Ας μιλήσουμε ξεκάθαρα για τη σκοπιμότητα αλλά και για την αποτελεσματικότητα της χρήσης των Ταμειακών Μηχανών και ιδιαίτερα αυτών που έχουμε συνηθίσει να τις αποκαλούμε «Φορολογικές», στην διασφάλιση των Δημοσίων Εσόδων που προκύπτουν από την οικονομική δραστηριότητα στον τομέα των λιανικών συναλλαγών.
Ενημερωτικά, ως «Φορολογικές Ταμειακές Μηχανές» χαρακτηρίζουμε εκείνες που η διάθεσή τους απαιτεί ειδική αδειοδότηση από τις φορολογικές αρχές, μετά από εκτενείς ελέγχους συμβατότητας με θεσμοθετημένες τεχνικές και λειτουργικές προδιαγραφές, αλλά και συγκεκριμένες διαδικασίες διακίνησης και συντήρησης τους. Όσες δεν υποβάλλονται σε διαδικασίες ως ανωτέρω, συνηθίζουμε να τις χαρακτηρίζουμε ως «μη Φορολογικές».
Διεθνής πρακτική και ανάγκη, η χρήση Ταμειακών μηχανών
Πρωτίστως πρέπει να αποδεχτούμε το γεγονός ότι σε όλο τον κόσμο, κάθε κατάστημα λιανικής, για τις ίδιες τις ανάγκες λειτουργίας του, χρησιμοποιεί ένα λιγότερο ή περισσότερο εξελιγμένο Ταμειακό Σύστημα. Το είδος του Ταμειακού αυτού Συστήματος, από πλευράς πολυπλοκότητας, τεχνικής εξέλιξης και εν κατακλείδι λειτουργικών δυνατοτήτων, εξαρτάται από τις ανάγκες της κάθε μικρότερης ή μεγαλύτερης επιχείρησης, σε συνάρτηση και με το πόσο τεχνολογικά εξελιγμένη είναι η χώρα στην οποία δραστηριοποιείται.
Πέρα της αδιαμφισβήτητης ανάγκης χρήσης κάποιου ταμειακού συστήματος που επιβάλουν οι απαιτήσεις διαχείρισης ενός καταστήματος, έχει και την στοιχειώδη υποχρέωση, με το πέρας κάθε συναλλαγής, να παραδώσει στον καταναλωτή αναλυτική απόδειξη της συναλλαγής αυτής.
Από όλα τα πιο πάνω, είναι προφανές ότι η ανάγκη χρήσης ενός ταμειακού συστήματος από ένα οποιοδήποτε κατάστημα, είναι σύμφυτη της λειτουργίας του και ως εκ τούτου συνεπάγεται ότι το σύνολο (;) των συναλλαγών που πραγματοποιούνται καθημερινά από το κατάστημα, οφείλει (;) να είναι καταχωρημένες σε αυτό.
Λογικά λοιπόν, η Φορολογική Αρχή κάθε χώρας, αντλεί τα καταχωρημένα στο ταμειακό σύστημα δεδομένα, προκειμένου να ελέγξει την αξιοπιστία αυτών που δηλώνει ως ύψος πωλήσεων η κάθε επιχείρηση, ανά συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα (μηνιαία, τριμηνιαία ή ετήσια).
Παρόλο ότι πάντοτε αναφύονται ερωτηματικά για την αξιοπιστία των δεδομένων αυτών, παγκοσμίως ο κατ’ αρχήν έλεγχος, πραγματοποιείται επί τη βάσει αυτών και στη συνέχεια αξιοποιούνται ασφαλώς και άλλα στοιχεία όπως αγορές, αποθέματα κ.λπ.
Τα δύο κύρια ερωτήματα που τίθενται και αμφισβητούν την αξιοπιστία αυτών των δεδομένων είναι:
- Έχει καταχωρηθεί σε αυτά, το σύνολο των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν ή υπήρξαν συναλλαγές για τις οποίες δεν εκδόθηκαν αποδείξεις;
- Και αν εκδόθηκαν όλες οι αποδείξεις, μήπως εκ των υστέρων παραποιήθηκαν τα καταχωρημένα ηλεκτρονικά αντίγραφα;
Σήμερα, δυο είναι οι πρακτικές που ακολουθούνται διεθνώς από τις φορολογικές αρχές κάθε κράτους, αναφορικά με την υποχρέωση χρήσης ταμειακών μηχανών από τις επιχειρήσεις λιανικής:
- η ελεύθερη επιλογή χρήσης «μη Φορολογικών Ταμειακών Μηχανών» ή
- η υποχρεωτική χρήση «Φορολογικών Ταμειακών Μηχανών»
«Μη Φορολογικές Ταμειακές Μηχανές»
Σε αυτή την περίπτωση το κράτος, δια των φορολογικών του αρχών, επιτρέπει την ελεύθερη χρήση οποιουδήποτε είδους ταμειακού συστήματος ήθελε επιλέξει η κάθε επιχείρηση, είτε αυτό έχει την μορφή μιας κλασικής ταμειακής μηχανής (επιλέγεται για την απλότητα της λειτουργίας της και του χαμηλού κόστους της κυρίως από τις μικρές επιχειρήσεις) ή αυτό είναι ένα εξελιγμένο πληροφοριακό σύστημα που βασίζεται κυρίως σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή και στον οποίο έχει εγκατασταθεί η κατάλληλη εφαρμογή λογισμικού (επιλέγεται από μεγαλύτερες και με περισσότερες ανάγκες επιχειρήσεις).
Η μοναδική απαίτηση που οι φορολογικές αρχές επιβάλλουν σε αυτή τη περίπτωση, είναι τα ταμειακά αυτά συστήματα να εκδίδουν μια απόδειξη προς το πελάτη και να διατηρούν ένα ακριβές αντίγραφό της σε ηλεκτρονική ή έντυπη μορφή.
Τα κράτη που έχουν επιλέξει την πρακτική αυτή είναι εκείνα που:
- Εκτιμούν πως οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές έχουν υψηλή φορολογική συνείδηση.
- Διαθέτουν διαφορετική οργάνωση της αγοράς λιανικών πωλήσεων, όπου το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων, πραγματοποιείται μέσα από μεγάλα πολυκαταστήματα και αλυσίδες και όχι από χιλιάδες μικρές ατομικές κυρίως επιχειρήσεις.
- Εξαρτούν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων τους, όχι από την δραστηριότητα της αγοράς των λιανικών πωλήσεων, αλλά από άλλου είδους δραστηριότητες, όπως βιομηχανική παραγωγή, εξαγωγική δραστηριότητα κ.λπ.
Τέτοια κράτη σήμερα είναι η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία (εξαιρούνται οι επιχειρήσεις εστίασης), οι Ηνωμένες Πολιτείες και κάποια άλλα, ο αριθμός όμως των οποίων βαίνει συνεχώς μειούμενος.
Το βασικό μειονέκτημα αυτής της πρακτικής (αιτία που αναγκάζει τα κράτη να την εγκαταλείπουν το ένα μετά το άλλο), είναι ότι παρόλο οι επιχειρήσεις εκδίδουν ουσιαστικά το σύνολο των αποδείξεων, εκτός ίσως ελάχιστων εξαιρέσεων, παρέχεται η δυνατότητα στον επιχειρηματία, στο τέλος της ημέρας να ανασκευάσει και να διαμορφώσει τα καταγεγραμμένα δεδομένα χωρίς καμιά δυσκολία, σύμφωνα με την επιλογή του.
Αυτό συμβαίνει καθόσον το ταμειακό σύστημα δεν διέπεται από προδιαγραφές ασφάλειας, οπότε και δεν ελέγχεται για αυτές.
Αυτός είναι και ο λόγος όπου σε χώρες σαν τις πιο πάνω, η έκδοση αποδείξεων αποτελεί τον κανόνα, με αποτέλεσμα όσοι δεν είναι μυημένοι να …..εκθειάζουν την συνεπή φορολογικά συμπεριφορά των καταστηματαρχών!
(Την πρακτική αυτή, είχα την δυνατότητα να την επαληθεύσω με τον πλέον άμεσοτρόπο κατά το παρελθόν, καθόσον η εταιρεία στην οποία εργαζόμουν, κατασκεύαζε και εξήγαγε ταμειακά συστήματα προς τις χώρες αυτές – Ισπανία, Μεγάλη Βρετανία, Δανία, Ολλανδία – όπου μας είχε τεθεί ως απαραίτητη προϋπόθεση, το λογισμικό τωνταμειακών αυτών μηχανών να παρέχει τη δυνατότητα στο τέλος της ημέρας ναανασκευάζει τα δεδομένα, με τρεις τουλάχιστον διαφορετικούς τρόπους όπως αυτοίμας είχαν υποδειχτεί από τους αντιπροσώπους μας στις χώρες αυτές).
«Φορολογικές Ταμειακές Μηχανές»
Η άλλη πρακτική είναι αυτή που το κράτος, μέσω ειδικών νομοθετικών ρυθμίσεων, καθορίζει τις βασικές προδιαγραφές λειτουργίας και ασφάλειας που θα πρέπει να πληρούν όλα τα ταμειακά συστήματα, αναφορικά με το μέρος της καταγραφής και της ασφαλούς αποθήκευσης των συναλλαγών που πραγματοποιούνται μέσω αυτών. Πέραν αυτού προσδιορίζεται ο τρόπος με τον οποίον ελέγχεται η συμμόρφωσή τους με τις προδιαγραφές αυτές, προκειμένου να τους χορηγηθεί άδεια διάθεσή τους. Οι ίδιες προδιαγραφές επιβάλλουν και συγκεκριμένες διαδικασίες διάθεσης και συντήρησής τους.
Η πρακτική αυτή είναι εκείνη που ακολουθείται και στην Ελλάδα από το 1989 (αντιγράφοντας εν μέρει αντίστοιχες τεχνικές προδιαγραφές της Ιταλίας).
Σήμερα η πλειοψηφία των Ευρωπαϊκών χωρών και δεκάδες άλλες χώρες εκτός Ευρώπης, ακολουθούν την ίδια πρακτική (Ιταλία Πολωνία, Ρουμανία, Γερμανία, Σουηδία, Σερβία, Κροατία, Βουλγαρία, Τουρκία, Ρωσία, Βραζιλία, Κένυα, Αιθιοπία, Κίνα κ.λπ.).
Για το λόγο αυτό, τουλάχιστον 50 εργοστάσια ανά τον κόσμο, παράγουν φορολογικές ταμειακές μηχανές (fiscal cash register).
Είναι αξιοσημείωτο ότι, πολλές χώρες που ακολουθούσαν επί σειρά ετών την πρακτική των «μη Φορολογικών Ταμειακών Μηχανών», σήμερα η μια μετά την άλλη, θεσμοθετούν την υποχρέωση χρήσης «Φορολογικών Ταμειακών Μηχανών (π.χ. Γερμανία, Σουηδία, Πορτογαλία).
Οφείλουμε όμως να παραδεχτούμε ότι, μειονέκτημα της πρακτικής αυτής, είναι η προσπάθεια αποφυγής έκδοσης απόδειξης από κάποιους επαγγελματίες, καθόσον στην περίπτωση αυτή, σε αντίθεση με τις μη Φορολογικές Ταμειακές Μηχανές, η έκδοση κάθε απόδειξης συνεπάγεται την μη αναστρέψιμη διαδικασία καταγραφής των φορολογικού ενδιαφέροντος δεδομένων της, σε ασφαλή και μη παραβιαζόμενη μνήμη του ταμειακού συστήματος.
Παρόλα ταύτα είναι προφανές ότι η χρήση Φορολογικών Ταμειακών Μηχανών προκρίνεται ως η ασφαλέστερη μέθοδος καθόσον αυτές δεν παρέχουν τη δυνατότητα της εκ των υστέρων αλλοίωσης των καταχωρημένων δεδομένων και η όλη προσπάθεια κατευθύνεται στον περιορισμό του φαινομένου μη έκδοσης αποδείξεων από κάποιους επιτήδειους επαγγελματίες.
Για την ενίσχυση της προσπάθειας αυτής χρησιμοποιούνται και διάφορα μέσα πέρα των φορολογικών ελέγχων όπως, παροχή κινήτρων προς τους καταναλωτές, θέσπιση κινήτρων ή και αντικινήτρων προς τους επαγγελματίες κ.λπ.
Οι φορολογικές ταμειακές μηχανές «εργαλείο» για την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Ένας άλλος τρόπος που επιλέγεται σήμερα από αρκετές κυβερνήσεις και διαδίδεται ταχύτατα, είναι η διασύνδεση των ταμειακών συστημάτων με κεντρικές πληροφορικές υποδομές των φορολογικών αρχών.
Έχει αποδειχτεί από την εμπειρία χωρών που εφαρμόζουν ήδη την διασύνδεση των ταμειακών μηχανών, ότι ο αριθμός των αποδείξεων που δεν εκδίδονται, έχει περιοριστεί δραστικά και τα Δημόσια Έσοδα έχουν αυξηθεί.
Αυτό κυρίως οφείλεται στο γεγονός ότι:
- Η επίγνωση και μόνο του κάθε επαγγελματία ότι παρακολουθείται σε πραγματικό χρόνο η δραστηριότητά του, όπως ο αριθμός και η τακτικότητα έκδοσης αποδείξεων στη διάρκεια της ημέρας και σε συνέχεια και του κάθε μήνα, το ύψος των εισπράξεων στα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα, το ύψος των συναλλαγών που εξοφλήθηκαν ηλεκτρονικά και άλλες τέτοιου είδους πληροφορίες, λειτουργεί με τρόπο που τον ωθεί στην όσο το δυνατόν πληρέστερη καταγραφή των πραγματικών πωλήσεών του.
- Παρέχεται η δυνατότητα στα ελεγκτικά όργανα, αλλά ακόμα και στους καταναλωτές, να διαπιστώσουν ευχερώς, μέσω μιας απλής εφαρμογής στο κινητό τηλέφωνο, αν η απόδειξη που παρέλαβαν έχει εκδοθεί από νόμιμο Ταμειακό Σύστημα και αν έχει καταχωρηθεί ως όφειλε.
Κατόπιν όλων των ανωτέρω, κάθε καλόπιστος πολίτης αυτής της χώρας που ενδιαφέρεται για την πάταξη της φοροαποφυγής και της φοροκλοπής αλλά και τον περιορισμό του αθέμιτου ανταγωνισμού, αναρωτιέται:
Ποιοι επιδιώκουν την ανατροπή του ισχύοντος σήμερα μοντέλου στη χώρα μας και ποια είναι τα κίνητρά τους, όταν αντιτίθενται – για δήθεν λόγους τεχνικής αδυναμίας – αλλά παράλληλα εξυμνούν τις δυνατότητες της τεχνολογίας σήμερα (!!!), στην διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με τη ΓΓΠΣ και το TAXISNET;
* Ο κ. Γρηγόρης Γιαννούκος είναι Αντιπρόεδρος ΣΕΚΤ. Ηλεκτρονικός Μηχανικός. Γενικός Διευθυντής ΜΑΤ TECHNOLOGIES Α.Ε.