονέντε
ο Λαγωνάρης έσφαξε άτομα δεκαπέντε.
Εάν δεν ήταν ο παπάς να του βαρεί ένα σμπάρο
………………………………………………………
Από τα 15 θύματα του Λαγωνάρη στις Καλοκαιρινές μάς είναι γνωστά μόνο τα 11, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των χωριανών.
Ρόζα Βλαντή, έγκυος, θυγ. Αντώνη Βλαντή, σύζ. Παναγιώτη Βλαντή-Καρίγιαννη, ετών 45.
Αντώνης Βλαντής του Παναγιώτου Καρίγιαννη, ετών 12.
Κωνσταντίνος Βλαντής του Παναγιώτου Καρίγιαννη, ετών 10.
Δημήτριος Βλαντής του Εμμανουήλ, ετών 55.
Μαρία, θυγ. Δημητρίου Βλαντή, σύζ. Νικολάου Καλλιγέρου.
Αρετή, θυγ. Σαράντου Βλαντή, σύζ. Εμμ. Βλαντή, ετών 60.
Ελένη, θυγ. Παναγιώτου Βενέρη, σύζ. Παναγιώτου Βλαντή, ετών 50.
Γιάννης Βλαντής του Εμμανουήλ
Παναγιώτης Κασιμάτης
Γιωργίτσα Κασιμάτη
Εξ αυτών, όπως προκύπτει από τις ληξιαρχικές πράξεις θανάτου του αρχείου του Δήμου Κυθήρων κατά το έτος 1909, οι 8 πρώτοι υπέκυψαν, εάν υπολογίσομε σ’ αυτούς και το κυοφορούμενο βρέφος της Ρόζας. Οι υπόλοιποι επέζησαν.
Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση Φ. 284, Οκτώβριος 2013