Advertisement

Μυρτιδιώτισσα – Σκέψεις και προβληματισμοί γύρω από το χρόνο της εύρεσης*

Από Εμμ. Π. Καλλίγερο, Δημοσιογράφο, Συγγραφέα

2.220

Ο χρόνος της εύρεσης της εικόνας της Μυρτιδιωτίσσης προβλημάτισε αρκετούς από τους ασχοληθέντες με την κυθηραϊκή ιστορία στο παρελθόν. Καίτοι οι ευρέσεις εικόνων είναι προσφιλές και σύνηθες φαινόμενο στο χριστιανικό χώρο, ακολουθούν δε σχεδόν πάντα πανομοιότυπες αφηγήσεις, δεν παύουν να έχουν ξεχωριστή σημασία στις τοπικές ιστορίες, αφού οι ανεγέρσεις των ναών, που ακολουθούν, καθίστανται χρονικά ορόσημα στην ιστορία κάθε τόπου.

Η ανέγερση του πρώτου ναϊδρίου στο χώρο της ευρέσεως της εικόνας τοποθετείται, σύμφωνα με την παράδοση, στο χρόνο της ευρέσεως. Για τον τελευταίο έχουν προταθεί τρεις χρονολογίες. Η εφημερίδα ΚΥΘΗΡΑΪΚΗ (φ. 39, 1/10/1928) αναφέρει ως χρόνο το έτος 1160 χωρίς καμία αναφορά σε πηγή, ούτε οποιαδήποτε αιτιολόγηση για την επιλογή της χρονολογίας αυτής. Η έλλειψη οιασδήποτε επίσης αναφοράς στις ιστορικές και –κύρια- στις αρχαιολογικές πηγές για ύπαρξη βυζαντινού ναού στην περιοχή, ενώ έχουμε για άλλες περιοχές των Κυθήρων αυτή την εποχή, μας κάνουν να θεωρήσουμε αυθαίρετη τη χρονολόγηση αυτή.

Το Ιερό Προσκύνημα από ψηλά

Η μυρτιά έξω από το ναό της Ευρέσεως.

Πλέον προσεκτικός και με απαιτήσεις για πειστικές απαντήσεις είναι ο υμνογράφος της Μυρτιδιωτίσσης Σοφοκλής Καλούτσης, ο οποίος τοποθετεί την εύρεση ανάμεσα στα έτη 1300-1400 ξεκινώντας από τον ορθό συλλογισμό ότι η πρώτη ακολουθία, που συντάσσεται από το Μητροπολίτη Κυθήρων Σωφρόνιο Πάγκαλο γύρω στα 1640, δεν αναφέρεται σε πρόσφατα γεγονότα, άλλως θα γινόταν σαφής αναφορά σ’ αυτήν, ούτε όμως σε τόσο παλαιά, οπότε κάποια μνεία θα γινόταν στις βυζαντινές πηγές. Απορία προκαλεί το γεγονός ότι, από τις γραπτές πηγές των Κυθήρων του 16ου αι. λείπουν αναφορές στην Παναγία τη Μυρτιδιώτισσα σε συμβόλαια ή άλλα έγγραφα. Αυτό μπορεί να σημαίνει δύο τινά. Ή ότι υπήρχαν αναφορές, αλλά δεν έφθασαν στις μέρες μας, καθώς ελάχιστες από τις πηγές της εποχής διασώθηκαν ή ότι δεν υπάρχουν μαρτυρίες, καθώς ο ναΐσκος δεν είχε τότε την αίγλη και σημασία που απέκτησε αργότερα. Ποίο, όμως, σημαντικό γεγονός θα ήταν αυτό που θα έδινε τόση αίγλη σε ένα συνηθισμένο ναϊδριο; Μήπως το θαύμα της ιάσεως του παραλυτικού ήταν το καθοριστικό σημείο της ανάδειξης των Μυρτιδίων σε τόσο σημαντικό για το νησί προσκύνημα;

Η είσοδος στο ναό της Ευρέσεως

Παρά το γεγονός ότι οι ακολουθίες αναφέρουν ότι γινόταν ήδη εορτασμός στο ναό, όπου συντελέστηκε το θαύμα, είναι αναμφισβήτητο ότι η ίαση του παραλυτικού προκάλεσε μεγάλη εντύπωση και μάλιστα σε μία εποχή που ο λαός απέδιδε όλα τα καλά, αλλά και όλες τις συμφορές σε Θείες ενέργειες.

Πριν όμως αναλύσουμε το θέμα αυτό ας αναφέρουμε και την τρίτη προταθείσα χρονολογία. Πρόκειται για την αναφορά του εφημερίου των Μυρτιδίων Δανιήλ Βαρυπάτη – Χρυσέα, ο οποίος άφησε πλήθος γραπτών ενθυμήσεων, τις οποίες βρήκε και είχε σκοπό να εκδώσει στην Κυθηραϊκή Επιθεώρηση ο Σπ. Στάθης. Οι σημειώσεις αυτές δεν εκδόθηκαν τότε και ο Εμμ. Στάθης, γιος του προαναφερθέντος, τις έδωσε για δημοσίευση στην εφημερίδα ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ, όπου δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες το 1995 και σε ξεχωριστό φυλλάδιο το 1999. Σ’ αυτές υπάρχει αναφορά για κτητορική επιγραφή, την οποία είδε ο ιερέας στο μιλιόζημο του ναού της ευρέσεως στις 2 Ιουλίου 1887, όταν είχε την περιέργεια να διαβάσει την επιγραφή, η οποία έλεγε:
«Μνίσθητι κύριε τον Δούλον σου Νικολάου και της συμβίας αυτού, Θεοδοσίου, Καλίς και Παύλου ζόντον, ον τα ονοματα………………………..1446».

Δυστυχώς δεν διέσωσε μέρος της επιγραφής που φαίνεται ότι ήταν δυσανάγνωστο και πιθανόν να ανέφερε τα επώνυμα των κτητόρων και το οποίο προσπάθησε να «ζωγραφίσει» ο αγαθός ιερέας, δύσκολα όμως συνάγεται συμπέρασμα από αυτά. Αν θελήσουμε κι εδώ να κάνουμε κάποιες υποθέσεις, θα μπορούσαμε να πούμε, διακινδυνεύοντας αρκετά, ότι τα γράμματα που φαίνεται να ζωγραφίζει ο ιερέας θα μπορούσαν να αναφέρονται στα επώνυμα Κασιμάτης ή Καλούτσης, τα οποία είναι γνωστόν ότι υπήρχαν στα Κύθηρα κατά το 15ο αι., οπότε τοποθετεί τη χρονολογία της επιγραφής ο ιερέας.

Από το συνέδριο για τα 150 χρόνια από την ανέγερση του ναού της Μυρτιδιώτισσας

Δυστυχώς όμως, ούτε αν πρόκειται για επώνυμο ή κάποιες άλλες λέξεις μπορούμε να πούμε, καθώς το κείμενο είναι εντελώς δυσανάγνωστο. Ιδιαίτερης, πάντως, μνείας είναι ότι το αναφερόμενο βαφτιστικό Παύλος είναι αρκετά συνηθισμένο και στις δύο αυτές αρχοντικές οικογένειες των Κυθήρων. Είναι γνωστός ο ζήλος και το ιστορικό ένστικτο του ιερέα αυτού, ο οποίος αρέσκεται να διαβάζει κτητορικές επιγραφές, γνωστό όμως είναι και το γεγονός ότι πολλές δεν τις διαβάζει σωστά από έλλειψη γνώσεων.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφέρει τη χρονολογία της επιγραφής δεν γράφει όμως, όπως κάνει σε άλλες περιπτώσεις, την ελληνική γραφή των αριθμών, καθώς αυτή συνηθιζόταν τότε, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί σήμερα, που το κείμενο στον τοίχο του ναού έχει χαθεί. Βέβαια αναφέρει στο κείμενό του στη συνέχεια ότι είναι βέβαιος ότι αυτή είναι η χρονολογία της ευρέσεως «όχι μόνον από τα ρηθέντα γράμματα, αλλά και δι’ άλλου τρόπου πολύ αληθινού», τον οποίο όμως παραλείπει να αναφέρει!

Πόσο κοντά είναι η χρονολογία αυτή με την πραγματικότητα, όμως; Πριν έλθει η αρχαιολογική έρευνα, η οποία μάλλον έχει καθυστερήσει, για να δώσει πειστικές επιστημονικές απαντήσεις, χρονολογώντας το κτίσμα του ναού της ευρέσεως και αναζητώντας την χαμένη επιγραφή, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε υποθέσεις.

Αν ξεκινήσουμε από το σαφές ιστορικό ορόσημο της συγγραφής της ακολουθίας του Σωφρονίου Παγκάλου γύρω στα 1640, παρατηρούμε ότι η περιγραφή του θαύματος της ιάσεως του παραλυτικού πρέπει να αφορά γεγονός, όχι πολύ κοντινό χρονικά, ούτε όμως πολύ απομακρυσμένου, καθώς διατηρούνται στη μνήμη το όνομα και το επώνυμο του ιαθέντος, κάτι πχ που δεν γίνεται για το όνομα αυτού που βρήκε την εικόνα. Το όνομα του παραλυτικού Θεόδωρος Κουμπανιός παραπέμπει σε δύο, ουσιαστικά, αναφορές, όπως έχει αποδείξει η έρευνα του ομιλούντος στα κυθηραϊκά επώνυμα. Η παλαιότερη αναφέρεται στα μέσα του 16ου αι. και αφορά παρωνύμιο της οικογενείας Σαμίου και η δεύτερη στις αρχές του 18ου αι. και αφορά παρωνύμιο οικογενείας Κομηνού από τα σημερινά Ντουριάνικα. Στη δεύτερη περίπτωση, που είναι χρονικά κοντά έναν αιώνα μετά τη συγγραφή του Παγκάλου έχουμε αναφορά για Θεόδωρο Κουμπανιό, που, αν έχει σχέση, θα ήταν απόγονος του παραλυτικού, ενώ δεν θα πρέπει να αποκλεισθεί και η περίπτωση να υπάρχει σχέση του Κουμπανιού αυτού με τους Σαμίους, καθώς δεν είναι καθόλου σπάνιο φαινόμενο στα Κύθηρα να «κινούνται» τα παρωνύμια από ένα επώνυμο σε άλλο.

Από τα προαναφερθέντα και τις συγκρίσεις στις αναφερόμενες χρονολογίες μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι προτεινόμενες χρονολογίες του Καλούτση και του Βαρυπάτη δεν πρέπει να απέχουν πολύ από την προσέγγιση του θέματος, ενώ και η μεταξύ τους διαφορά δεν θεωρείται μεγάλη. Και, όπως προαναφέραμε, δεν πρέπει να καθυστερήσει η αρχαιολογική έρευνα, η οποία και μόνον θα δώσει πειστικές απαντήσεις και θα συναντήσει τις υποθέσεις των ιστορικών ή θα τις αναιρέσει. Και αν η χρονολογία της ευρέσεως δεν έχει και τόση σημασία στη θεολογία σίγουρα έχει πολύ μεγάλη για την ιστορία του τόπου μας και για όσους ασχολούνται με αυτήν.

Βιβλιογραφία

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΗΣ Υπό Ευθυμίου Καββαθά, 1909
ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΜΥΡΤΙΔΩΤΙΣΣΗΣ Υπό Σοφ. Καλούτση,
ΕΜΜ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΣ. ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ, Αθήνα, 2006
ΕΜΜ. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΣ. Μία απόπειρα αποκατάστασης της σειράς διαδοχής στο Μητροπολιτικό θρόνο των Κυθήρων από το 16ο έως το 19ο αι. Πανελλήνιο Συνέδριο Κυθηραϊκών Μελετών, 2001, τόμ. 1, σελ. 235.
ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ. Χρονικά του ιερέως Δανιήλ Βαρυπάτη. Αθήνα 1999

*ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ ΣΤΑ ΜΥΡΤΙΔΙΑ ΤΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2007.

Φωτογραφίες αρχείου εφημερίδας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο