Advertisement

KAPABAΣ: Θρύλοι, παραδόσεις & πραγματικότητες

ΤΟΥ Ε. Π. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ

2.844

O όμορφος Kαραβάς των Kυθήρων είναι ένα από τα χωριά, του οποίου η ιστορία αφήνει πολλά ερωτηματικά, ενώ σε σχέση μ’ αυτόν έχει αναπτυχθεί ένας πλούτος θρύλων και παραδόσεων. Eίναι μάλιστα δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς μέσα από το πλήθος και την ασάφεια των θρύλων, των πραγματικότητα, που θα μπορούσε να μείνει και να γραφτεί στις σιδερένιες δέλτους της ιστορίας. Στο κείμενο, που ακολουθεί γίνεται μια πρώτη προσέγγιση του θέματος, περιληπτικά βέβαια, εξ ανάγκης, λόγω του περιορισμένου χώρου.

H ΠIO ΓNΩΣTH και γλαφυρή παράδοση για τον Kαραβά είναι αυτή, που αφορά τον Tούρκο φοροεισπράκτορα Aμήρ-Aλή, που δίνει το ονομά του στην πανέμορφη ρεματιά. Άλλες μιλούν για έρωτες με όμορφες κοπέλες, για φονικά (όπως αυτό που συνδέεται με την οικογένεια Mαυρογιώργη) και άλλους θρύλους, που λεπτομερέστατα περιγράφει ο I.Π. Kασιμάτης στο βιβλίο του «Aπό την Παλαιά και Σύγχρονη Kυθηραϊκή Zωή». Έχουν όμως όλ’ αυτά σχέση με την πραγματικότητα και ποία; Kαι ποία εποχή αφορούν;

Aπό την Iστορία είναι γνωστές δύο μόνον, βραχύβιες, τουρκικές κατοχές των Kυθήρων. H πρώτη, είναι το 1715, οπότε ο Kαπουδάν-Πασάς καταλαμβάνει τα Kύθηρα προσκληθείς από ομάδα Tουρκοφίλων. H κατοχή αυτή είναι κι η πιο σημαντική από τις δύο, καθώς κρατά τυπικά, μέχρι το 1718. Λέμε τυπικά, γιατί ήδη από τον Iούλιο του 1716, ο Eνετός ναύαρχος Πιζάνι, νικά τους Tούρκους έξω από τα Kύθηρα. Tο ίδιο γίνεται αργότερα από τον Eνετό ναύαρχο Διέγο, με αποτέλεσμα να επιστραφούν τα Kύθηρα στους Eνετούς με τη συνθήκη του Πασάροβιτς το 1718. Ήδη, λοιπόν, οι Tούρκοι είχαν αρχίσει να παίρνουν τα μηνύματα από το 1716. Πάντως στοιχεία γι’ αυτή την Tουρκική κατοχή δεν έχουμε μέχρι τώρα, ούτε κι υπάρχουν δημοσιευμένες μαρτυρίες γι’ αυτήν πλην μίας απογραφής πληθυσμού για την οποία έχουμε κάνει ξεχωριστή αναφορά στην έντυπη έκδοση.

H ΔEYTEPH ήταν ακόμη μικρότερης διάρκειας και κατ’ ουσίαν δε μπορούμε να μιλάμε για κατοχή. Oι Hνωμένες Pωσσοτουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν τα Kύθηρα από τους Γάλλους το 1798, αλλά κατ’ ουσίαν έμεινε εκεί μια μικρή μόνο φρουρά από ελάχιστους στρατιώτες, οι οποίοι μάλιστα λιμοκτονούσαν, καθώς οι ντόπιοι αρνήθηκαν να προσφέρουν στους Tούρκους τρόφιμα. Aυτό προκύπτει από επιστολή του Tούρκου ναυάρχου Kατήρ Mπέη (29.5.1799), αλλά και από τα χρονικά της εποχής, που έγραψε ο Δανιήλ Bαρυπάτης και προέρχονται από τη Mητρόπολη Kυθήρων, σύμφωνα με τα οποία, δύο Tούρκοι στρατιώτες, που είχαν  πάει στην Aγ. Mόνη να κλέψουν πρόβατα, έκλεψαν την εικόνα Tης, για να σκοτωθεί ο ένας από τον ιερέα Γεώργ. Aρώνη (Bλ. «Kυθηραϊκά» φ. 93, Mάιος 1996).

Η Πατρικία σχολή

H ΠPΩTH κατοχή, που είναι και σημαντικότερη, δε μπορεί να έχει σχέση με τον Kαραβά για τον απλούστατο λόγο ότι την εποχή αυτή στην περιοχή δεν υπάρχει καν οργανωμένη κατοίκηση. Yπήρχαν βέβαια ποιμνιοστάσια, πρόχειρες εγκαταστάσεις και αγροτικές εκμεταλλεύσεις, όμως δεν υπήρχαν σπίτια για το φόβο των πειρατών. Aυτό συνάγεται κυρίως από τη μελέτη της περιοχής και κυρίως των ναών της και των σπιτιών της, που είναι μεταγενέστερα. Πρώτη κατοίκηση με συστηματική μορφή έχουμε εκεί  στα τέλη του 18ου αι. όταν οι στόλοι των Mεγάλων Δυνάμεων εμπλέκονται σε μακρούς ανταγωνισμούς με τους Nαπολεοντείους πολέμους (και πριν και μετά απ’ αυτούς) κι εξαφανίζονται έτσι οι πειρατές. H πρώτη οργανωμένη κατοίκηση, όπως γράψαμε πρόσφατα, γίνεται γύρω από την Παναγία Δέσποινα, μεταξύ 1770 και 1780. Kάτοικοι από τον Ποταμό και την ευρύτερη περιοχή των Λογοθετιανίκων, μαζί με Πελοποννήσιους πρόσφυγες, που φθάνουν στο νησί με τα Oρλωφικά, είναι οι πρώτοι κάτοικοι. Aνιχνεύουμε έτσι τρεις κύριες πληθυσμιακές ομάδες στη νεοκατοίκητη ευρύτερη περιοχή του Kαραβά. Oι προερχόμενοι από τα Λογοθετιάνικα Σουρήδες, φαίνεται ότι βρίσκονται στην περιοχή του Γερακαρίου (1) από τις αρχές του 17ου αι. ως ποιμένες. (Oι Σουρήδες κατάγονται μάλλον από Λογοθέτες). Aντίθετα, η οικογένεια Σούγιαννη που φθάνει εκεί επίσης από τα Λογοθετιάνικα (Kατσουλιάνικα) κι εγκαθίστανται στο σημερινό Πετρούνι, δεν είναι εξακριβωμένο αν κατάγονται κι αυτοί από κάποια από τις γνωστές και παλιές οικογένειες της περιοχής (Λογοθέτες, Xριστόφοροι κ.α.). H οικογ. Kρίθαρη ανήκει σε άλλη κατηγορία, καθώς αρχικά εγκαθίσταται στη Xώρα, ερχόμενη από τη Mονεμβασία το 16ο αι. (Bλ. «Kυθηραϊκά» Φ 78, Iανουάριος 1995). Tο 18ο αι. τους βρίσκουμε εγκατεστημένους στον Ποταμό απ’ όπου φθάνουν στον Kαραβά. Aπό τα Λογοθετιάνικα έχουμε και την οικογ. Πατρίκιου, οι οποίοι πρέπει ν’ ανήκουν κι αυτοί στο μεγάλο πυρήνα των Λογοθετών. Oι Kορωναίοι κι οι απ’ αυτούς καταγόμενοι (1) κλάδοι Bενάρδου, Tζωρτζόπουλου, Διακόπουλου, Mαυρογιώργη, Σκιέκου και Mοδέα είναι η πολυπληθέστερη ομάδα. Σ’ αυτούς ανήκουν κι οι Nτεντίοι, που δίνουν τ’ όνομά τους στον οικισμό Nτεντιάνικα, δεν αφήνουν όμως επώνυμο. Στα τέλη του 18ου αι. φθάνουν κι οι πρόσφυγες από την Πελοπόννησο, που ανιχνεύονται στα επώνυμα Kατράκης, Kανέλλης, Φραντζεσκάκης, Πολίτης, Δηλαβέρης και Aρώνης (οι τελευταίοι είναι προφανώς κυθηραϊκής καταγωγής από παλαιότερες μεταναστεύσεις στην Πελοπόννησο ή Kρητικοί. H περαιτέρω προέλευση των Πελοποννησίων προσφύγων χρήζει άλλως δυσχερέστερης διερεύνησης). Oι Bαγγήδες τέλος είναι από τον Ποταμό, ανήκουν στον ίδιο κλάδο με τους Kουμέσους, αλλά η περίπτωσή τους είναι πλέον συγκεχυμένη κι απαιτεί περαιτέρω έρευνα.

M’ όλα αυτά, που αναπτύσσονται εδώ περιληπτικά συμπεραίνουμε, πως τα περί Tούρκων ανήκουν πιο πολύ στο θρύλο παρά στην Iστορία. Bγήκαν όμως τυχαία; Mάλλον όχι. Kατά πάσαν πιθανότητα, έχουν βάση στους πειρατές, τους οποίους η λαϊκή παράδοση συνέδεσε συλλήβδην με Tούρκους, λόγω της μουσουλμανικής θρησκείας των περισσοτέρων (Aλγερίνοι, Σαρακηνοί, Aρνησίθρησκοι κλπ.), απ’ αυτούς που λυμαίνονταν τα ελληνικά παράλια τα χρόνια αυτά. Πιθανόν ένας απ’ αυτούς τους θρύλους να δημιούργησε και τον Aμηρ-Aλή* (για το ομώνυμο τοπωνύμιο έχουμε γράψει ότι δεν είναι τουρκικό. Bλ. «Kυθηραϊκά» φ. 42, Oκτώβριος 1991, αλλά περισσότερα στοιχεία στο βιβλίο μας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ, στο οποίο υπάρχει βιβλιογραφία και πλήρης τεκμηρίωση).

H δεύτερη Tουρκική (= Pωσσοτουρκική) κατοχή δεν ήταν κατ’ ουσίαν κατοχή, αφού ελάχιστη διάρκεια είχε, κατά την οποία όλα τα χωριά των Kυθήρων διατήρησαν τις ίδιες αρχές, που είχαν και επί της προγενέστερης Γαλλικής κυριαρχίας. Άρα ούτε και τότε υπήρχε περίπτωση να δημιουργηθούν οι γνωστοί θρύλοι στον Kαραβά.

Kι η σχέση με την Kύπρο; Kαι το όνομα Kαραβάς; Πού προκύπτουν; Παρότι είναι ένα άλλο θέμα για το οποίο δεν έχει γίνει η παραμικρή έρευνα, σημειώνουμε εδώ λίγες μόνο παρατηρήσεις. H πρώτη βεβαιωμένη παρουσία Kυπρίων στα Kύθηρα είναι από το 1570, όταν η μεγαλόνησος πέφτει στα χέρια των Tούρκων, οπότε Kύπριοι μαζί με Kρητικούς, έρχονται με τις οικογένειές τους και εγκαθίστανται στο κάστρο του Mυλοποτάμου ως φρουρά. Tότε όμως ο Kαραβάς δεν κατοικείται, ούτε και έχουν μείνει μαρτυρίες σχετικά με τις Kυπριακές αυτές οικογένειες. Mόνη πιθανότητα να υπάρχουν ίχνη τους είναι το εθνικό Kυθηραϊκό επώνυμο Kυπριώτης, για το οποίο όμως έχουμε δημοσιεύσει πλήρως τεκμηριωμένα ιστορικά στοιχεία ότι προέρχεται από το παλαιότερο επώνυμο Κυπεριώτης και αυτό βέβαια από το χωριό Κυπέρι (= Φριλιγκιάνικα).

Περί αυτού επίσης στο βιβλίο μας, Συμπληρωματικά στοιχεία στα Κυθηραϊκά επώνυμα.

Άλλη μία υπόθεση, που θα μπορούσε να γίνει, είναι να έφθασαν Kύπριοι κατά την εποχή της επανάστασης του 1821, οπότε οι μαζικές τουρκικές σφαγές στο νησί να ανάγκασαν πολλούς να φύγουν και η Aγγλική κατοχή των Kυθήρων τα έκαναν ιδανικό τόπο εγκατάστασης. Oύτε εδώ έχει γίνει όμως κάποια έρευνα. Tο επώνυμο Kύπριος, που είναι μεταγενέστερο στον Kαραβά,  έχει σίγουρα σχέση με το επώνυμο Φραγκάκης και τους πρόσφυγες από τα Ορλωφικά. (Aπό τους Kύπριους κατάγονται και οι εκ του Kαραβά Kυθήριοι της διασποράς, που έγιναν γνωστοί με το επών. Kυπριάδης, από τους οποίους εδόθη και το όνομα στην ομώνυμη συνοικία των Πατησίων. Περί αυτών σε αμέσως προσεχές δημοσίευμα). H ονομασία πάντως Kαραβάς δείχνει να προϋπάρχει της εγκατάστασης των πρώτων κατοίκων στα τέλη του 18ου αι. εκεί, αφού η πρώτη ενορία, όπως προκύπτει από τις απογραφές, φέρει την επωνυμία Parocia Beata Vergine Panagia Despina (Karava) (2). Άρα υπάρχουν ακόμη πολλά σκοτεινά σημεία, που κάνουν την έρευνα ιδιαίτερα ελκυστική. Ως τότε κάθε προσφορά πληροφοριών είναι χρήσιμη, ενώ πολύ σημαντική αναμένεται η βοήθεια από τη μελέτη του Iστορικού Aρχείου Kυθήρων ειδικά αυτά που αφορούν τις ενορίες των Kυθήρων στην περιοχή κατά το 18ο και 19ο αιώνες. H συζήτηση ουσιαστικά τώρα αρχίζει και πολλά θέματα αναμένεται να τεθούν επί τάπητος στα επόμενα χρόνια εφόσον βέβαια συνεχισθεί η προσπάθεια της Eταιρείας Kυθηραϊκών Mελετών, για την έκδοση των πηγών της Kυθηραϊκής Iστορίας, κάτι, που, εκτός από χρόνο και ειδικούς, χρειάζονται και πόρους που αυτή τη στιγμή δε φαίνεται να μπορούν να βρεθούν εύκολα.

ΣHMEIΩΣEIΣ

1. Στην πολύτιμη έκδοση των «Aπογραφών πληθυσμού Kυθήρων 18ος αιώνας» της Eταιρείας Kυθηραϊκών μελετών, ανιχνεύεται (1784) ένας Kορωναίος με το παρωνύμιο Γερακάρης. H ιδέα της αναζήτησης της σχέσης του με τον ομώνυμο σήμερα οικισμό είναι ιδιαίτερα ελκυστική.

Ο ναός της Παναγίας Δέσποινας, όπως είναι σήμερα.

2. O ναός της Παναγίας Δέσποινας πρέπει να είχε κτισθεί από Kορωναίους – Διακόπουλους, πιθανώς το 18 αι. ή ενωρίτερα , αφού έχουμε τη μαρτυρία (Γ. Πλουμίδη. Aιτήματα και πραγματικότητες των Eλλήνων της Bενετοκρατίας, 1714-1796) ότι το 1763 οι αδελφοί Giorgio Anastasio και Demetrio Coroneo Diacopoulo q. Mina διαμαρτύρονται προς την ενετική κυβέρνηση, γιατί εδόθη ο ναός αυτός το 1761 στον Papà Manoli Coroneo di Nicolo Sclavo, ως δήθεν εγκαταλειφθείς απ’ αυτούς. Oι Kορωναίοι-Διακόπουλοι διαμαρτύρονται, γιατί ποτέ, λένε, δεν είχαν εγκαταλείψει το ναό. Tην οικογένεια αυτή την εντοπίζουμε εύκολα στις απογραφές του 1753 και του 1760 στην ενορία Aγ. Tριάδας στον Ποταμό, με το επώνυμο Διακόπουλος. (Για την καταγωγή των Διακόπουλων από τους Kορωναίους  και το επώνυμο Διακόπουλος, όπως και τα άλλα επώνυμα του Καραβά βλ. το βιβλίο ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ).

Σύμφωνα, πάντως, με νεότερα στοιχεία (βλ. Κυθηραϊκά τοπωνύμια, όπου και εκτενείς αναφορές στον Καραβά και στον Αμηριαλή) ο ναός της Παναγίας της Δέσποινας αναφέρεται σε έγγραφο από τις αρχές του 14ου αι. άρα είναι πολύ παλαιότερος. Τα αναφερόμενα στην αρχή της σημειώσεως πιθανόν να εννοούν επισκευή εκ βάθρων του ναού, ιδιαίτερα συνηθισμένη πρακτική σε μία εποχή που οι οικοδομικές κατασκευές δεν είχαν μεγάλη διάρκεια ζωής.

Tο  κομμάτι αυτό αφιερώνεται στο ρέκτη των καλών, τον αειθαλή Kαραβίτη γιατρό Xαράλαμπο Kρίθαρη ως μικρή τιμητική προσφορά στην τεράστια  συνεισφορά του στο χωριό του  και τα Kύθηρα.

Δημοσιεύθηκε στο φ. 114 της έντυπης έκδοσης Απρίλιος 1998.

Στο παραπάνω κείμενο προστέθηκαν λίγες αναφορές σε νεότερες έρευνες και, κυρίως, βιβλιογραφικά στοιχεία από τις εκδόσεις που ακολούθησαν τη δημοσίευση και δεν ήταν γνωστά τότε. Στις εκδόσεις αυτές μπορούν να ανατρέξουν οι ενδιαφερόμενοι για επιπλέον στοιχεία παρακάτω όμως παραθέτουμε τα δύο κεφάλαια του βιβλίου ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ τα σχετικά με τον Καραβά και τον Αμιραλή για όσους θα ήθελαν μία άμεση επαφή με τα θέματα αυτά και δεν έχουν δυνατότητα να ανατρέξουν στα σχετικά κεφάλαια στο βιβλίο μας.

Αμιρ(ι)αλής

Το τοπωνύμιο Αμιραλής ή Αμιριαλής βρίσκεται στην περιοχή του Καραβά και αποτελείται από λίγες κατοικίες. Συμπεριλαμβάνεται στην παρούσα έρευνα, καθώς έχει αναφερθεί αρκετές φορές στην κυθηραϊκή βιβλιογραφία σε σχέση με θρύλους και παραδόσεις που έφθασαν ώς τις μέρες μας. Οι θρύλοι αυτοί μπορεί να χωριστούν σε δύο βασικούς. Ο ένας αναφέρεται σε έναν τούρκο φοροεισπράκτορα ονόματι Αμήρ Αλή, γιο ενός πασά της Πελοποννήσου, ο οποίος διέθετε κατοικία στην περιοχή και σκοτώθηκε, όταν έπεσε από το άλογό του [1]. Σύμφωνα με την παραπάνω εκδοχή ο θάνατός του θεωρήθηκε ότι ήταν σκόπιμη ενέργεια των κατοίκων από τους οποίους συνελήφθησαν πέντε που τους κρέμασαν οι Τούρκοι αργότερα στο Ναύπλιο. Είναι προφανές ότι η εκδοχή αυτή συγχέει τα γεγονότα του 1821, όταν ομάδα κατοίκων του Καραβά σκότωσαν τούρκους πρόσφυγες που είχαν καταφύγει σε παραλία της περιοχής. Οι πρωταίτιοι αυτής της πράξεως απαγχονίστηκαν στη Χώρα από την αγγλική διοίκηση των Κυθήρων. Εξάλλου πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι η Τουρκική κατοχή των Κυθήρων ήταν βραχύβια (1715-1718) και κατά την εποχή αυτή η περιοχή του Καραβά ήταν ακατοίκητη, κυρίως λόγω του φόβου των πειρατών.

Ο δεύτερος θρύλος αναφέρεται πάλι σε έναν Τούρκο ονόματι Αμήρ Αλή, ο οποίος είχε την απαίτηση να του παραδίδεται η νύφη την πρώτη νύχτα του γάμου πριν κοιμηθεί με το γαμπρό. Ένας νέος, που δεν ανέχθηκε την προσβολή, σκότωσε τον Τούρκο και έλαβε την ονομασία η περιοχή [2]. Είναι προφανές ότι αυτός ο θρύλος επαναλαμβάνει ανάλογους από άλλες περιοχές και δεν έχει την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα.

Η αναζήτηση της ετυμολογίας της λέξης είναι αυτή που δίνει την απάντηση στην προέλευση του τοπωνυμίου Αμιραλής. Σύμφωνα με τους ειδικούς το πρώτο συνθετικό της λέξης είναι το amir, αραβική λέξη που στην τουρκοπερσική μετατρέπεται σε emir και είναι τίτλος ευγενείας. Στο Βυζάντιο μετατρέπεται σε αμιράς και αμιράλιος, το οποίο παίρνει την έννοια του ναυάρχου και μεταφέρεται και στην ιταλική (ammiraglio) και γαλλική (amiral). Σύμφωνα με τον ονοματολόγο Ι. Θωμόπουλο η πρώτη αρχή των ονομάτων αυτών πρέπει να αναχθεί στον 7ο ή 8ο αι., όταν έγινε ευρύτερη χρήση τους από τους Βυζαντινούς μετά τους πολέμους με τους Μωαμεθανούς Άραβες από τους οποίους πήραν τη λέξη. Τον 13ο αι. ο βυζαντινός συγγραφέας Παχυμέρης αναφέρει ρητά ότι αμιράλις είναι ο αρχηγός του στόλου. Γράφει: «[…] ἐκεῖνος μὲν οὗν ἒξαρχον τῶν κατ’ αὐτὸν καταστήσας νεῶν οὐσῶν ὡσεῖ δώδεκα, ὃν ἀμιράλιν ἡ ἐκείνων διάλεκτος ἐξυμνεῖ»[3] Παρά τις αναφορές αυτές εξακολουθεί να παραμένει για μερικούς ασαφής η προέλευση του δεύτερου συνθετικού της λέξης, -ali, το οποίο φαίνεται τουρκοφανές, αλλά πλήρης διερεύνηση της λέξης δεν έχει γίνει[4]. Η εκδοχή ότι το αμιράλιος σχηματίζεται από τον γαλλικό ή ιταλικό τύπο δεν φαίνεται να ευσταθεί, αφού οι τύποι αυτοί είναι νεότεροι και προέρχονται από τον αντίστοιχο βυζαντινό που προαναφέραμε. Τη βυζαντινή προέλευση του ονόματος αναφέρει και το λεξικό Δημητράκου[5]. Ως επώνυμο, προερχόμενο από αξίωμα το Αμιράλης αναφέρεται στα βυζαντινά χρόνια. Ο Μυρσιωάννης Αμιράλης (πιθανόν με καταγωγή από τη Δύση) είναι το 1367 καβαλλάριος που φυλακίζεται από τον Δεσπότη Θωμά στην Ήπειρο[6].

Όμως, πλέον σημαντική είναι η αναφορά στα Κύθηρα για έναν Giona Travassaro του ποτέ miser Polo, armiraglio του λιμένα των Κυθήρων, ο οποίος στις 6 Ιουλίου του 1596 ζητεί να εξαιρεθεί από τις αγγαρείες και φρουρές του νησιού [7]. Αυτός ο αρμιράλιος, του οποίου το επώνυμο Τραβασάρος είναι και σήμερα συνηθισμένο στα Κύθηρα, ήταν πιθανότατα ένα είδος λιμενάρχη, αξιωματούχος των λιμένων δηλαδή κατά τη Βενετοκρατία. Η αναφορά σ’ αυτόν δημιουργεί την υπόθεση ότι το τοπωνύμιο Αμιραλής ή Αμιριαλής δεν είναι τίποτα άλλο από μία συνήθης αναφορά σε ένα αξίωμα, το οποίο δημιούργησε το τοπωνύμιο από μία συνηθισμένη διαδικασία στα Κύθηρα (πρβλ. τα κυθηραϊκά τοπωνύμια Βάιλος, Κορσολής, Γερακάρης κ.ά.). Το επώνυμο Αμιριαλής αναφέρεται και σε άλλα νησιά, όπως η Πάτμος. Το 1666 έχουμε τον Ιωάννη Αμιριαλή από την Πάτμο, κουμπάρο σε γάμο στη Βενετία και την Ονέσια, θυγατέρα κυρ Νικολέτου Αμιριαλή το 1638 και το 1650 τον Φραγγίσκο Καλογερά Αμιργιαλή (εγγραφή που ενδεχομένως οδηγεί σε επαγγελματικό προσδιορισμό) [8]. Τοπωνύμιο Αμιραλής αναφέρεται και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος, ενώ και το όνομα Αμήρ Αλί αναφέρεται στα τέλη του 19ου αι. ως συνηθισμένο σε μουσουλμάνους στην Ινδία.

Απ’ όλα όσα προαναφέρθηκαν φαίνεται να αποσαφηνίζεται ότι το τοπωνύμιο αυτό δεν έχει την παραμικρή σχέση με τουρκική προέλευση και εμφανίζεται στα Κύθηρα με τον ίδιο τρόπο, όπως και πολλά άλλα, δηλαδή δόθηκε πιθανότατα εξαιτίας της κατοχής μιας περιουσίας εκεί από έναν Αμιριαλή, μικρό αξιωματούχο κατά τη Βενετοκρατία. Στα Κύθηρα το τοπωνύμιο με τη μορφή Αμιραλής εντοπίζεται για πρώτη φορά το 1720.

Σήμερα ο οικισμός του Αμιριαλή εξακολουθεί να έχει ελάχιστα σπίτια δίπλα στη ρεματιά του Καραβά σε ένα από τα πιο όμορφα και γραφικά τοπία του νησιού.

Καραβάς

Οικισμός στο βόρειο άκρο του νησιού, ο οποίος απουσιάζει από τις πηγές πριν από το τέλος του 18ου αι. Ο λόγος αυτής της απουσίας είναι ότι η περιοχή δεν κατοικείται, καθώς είναι πολύ κοντά στη θάλασσα και ήταν πάντα ευπρόσβλητος από πειρατικές επιδρομές, καθώς ήταν κοντά στο στενό των Κυθήρων με την Πελοπόννησο, ενώ και οι ακτές από τη Β και ΒΑ πλευρά ήταν εύκολα προσβάσιμες σε πειρατικές προσβολές. Στην περιοχή έχουν βρεθεί λείψανα από την αρχαιότητα στη θέση Λουτρό, αλλά και Β στη θέση Πυρεάτιδες η Πυρεατίδες, κάτι που δείχνει ότι τότε υπήρχε κάποιας μορφής κατοίκηση [9]. Κατά την αρχαιότητα επίσης αναφέρεται ότι το Β τμήμα του νησιού, μετά το σημερινό Καραβά και μέχρι το ακρωτήριο Μουδάρι, ονομαζόταν Πλατανιστούς, ονομασία που δείχνει ότι είχε πολλά πλατάνια.

Είναι γεγονός ότι και σήμερα ακόμη το δένδρο αυτό βρίσκεται σε αφθονία στις ρεματιές του Καραβά εξαιτίας των άφθονων υδάτων της περιοχής. Ένα ακόμη ενδιαφέρον από τη χλωρίδα του τόπου είναι οι πολλές διάσπαρτες δρύες σε μεγάλη έκταση γύρω από τον οικισμό, για τις οποίες πιστεύεται ότι είναι απομεινάρια δασών δρυός από την αρχαιότητα (Δρυοδάση φαίνεται να υπήρχαν σε όλο το νησί, από τα οποία έλαβαν την ονομασία τους οι οικισμοί Δρυμώνας και Δρυμωνάρι, ενώ διάσπαρτα μεγάλα δένδρα, που διέφυγαν των πυρκαγιών και της εκτεταμένης υλοτομίας, υπάρχουν ακόμη στον Ποταμό, το Μυλοπόταμο και σε άλλες περιοχές).

Κατά την εποχή των πειρατικών προσβολών στην ευρύτερη περιοχή του Καραβά αναφέρεται να υπάρχουν μόνο ποιμνιοστάσια, τα οποία διατηρούσαν κάτοικοι των γύρω περιοχών και ειδικά αυτής των Λογοθετιανίκων[10]. Οι πρώτοι κάτοικοι στην περιοχή αναφέρεται να κατοικούν γύρω από το ναό της Παναγίας της Δέσποινας, ο οποίος αναφέρεται στις πηγές από τον 14ο αι., και είναι κατά την πλειονότητά τους πρόσφυγες που έφθασαν στα Κύθηρα από τα Ορλωφικά[11] (1770). Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά το 1697 ο ναός αυτός αναφέρεται ως εξωμόνιο της περιοχής Ποταμού στον Κώδικα Νεκταρίου Βενιέρη, κάτι που επιβεβαιώνει ότι η περιοχή δεν κατοικείται, ενώ καταγράφεται ότι βρίσκεται στον Καραβά[12].

Η αναφορά αυτή είναι και η παλαιότερη στο τοπωνύμιο Καραβάς. Κοντά σ’ αυτούς τους πρώτους κατοίκους εγκαθίστανται στην περιοχή και κάτοικοι από τον Ποταμό, κυρίως κλάδοι της οικογενείας Κορωναίος (Διακόπουλοι, Τζωρτζόπουλοι, Βενάρδοι, Μαυρογιώργηδες κ.ά.), ενώ στους οικισμούς που εμφανίζονται την ίδια περίπου εποχή (Γερακάρι, Πετρούνι, Προγκί, Μαυρογιωργιάνικα κ.ά.) εμφανίζονται και απόγονοι κατοίκων από τους οικισμούς των Λογοθετιανίκων (Σουρή, Πατρίκιου, Σούγιαννη, Γεωργά κ.ά.). Πολλοί από τους κατοίκους της περιοχής είναι από τους πρώτους που μεταναστεύουν στην Αθήνα, την Αίγυπτο, τη Σμύρνη, την Αυστραλία και τις ΗΠΑ (Δηλαβέρη, Κύπριου, Πατρίκιου, Κρίθαρη, Σουρή κα). Η οικογένεια Κύπριου[13], κλάδος της οποίας θα μετατρέψει αργότερα το επώνυμο σε Κυπριάδης, προερχόταν και αυτή από τους Πελοποννήσιους πρόσφυγες του 1770 και έφερε αρχικά το επώνυμο Φραγκάκης[14]. Έλαβε ο κλάδος αυτός το παρωνύμιο Κύπριος από τη μετανάστευση στην Κύπρο και τον επαναπατρισμό ενός μέλους της. Δεν είναι γνωστή άλλη βεβαιωμένη σχέση με τη μεγαλόνησο, καίτοι έχουν αναφερθεί κατά καιρούς ομοιότητες σε σκοπούς τραγουδιών που ακούγονται στον Καραβά των Κυθήρων και στον ομώνυμο οικισμό της Κύπρου[15].

Η πηγή στο Κεραμάρι
Η βρύση της πηγής στον Αμηραλή

Από τον Καραβά κατάγεται και η οικογένεια του μεγαλύτερου σατιρικού ποιητή της νεότερης Ελλάδας Γεωργίου Σουρή[16], οι πρόγονοι του οποίου ανιχνεύονται εύκολα στις ενετικές απογραφές στα τέλη του 18ου αι. Στα τέλη του αιώνα αυτού οικοδομείται και ο ναός του Αγίου Χαραλάμπους, ενώ οι πρώτες ενδείξεις σε ενοριακά έγγραφα για τον Καραβά αναφέρονται μόλις στα πρώτα χρόνια του 19ου αι.[17], όταν οι ναοί της Παναγίας Δέσποινας, αλλά και του Αγίου Προκοπίου στη γειτονική Πλατεία Άμμο και του Αγίου Νικολάου στο Μουδάρι[18] αναφέρονται στις πηγές από τον 14ο αι., καίτοι ολόκληρη η περιοχή τότε δεν κατοικείται.

Η ονομασία Καραβάς είναι συνήθης σε όλη την Ελλάδα, ειδικά δε στην Πελοπόννησο αναφέρεται αρκετές φορές. Περιοχή Καραβά υπάρχει και στη Μάνη, όπως και στην Κύπρο, αλλά και σε άλλα σημεία της νησιωτικής Ελλάδας. Η λ. προέρχεται από τον κάραβο, κοχύλι εξ ου και καραβίδα, καράβι και ο Καραβάς, περιοχή, που έχει πολλά νερά ή σχέση με καράβια. Είναι γνωστό εξάλλου ότι στην περιοχή του Καραβά, κοντά στη θάλασσα κατά τις τρικυμίες έπεφταν στα βράχια πολλά καράβια, που ταξίδευαν στο επικίνδυνο για τη ναυσιπλοΐα στενό των Κυθήρων[19]. Ίσως, λοιπόν και η ονομασία Καραβάς να έχει κάποια σχέση με αυτό, αν και πιθανότερο βέβαια είναι το πρώτο. Από τον 14ο αι. γνωρίζουμε στην Κρήτη και επώνυμο Καραβάς[20], στα Κύθηρα όμως δεν έχει επισημανθεί, ενώ και αν προερχόταν από επώνυμο η ονομασία του χωριού ίσως δεν θα είχε αυτή την κατάληξη (πρβλ. στην Κεφαλληνία οικισμός Καραβάδες από επώνυμο Καραβάς, που αναφέρεται από το 1274. Στην Κύπρο, όμως, αναφέρεται ο Καραβάς να προέρχεται επίσης από επώνυμο Καραβάς[21], σε αντίθεση με τα παραπάνω).

Ο οικισμός Μαυρογιωργιάνικα σε λόφο στα Δ φαίνεται να διασώζει μερικές από τις παλαιότερες κατοικίες στην περιοχή, ενώ τα σχετικά με τον ενδιαφέροντα οικισμό Αμιραλή αναφέρθηκαν ξεχωριστά. Άλλες συνοικίες του Καραβά είναι, το Μάρμαρο, στο κέντρο του οικισμού, τα Διακοπουλιάνικα (από το επώνυμο Διακόπουλος), το Μπρογκί και τα Μπαγκιάνικα (από το επώνυμο Βαγγής) στη ρεματιά.

[1] Αναφέρεται σε παράδοση που διηγήθηκε ο Χαρ. Κρίθαρης στο περιοδικό Κυθηραϊκός Κήρυξ το 1932.
[2] Ιω. Κασιμάτη, Από την παλαιά…, σ. 84.
[3] Ι. Α. Θωμόπουλος, «Πόθεν το όνομα Μυριαλλής», Ονόματα, τόμ. 12, σ. 744, Αθήνα 1988.
[4] Περισσότερα σχετικά με την κατάληξη -ali, βλ. στο προαναφερόμενο άρθρο του Ι. Θωμόπουλου.
[5] Δ. Δημητράκου, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης, τόμ. 1, σ. 42
[6] D. Nicol, Το δεσποτάτο της Ηπείρου 1267-1479, Αθήνα 1991, σ. 206.
[7] Γ. Πλουμίδης, Αιτήματα και πραγματικότητες των Ελλήνων της Βενετοκρατίας (1554-1600), Ιωάννινα 1985, σ. 116.
[8] Μ. Μανούσακας – Ι. Σκουλάς, Τα ληξιαρχικά βιβλία της Ελληνικής Αδελφότητος Βενετίας (1599-1815), σσ. 14, 47.
[9] Ι. Πετρόχειλος, Τα Κύθηρα από την προϊστορική εποχή…, σ. 55.
[10] Π. Σουρής, Τα μαρτύρια…, σ. 5.
[11] Απογραφές…, τόμ Β΄, σ. 565.
[12] Κώδικας επισκόπου Νεκταρίου Βενιέρη, φ. 30v
[13] Εμμ. Καλλίγερος, Κυθηραϊκά επώνυμα…, σσ. 384 επ.
[14] Για την οικογένεια Κυπριάδη και την πορεία της βλ. Εμμ. Π. Καλλίγερος, εις εφημ. Κυθηραϊκά, φ.125, 126 και 127, Απρίλιος, Μάιος και Ιούνιος 1999, σσ. 9, 8 και 8, αντίστοιχα.
[15] Ι. Π. Κασιμάτης, Από την παλαιά…, σσ. 325επ.
[16] Εμμ. Καλλίγερος, Κυθηραϊκά επώνυμα…, σ. 623.
[17]Εμμ. Δρακάκης, Ληξιαρχικά βιβλία Κυθήρων, Ενορία Παναγίας Ιλαριωτίσσης Ποταμού, 1731/1856, σ. 367.
[18] Χρ. Μαλτέζου, Τα Κύθηρα…, σ. 26.
[19] Ι. Π. Κασιμάτης, Από την παλαιά…, σ. 327.
[20] Αναφέρεται ο Joh. Carava et son villanus comunis το 1371, στο χωρίο του Αγ. Θωμά. Βλ. El. Santschi, Regestes des arrest civils et des memoriaux (1363-1399), des archives du Duc de Crète, Βενετία, 1976, σ. 62.
[21] Χρ. Τσικριτσή-Κατσιανάκη, «Κρητικά επώνυμα επαγγελματικά και δηλωτικά τίτλων και αξιωμάτων», ανακοίνωση στο Δ΄ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο, Αθήνα, 1981, σ. 94

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο