Advertisement

Ο οικισμός  Μανιτοχώρι

Του Ε.Π.Καλλίγερου

2.043

Παλαιός οικισμός που βρίσκεται στην εύφορη κοιλάδα Β και πολύ κοντά στην πρωτεύουσα. Δεν είναι γνωστό πότε εμφανίζεται να κατοικείται πρώτη φορά ο οικισμός, αφού στην αρχαιότητα είναι γνωστό ότι υπήρχε κατοίκηση, καθώς έχουν βρεθεί τάφοι της ύστερης χαλκοκρατίας, ανάμεσα στους οποίους και ο περίφημος τάφος του Λιονή, από τον οποίο προέρχονται πολλά σημαντικά ευρήματα, τα οποία αναφέρονται τόσο στη Μινωική όσο και στη Μυκηναϊκή περίοδο[1].

Το Μανιτοχώρι φαίνεται να εννοείται ότι είναι ανάμεσα στις ελάχιστες τοποθεσίες των Κυθήρων, οι οποίες παραμένουν αδιανέμητες κατά τη γνωστή διανομή των Βενιέρων στις αρχές του 14ου αι. Δεν αναφέρεται, ούτε προκύπτει από άλλες πηγές, αν η περιοχή κατοικείται από την εποχή αυτή, κάτι ιδιαίτερα πιθανόν. Οι πρώτες πληροφορίες για κατοίκηση έρχονται αρκετά αργότερα, όταν έχουμε αναφορές από νοταριακά έγγραφα του 16ου αι. Τον 18ο πλέον αι. έχουμε κατοίκηση σε αρκετές θέσεις, αφού ο οικισμός δεν είναι συμπαγής. Εκεί που είναι σήμερα ο λεγόμενος «Πύργος των Βενιέρ» με τη ζεματίστρα για προστασία από πειρατικές επιθέσεις ίσως να είναι το παλαιότερο τμήμα του οικισμού.

Εκείνο που προκύπτει με βεβαιότητα από τη μελέτη των κατοίκων στο Μανιτοχώρι είναι ότι εκεί κυριαρχούν κατά τις αρχές του 18ου αι. τρεις οικογένειες. Οι Δευτερέβοι (με τα παρωνύμια Μαγονέζοι ή Τσικαλάδες), οι Καραβουσάνοι (παρωνύμιο Ζολωτάς) και οι Χάροι. Οι δύο πρώτες είναι οικογένειες με σαφή βυζαντινή καταγωγή. Αξίζει να παρακολουθήσουμε την πορεία τους στα Κύθηρα, καθώς καμία από τις τρεις αυτές οικογένειες δεν ανιχνεύονται σήμερα στο Μανιτοχώρι. Η οικογένεια Δευτερέβου εγκαθίσταται στη σημερινή θέση Τσικαλαρία, Β του Λειβαδίου άγνωστο ποία ακριβώς εποχή, σίγουρα όμως πριν από τον 16ο αι., αφού στο β΄ μισό του αιώνα αυτού ο οικισμός ονομάζεται ήδη Τσικαλαρία[2].

Ο οικισμός που σχηματίζεται εκεί παίρνει αργότερα την ονομασία Μαγονεζιάνικα από το παρωνύμιο Μαγονέζος αυτών των Δευτερέβων, ενώ σχηματίζεται γύρω από το ναό του Αγίου Ανδρέα, που είναι το βασικό βαφτιστικό της οικογενείας, φαίνεται όμως ότι η ονομασία Τσικαλαρία, από το άλλο παρωνύμιο, το Τσικαλάς, των ίδιων Δευτερέβων, υπήρχε ήδη από παλαιότερη εποχή, αφού τον 16ο αι. ο οικισμός λέγεται και τότε Τσικαλαρία και όχι Μαγονεζιάνικα. Το Τσικαλάς είναι επαγγελματικό, σημαίνει τον κατασκευαστή τσουκαλιών, ενώ Τσικαλαρία ονομαζόταν και η συνοικία τους στο Μανιτοχώρι, όπως προκύπτει από την οθωμανική απογραφή του 1715[3], αλλά και μεταγενέστερα ληξιαρχικά έγγραφα[4] του 19ου αι. Οι Καραβουσάνοι εγκαθίστανται πριν από τον 18ο αι. στο σημερινό Κάτω Λειβάδι, στη θέση Λεβουνάρι, στην οποία ανιχνεύονται έκτοτε, ενώ οι Χάροι μετακινούνται στην περιοχή Μερτολαγκάδα Ν του Στραποδιού αρχικά και αργότερα στη Χώρα, το Λειβάδι και στον Κάλαμο.

Όσον αφορά την ονομασία του, όλοι συμφωνούν ότι ονομάστηκε έτσι από το πρώτο συνθετικό Μάνιτας δηλαδή Μανιάτης και χωριό. Είναι αλήθεια ότι δεν έχουμε πληροφορίες για κατοίκους του οικισμού αυτού με βεβαιωμένη προέλευση από τη Μάνη. Μία υπόθεση, που θα μπορούσε να γίνει, είναι μήπως οι Καραβουσάνοι, οι Δευτερέβοι, οι Χάροι ή κάποιοι άλλοι πριν από αυτούς εγκαταστάθηκαν εκεί προερχόμενοι από τη Μάνη. Η περίπτωση να είναι πρόσφυγες από την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Τούρκους το 1461 είναι ελκυστική και δικαιολογεί τη βυζαντινή καταγωγή των επωνύμων, πλην όμως δεν έχουμε καμία απόδειξη γι’ αυτό. Έχει ενδιαφέρον πάντως ότι περιοχή με την ίδια περίπου ονομασία, Μανιατοχώρι, εντοπίζεται στην επαρχία Πυλίας στη Μεσσηνία από την εποχή της Φραγκοκρατίας[5]. Έχει αναφερθεί πάντως και μία πιθανότητα να προέρχεται η ονομασία από το φυτό μανιτιά, η βιόλα[6].

Η Παναγία στο Κακοπέτρι
Το παλαιό μοναστήρι του Αγίου Ελευθερίου
Το ναΐδριο του Αγ. Λουκά

Στο Μανιτοχώρι υπάρχουν μονές και ναοί, χωρίς οι περισσότεροι από τους τελευταίους να έχουν ερευνηθεί επαρκώς. Πλέον σημαντική είναι η Μονή της Παναγίας στο Κακοπέτρι στη Β έξοδο του οικισμού προς Λειβάδι. Αναφέρεται ότι έχει ανεγερθεί κατά τον 15ο αι. από γόνο της οικογενείας Βενιέρη, η οποία είχε ασπασθεί το μοναχισμό εξαιτίας ερωτικής απογοήτευσης. Οι σχετικές παραδόσεις πάνω στο θέμα αυτό φαίνεται να ευσταθούν[7]. Η Μονή αυτή αναφέρεται να έχει ευάριθμη ομάδα καλογραιών μέχρι τις αρχές του 19ου αι. Επίσης μονή αναφέρεται να είναι κατά τον 16ο αι. ο Άγιος Ελευθέριος[8] σε λόφο στο κέντρο του οικισμού και πλησίον του λεγομένου Πύργου των Βενιέρ. Ακριβώς απέναντι από τον Άγιο Ελευθέριο βρίσκεται, σε εντελώς ερειπιώδη μορφή, ο ναός του Αρχιστρατήγου, στον οποίο γίνονταν και ταφές[9].

Δεν είναι γνωστή η θέση του αναφερόμενου στις πηγές ναού της Αγίας Τριάδος και φαίνεται να έχει καταστραφεί ή να έχει αλλάξει χρήση στην πορεία των αιώνων.

Σήμερα στον οικισμό δεν κατοικεί πλέον καμία από τις παλαιές αυτές οικογένειες και οι λίγοι κάτοικοί του προέρχονται από το γειτονικό Στραπόδι.

Ο λεγόμενος Πύργος των Βενιέρων

Στο Μανιτοχώρι, όπως διαβάσατε παραπάνω, υπάρχει ένα μεγάλο οίκημα, στην ουσία διώροφη οικία στον Ανατολικό τοίχο της οποίας υπάρχει η γνωστή «Ζεματίστρα» για την προστασία των κατοικούντων στο χώρο από επιθέσεις, κυρίως πειρατών. Το κτίσμα, ασφαλώς παλαιό, δεν είναι γνωστό ποία εποχή έχει κατασκευασθεί, καθώς δεν έχει γίνει καμία έρευνα, ενώ και η ζεματίστρα, που είναι, νομίζουμε, η μοναδική σωζόμενη στα Κύθηρα, έχει καταρρεύσει σε ένα σημείο και δεν σώζεται όπως ήταν πριν μερικές δεκαετίες. Τα σπίτια αυτά ανήκαν συνήθως σε αρχοντικές οικογένειες, καθώς ήταν οι μόνες που είχαν τα χρόνια της κατασκευής τους την οικονομική δυνατότητα να φτιάξουν αυτές τις κατασκευές και δεν αποκλείεται το κτήριο αυτό να ανήκε όντως σε κάποιο κλάδο της οικογένειας των Βενιέρων. Είναι μάλιστα γνωστό ότι η εύφορη κοιλάδα στο Μανιτοχώρι δεν είχε διανεμηθεί στην αρχική διανομή, πιθανώς και για τον πρόσθετο λόγο ότι ήλεγχε την πρόσβαση προς το Κάστρο στη Χώρα.

Ο λεγόμενος Πύργος των Βενιέρων σε χαρακτηριστικές φωτογραφίες. Η Ανατολική πλευρά με τη ζεματίστρα, όπως ήταν 20 χρόνια πριν και η είσοδος με τη σιδεριά, ασφαλώς μεταγενέστερη του κτίσματος κατασκευή

Όσον αφορά τις ζεματίστρες τώρα. Στις κατασκευές αυτές φρόντιζαν να υπάρχει μία κύρια είσοδος, η οποία έπαιρνε και το βάρος της προστασίας του χώρου, καθώς μπορούσε ευκολότερα να προστατευθεί από επιθέσεις. Πάω ακριβώς από την είσοδο κατασκευαζόταν μία τρόπον τινά ανοιχτή στα άκρα «καπνοδόχος» που κατέληγε στην προστατευμένη οροφή της οικοδομής. Εκεί είχαν πάντα διαθέσιμο νερό ή λάδι, τα οποία τα έβραζαν σε μεγάλα καζάνια όταν γινόταν αντιληπτή επίθεση και, όταν οι επιτιθέμενοι έφθαναν στην είσοδο και κατά τη διάρκεια της προσπάθειας παραβίασής της, έριχναν ποσότητες του καυτού υγρού πάνω τους με αποτέλεσμα να τρέπονται συνήθως σε φυγή. Ασφαλώς αυτό προϋπέθετε επαρκή αριθμό ανθρώπων μέσα στο κτήριο, αλλά και μικρή δύναμη επιτιθέμενων, καθώς δεν ήταν εύκολη η αντιμετώπιση πολυάριθμων ομάδων, που μπορούσαν να κάνουν πλέον οργανωμένες επιθέσεις εν είδει πολιορκίας.

Όσον αφορά την ετυμολογία του χωριού, που είναι, σημειωτέον, ένα από τα πλέον αραιοκατοικημένα στα Κύθηρα, δεν πρέπει να αποκλεισθεί η αναζήτηση και της εκδοχής από το Μάνιτας με την έννοια του μανιταριού (παρωνύμιο των Χάρων) και όχι του εκ Μάνης καταγομένου, καθώς η παλαιότερη οικογένεια εκεί, πιθανώς αυτής των Χάρων, η καταγωγή πρέπει να είναι από την Κρήτη. Πάντως η έρευνα για το θέμα αυτό ασφαλώς πρέπει να συνεχισθεί μια και δεν υπάρχουν ασφαλείς απαντήσεις.

Ε.Π.Καλλίγερος

Φωτογραφίες αρχείου εφημερίδας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Τα κείμενα για τα επώνυμα και τοπωνύμια, τα οποία δημοσιεύονται εδώ, είναι τα ίδια με όσα έχουν δημοσιευθεί στα αντίστοιχα βιβλία μας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ και ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ, τα οποία έχουν εκδοθεί από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών (κυκλοφορούν και στα αγγλικά από:  Kytherian Association of Australia,  Kyhterian World Heritage Fund και Kytherian Publishing and Media). Από τις αναδημοσιεύσεις εδώ απουσιάζουν συνήθως οι βιβλιογραφικές και λοιπές σημειώσεις, είναι δε ευνόητον ότι για να αποκτήσει ο αναγνώστης πλήρη εικόνα για κάθε επώνυμο ή τοπωνύμιο είναι απαραίτητο να διαβάσει και τις εκτενείς αναφορές στα εισαγωγικά σημειώματα των παραπάνω βιβλίων, καθώς, χωρίς αυτά, οι γνώσεις του για το θέμα θα παραμένουν ελλιπείς.

Οι εκδόσεις στα Ελληνικά διατίθενται από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών (βλ. στοιχεία στο σχετικό link σε αυτόν εδώ τον ιστότοπο) και στα Κυθηραϊκά βιβλιοπωλεία. 

 

[1] Ι. Πετρόχειλος, Τα Κύθηρα…, σ. 89.
[2] Εμμ. Δρακάκης, Εμμ. Κασιμάτης νοτάριος…, σσ. 183, 372.
[3] Ευ. Μπαλτά, Η οθωμανική…, σ. 80.
[4] Ληξιαρχικά Βιβλία Στραποδίου…, σσ. 185, 212.
[5] Otto Markl, Ortsnamen…, p. 44.
[6] Χαρ. Συμεωνίδης, Ετυμολογικό λεξικό…, τόμ. Α΄, σ. 874.
[7] Ι. Π. Κασιμάτης, Από την παλαιά…, σ. 167.
[8] Εμμ. Δρακάκης, Εμμ. Κασιμάτης νοτάριος…, σ. 368.
[9] Ληξιαρχικά Βιβλία Στραποδίου…, σ. 67.

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο