Advertisement

Λαογραφικά σημειώματα

Την ξενιτιά, τη γυμνωσιά, την πίκρα και το χάρο
τα τέσσερα τα ζύγισαν, βαρύτερα είν΄ τα ξένα.
Λαϊκό τραγούδι

2.122

Μετά το λαογραφικό αφιέρωμά μας στη ρίμα για την Τυρινή του 1954 του Δ. Παυλάκη προχωρούμε στη δημοσίευση ενός ακόμη λαογραφικού σημειώματος, εντελώς διαφορετικού από το προηγούμενο, καίτοι και αυτού έμμετρου.

Θέμα του ο ξενιτεμός, ένα θέμα πάντα επίκαιρο στα Κύθηρα, το νησί που ερήμωσε σχεδόν μετά το Β’ Παγκόσμιο, ενώ οι αιμορραγίες του στο ανθρώπινο δυναμικό του είχαν αρχίσει από το β’ μισό του 19ου αι.

Είναι αλήθεια ότι μπορεί μία πλειάδα αφηγήσεων για τη μετανάστευση να θυμίζουν ταινίες του Νίκου Ξανθόπουλου, άλλο τόσο αλήθεια όμως είναι η πραγματικότητα που αυτή η μετανάστευση άφηνε πίσω στο νησί, αλλά και στις χώρες αποδημίας των Κυθηρίων. Και το κακό είναι ότι κάθε μήνας που περνάει προστίθεται σήμερα και μία Κυθηραϊκή οικογένεια, η οποία έχει στείλει παιδί της στο εξωτερικό. Ευρώπη, ΗΠΑ ή Αυστραλία, Καναδά ή ακόμη και Κίνα, ελάχιστη σημασία έχει. Το καλοκαίρι που πέρασε γνωστός Κυθήριος επιχειρηματίας στην Αυστραλία δέχτηκε την προσωπική παράκληση τριών τουλάχιστον γονέων νέων ανθρώπων στο νησί να πάρει τα παιδιά τους στην Αυστραλία και να τους δώσει δουλειά. Και όσο βαθαίνει η κρίση και μένει ψηλά η ανεργία τόσο θα αυξάνονται οι άνθρωποι που θα ψάχνουν τρόπους για να φύγουν από μία χώρα, η οποία τρώει σήμερα ό, τι καλλίτερο διαθέτει από τα παιδιά της.

Στην έμμετρη αφήγηση του κ. Ι. Πρινέα δεν θα βρούμε την αφθονία των προσώπων του Δ. Παυλάκη, αλλά θα θυμηθούμε μία κατάσταση, που όλοι εμείς θέλαμε να ξεχάσουμε και την είχαμε κρύψει στο πιο βαθύ ντουλάπι της μνήμης. Ας μην βιαστεί ο αναγνώστης να κρίνει λογοτεχνικά το κείμενο ή να ψάξει συγκρίσεις με έναν Πάνο Φύλλη ή άλλους καταξιωμένους της λογοτεχνίας μας, καθώς η αξία του πονήματος που δημοσιεύεται εδώ είναι αλλού. Σε ένα εντελώς ξεχασμένο στους πολλούς συναίσθημα, το οποίο μπορούν να καταλάβουν μόνο όσοι το έζησαν ή το ζουν ακόμη ή όσοι εξακολουθούν να έχουν μεγάλα αποθέματα ψυχής για να μπουν μέσα σε ένα ανθρώπινο δάκρυ, μία μάνα που φεύγει από τη ζωή μόνη της, ένα παιδί που γυρίζει στο νησί με άσπρα μαλλιά και βλέπει τη ζωή του στο τέλος της αναπολώντας την αρχή της… Είπαμε ότι η λαογραφία εκφράζεται συχνά με απλό τρόπο, απλές λέξεις, απλό στίχο, αλλά με πλούσιο συναίσθημα και αυτό μπορεί να μείνει από το σημερινό μας αφιέρωμα.

                                                                                                                                Ε.Π.ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΣ

 

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΗΤΕΜΕΝΟΥ

Ποιος είναι αυτός που σιωπηλός τρέχει καλοντυμένα

 επάνω στα χαλάσματα με μάτια βουρκωμένα;

Ποιος είναι αυτός ο άγνωστος; Το γέρικο κορμί του

τρέμει από συγκίνηση και χάθηκε η φωνή του,

γιατί έπεσε στα γόνατα κι’ έπιασε λίγο χώμα;

Γιατί αχόρταγα φιλά και τα λιθάρια ακόμα;

Λένε σιγά οι χωριανοί: -«Χθες ήλθε από τα ξένα.

Γιατί άραγε δεν μίλησε; Δεν γνώρισε κανένα;»

 

Σιγά-σιγά σηκώθηκε, στο ύψωμα βαδίζει,

την πονεμένη του καρδιά κρατάει και δακρύζει.

Κάποια κρυφή αγαλλίαση λάμπει στο πρόσωπό του,

σαν άνθρωπος που έφθασε εις τον προορισμό του.

Κοιτά τον ξάστερο ουρανό, τα δάκρυα να παύσει….

Ή μήπως κάνει προσευχή απ΄ της καρδιάς τα βάθη;

 

Μ’ αυτός συλλογιζότανε: «Πενήντα χρόνια τώρα,

περίμενα να ‘ρθει ξανά η άγια τούτη ώρα…

 

Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου,

που μ’ έδωσες τη δύναμη να ΄ρθω πάλι στο χώμα,

που πρωτοείδα την αυγή και τ’ ουρανού το χρώμα.

Ήταν Απρίλης κι’ άνθιζαν τσ’ αμυγδαλιάς οι κλώνοι

και στις πυκνές τις ρεματιές κελάηδαγε τ’ αηδόνι.

Τραγούδαγε ο κορυδαλλός μες στο πλατύ αλώνι

κι ο ήλιος εξεπρόβαινε ‘πό την Αγία Μόνη.

Αλήθεια, πώς επέρασαν τόσα και τόσα χρόνια

και έφυγα στην ξενιτιά να τυραννιέμαι αιώνια;

Εδούλεψα μερόνυχτα για να κερδίσω χρήμα,

μα η τύχη μου η άτιμη μ’ έκοβε κάθε βήμα.

Μα η ψυχή μου η γυμνή για χρόνια φτερουγούσε,

σαν όνειρο στους βράχους σου, νησί μου, και πονούσε.

Κατόρθωσα και ξέφυγα την ξενιτιά τη σκύλα

και γύρισα δένδρο ξερό, χωρίς καρπό και φύλλα.

Εσύ πατρίδα μου μικρή, Τσιρίγο μου ωραίο,

που απ’ τα σπλάχνα σου έφυγα, παιδί ακόμα νέο,

φαίνεται πως δεν άλλαξες… Δεν είσαι γερασμένο

και στις πλαγιές και στα βουνά, πάλ’  είσαι ανθισμένο.

 

Ο Χρόνος μπρος σου προσπερνά σαν γάργαρο νεράκι,

οπού κυλά μουρμουριστά μες στης ζωής τ’  αυλάκι.

 

Ήμουν παιδάκι τοσοδά, χαριτωμένο αγόρι,

 πριν φύγω τότε από σε, μικρό μου φτωχοχώρι.

Μανούλα μου που μ’ έχασες από την αγκαλιά σου,

δεν πρόλαβά σε ζωντανή να ‘ρθω πάλι κοντά σου.

 

Μαζί με τον πατέρα μου….. Θαμμένοι τώρα χρόνια…

πικρά-γλυκά εζήσατε μες στης ζωής τα χιόνια.

Κι εσύ φτωχό σπιτάκι μας. Πώς είσαι ρημαγμένο;

Εσύ που γνώρισες χαρές κι ήσουν καμαρωμένο;

Επέσανε οι τοίχοι σου και σπάσανε οι γρίλιες

κι αντί για τριαντάφυλλα, τώρα φυτρώνουν γκρίζες.

 

Τι έγιναν οι γείτονες; Κι η κόρη η μικρούλα,

π’  αγάπαγα ως αγαπούν τα άνθη τη δροσούλα;

Δεν χωριζόμαστε ποτέ…. Κι οι δυο σαν αγγελούδια,

μες στους αγρούς επαίζαμε , στα χόρτα, στα λουλούδια.

Πότε κρυβόμαστε μαζί μεσ’ στους πυκνούς τους φράκτες

και μας μεθούσαν ευωδιές, ποτάμια, καταρράκτες….

 

Κι’  αυτή η μεγάλη αμυγδαλιά που στέκει λυγερή

θάναι αυτή που φύτεψα στην πίσω την αυλή.

Πιο πέρα εκεί η εκκλησιά, υψώνεται στ’  αστέρια,

που πέτρα-πέτρα χτίστηκε απ’ των παλιών τα χέρια.

Εκεί που βαφτιστήκαμε κι μάνα μας παντρεύτη,

εκεί που σπάζαμε τ’  αυγά για το Χριστός Ανέστη.

 

Να, πέρα το Παλιόκαστρο με τα ψηλά τα φρύδια

και κάτω η Παλιόπολη… Τα κόκκινα σταφύλια,

τρυγούσαμε τον Αύγουστο με γέλια και τραγούδια

και μεθυσμένες μέλισσες τρυγούσαν τα λουλούδια.

 

Και όταν ζεσταινόμαστε στου τρυγητή τη λαύρα,

στην Πιάτσα δροσιζόμαστε και στου Καστριού την αύρα.

Στις δαντελένιες αμμουδιές και στ’ άγρια τα βράχια,

στης Αφροδίτης την ακτή με τ’ άσπρα βοτσαλάκια…

Εκεί ψηλά εις το βουνό, σαν άσπρο καραβάκι,

της Άγιας Μόνης η Μονή… στο δροσερό αεράκι,

υψώνεται μαγευτικά και στο Θεό ανεβαίνει,

όπου η ψυχή του Μόρμορη, θα είναι αναπαυμένη.

 

Στα κρυσταλλένια τα νερά που τρέχουν στα Μητάτα,

στις Καραβίτικες πηγές που ξαναφέρνουν νιάτα,

ως και στο Μυλοπόταμο, θέλω κι εκεί να φθάσω,

τη διψασμένη μου ψυχή να πιω να ξεδιψάσω.

 

Στης Χώρας τ’ άσπρα τα στενά με τα ψηλά τα κάστρα,

στου Καψαλιού τις αμμουδιές, στου Ποταμού την πιάτσα.

Σ’ όλα τα μέρη τα γνωστά τ’ όμορφα χωριουδάκια,

π’  απλώνουν σ’ όλο το νησί σαν άσπρα προβατάκια,

όλα π’  ονειρευόμουνα, τόσα και τόσα χρόνια,

ήλθα να δω και να χαρώ προτού φύγω αιώνια….

 

Δόξα στη Μυρτιδιώτισσα. Κάθε σπιτιού προστάτης,

που δίνει φως εις τους τυφλούς, που σέρνονται μπροστά Της.

Επάνω απ’ την εικόνα Σου, τρέμει ένα καντήλι

και μία γριά γονατιστή με δάκρυα στο μαντήλι,

προσεύχεται στη χάρη Σου με μάτια βουρκωμένα,

να ξαναρθεί ο γιόκας της που έφυγε στα ξένα…

 

Όπως βοήθησες και με  βοήθησε κι’ εκείνη,

προτού φύγ’  η ψυχούλα της στου Χάρου τη γαλήνη.

Λίγες στιγμές ευχάριστες άφησε να γνωρίσει

κι ευτυχισμένη κι ήσυχη τα μάτια της να κλείσει.

Ύψιστε, Συ που έφτιαξες, τους κάμπους τα λουλούδια,

που τα πουλιά Σου κελαηδούν χίλιων λογιών τραγούδια,

Συ που έκαμες την Άνοιξη κι έφερες χελιδόνια,

γιατ’ έκανες την ξενιτιά να μας παιδεύει αιώνια;

 

Τα πλούτη Σου τα έδωσες στην ξενιτιά μονάχα

και πάνω εις τα Κύθηρα έριξες μόνο βράχα.

Ο σύγχρονος πολιτισμός έφερε δρόμους δώρα

κι έσβησε παντοτινά του λυχναριού η φλόγα,

 αλλά ο κόσμος συνεχώς φεύγει μακριά στα ξένα

και μένουνε οι γέροντες με στήθια πικραμένα.

Βοήθα Μυρτιδιώτισσα με την Αγία Μόνη,

γιατί σαν φύγουνε κι αυτοί και Συ θα μείνεις μόνη.

 

Κάποια καμπάνα ακούγεται, εσπερινός σημαίνει

κι ο ήλιος πίσω απ’ το βουνό να κοιμηθεί πηγαίνει.

Τις λαμπερές ακτίνες του θα σβήσει η νύχτα τώρα.

Θεέ μου, θέαμα κι αυτό. Ήλθε, λοιπόν, η ώρα;

 

Πώς πέρασαν τα χρόνια μου σαν του ήλιου τις αχτίδες

κι ήρθαν τα χιόνια στα μαλλιά, στο μέτωπο ρυτίδες.

Κι εσύ καρδιά μου ασθενής, που σ’ έχει σφάξ’ η πίκρα,

γιατί χαρούμενη χτυπάς προτού να έλθει η νύχτα;

 

Φαίνεται έφτασα κι εγώ εις της ζωής τη Δύση,

εδώ π’ ανέτειλε το φως και ένοιωσα τη φύση.

Δεν θέλω πια να σηκωθώ… Δε θέλω πια να ζήσω.

Θέλω εδώ στον τόπο μου τα μάτια μου να κλείσω.

Και θέλω η ψυχούλα μου εδώ να φτερουγίζει,

θυμάρια και φασκομηλιές και ρόδα να μυρίζει.

                                                      ΙΩΑΝΝΗΣ Γ. ΠΡΙΝΕΑΣ (1970)

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο