Οι άγνωστοι διωγμοί και οι σφαγές των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης και της Μικράς Ασίας πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Η επανάσταση των Νεότουρκων – Η απόφαση για εξόντωση των μη μουσουλμανικών πληθυσμών της Ανατολικής Θράκης και η υλοποίησή της – Πόσοι Έλληνες έχασαν τη ζωή τους και πόσοι εκτοπίστηκαν ως το 1914; Ελλάδα και Τουρκία στα πρόθυρα πολέμου το 1914 | Μιχάλης Στούκας
Όχι, αυτή η χώρα θα είναι πάντοτε η πατρίδα των Τούρκων… Αυτή η χώρα κατακτήθηκε από τους Τούρκους… ανεξαρτήτως από οτιδήποτε μπορεί να λέει ο καθένας, σε αυτή τη χώρα οι Τούρκοι είναι, και θα παραμείνουν, το κυρίαρχο έθνος». Οι όποιες ελπίδες (ψευδαισθήσεις) είχαν οι Έλληνες αλλά και οι υπόλοιποι λαοί της αχανούς, τότε, Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χάθηκαν. Στις 13 Απριλίου 1909, οπαδοί του Αβδούλ Χαμίτ ξεσηκώθηκαν εναντίον των Νεότουρκων, που δυο εβδομάδες αργότερα, με τη βοήθεια στρατευμάτων υπό τον Μαχμούτ Σεβκέτ Πασά που κατέφθασαν από τη Θεσσαλονίκη, κατέστρεψαν την εξέγερση, εκθρόνισαν τον Αβδούλ Χαμίτ και όρισαν διάδοχό του τον αδελφό του Ρεσίτ, με το όνομα Μεχμέτ Ε’. Φυσικά, ήταν αχυράνθρωπος των Νεότουρκων.
Τα πρώτα θύματα των Νεότουρκων ήταν και πάλι οι Αρμένιοι, στα Άδανα και τις γύρω περιοχές. Σταδιακά, όλες οι υπόδουλες στους Τούρκους χώρες άρχισαν να αποκτούν, ιδιαίτερα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, την ανεξαρτησία τους. Το 1913, μετά τη δολοφονία του Νεότουρκου Μέγα Βεζίρη Μαχμούτ Σεβκέτ Πασά, ο Εμβέρ Πασάς, ο Τζεμάλ Πασάς και ο Ταλάτ Πασάς συγκρότησαν μια τριανδρία που κυβέρνησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως το 1918 με διδακτορικό τρόπο. Ο Παντουρκισμός μετατράπηκε πλέον σε κυρίαρχη ιδεολογία, ενώ οι Χριστιανοί θεωρούνταν εχθροί και υπαίτιοι για την παρακμή της Αυτοκρατορίας. Μάλιστα, ο Δανός διπλωμάτης Johannes Ostrup ανέφερε ότι ο Ταλάτ Πασάς ήδη από το 1910 είχε ανακοινώσει πως σκόπευε να προβεί σε γενοκτονία των Αρμενίων.
Ο Παντουρκισμός ήταν μια ιδεολογία που αναπτύχθηκε από τον ποιητή Ζιγιά Γκιοκάλπ και αντικατέστησε την πίστη και την υποταγή στον Αλλάχ και τον σουλτάνο με εμμονή περί συλλογικής παρουσίας και γενικής επικράτησης των Τούρκων. Ο Οσμανισμός έδωσε τη θέση του στον Παντουρανισμό που υποστήριζε τη δημιουργία μιας αυτοκρατορίας ανάλογης με εκείνης του Τζένγκις Χαν! Όμως, στο 4ο Συνέδριο του Κόμματος των Νεότουρκων το 1911, αποφασίστηκε ο Οσμανισμός να αποτελεί, τυπικά, το επίσημο δόγμα του κράτους για να μπορούν να εξαπατούν τη διεθνή κοινότητα για τα πραγματικά τους σχέδια. Άλλωστε, η τελική απόφαση του Συνεδρίου ήταν σαφής: «Το Συνέδριο αποφάσισε ότι, αργά ή γρήγορα, θα χρειαστεί να επιβάλουμε τον εκτουρκισμό όλων των λαών που διαβιώνουν εντός της (Οθωμανικής) Αυτοκρατορίας. Εάν αυτός (ο εκτουρκισμός) δεν μπορέσει να επιτευχθεί με ειρηνικά μέσα, τότε δεν θα διστάσουμε να τον επιβάλουμε δια της βίας, ακόμη και με τη συμβολή του στρατού…».
Λίγο αργότερα, ιδρύθηκε η οργάνωση Teskilat-I Mahsnsa με σκοπό τον συντονισμό και την οργάνωση των σφαγών των Αρμενίων το 1915. Πάντως, στους υψηλά ιστάμενους Νεότουρκους, είχαν αρχίσει συζητήσεις για τον «προδοτικό» ρόλο των Χριστιανών και την απομάκρυνσή τους από τα οθωμανικά εδάφη. «Θανάσιμος κίνδυνος» χαρακτηρίζονταν οι Χριστιανοί, ενώ ο Ταλαάτ δεν δίστασε να πει στον Αμερικανό πρέσβη Henry Morgenthau ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία «πρέπει να απαλλαγεί από αυτούς τους ξένους προς εκείνη πληθυσμούς».
Οι εξελίξεις μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους
Μετά του τέλος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου, η Βουλγαρία υπέγραψε διμερή Συνθήκη Ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία (29 Σεπτεμβρίου 1913, Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης) που διευθετούσε τη νέα συνοριακή γραμμή της Ανατολικής Θράκης, καθώς και άλλα ζητήματα που είχαν προκύψει ανάμεσα στις δύο χώρες. Στα άρθρα VII και VIII της Συνθήκης προβλεπόταν η δυνατότητα ανταλλαγής πληθυσμών. Πάντως, ως την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, 9.472 βουλγαρικές και 9.714 μουσουλμανικές οικογένειες μετακινήθηκαν στον επιθυμητό τόπο κατοικίας τους.
Το 1911 οι Νεότουρκοι ίδρυσαν τη λεγόμενη «Ειδική Οργάνωση». Επρόκειτο για μια ειδική μονάδα που εκτελούσε εντολές του Υπουργείου Στρατιωτικών και διεξήγαγε «βρόμικες επιχειρήσεις» που τυπικά τουλάχιστον δεν έπρεπε να αναλάβει ούτε ο στρατός, ούτε οι υπόλοιπες δυνάμεις ασφαλείας. Το 1913 όταν οι Οθωμανοί ανακατέλαβαν την Ανατολική Θράκη, η Ειδική Οργάνωση στράφηκε εναντίον του ελληνικού και βουλγαρικού πληθυσμού της περιοχής. Το αποτέλεσμα ήταν η σφαγή 15.960 Ελλήνων και 119.000 Βουλγάρων! Η οθωμανική Ειδική Οργάνωση εφάρμοσε μεθόδους εκκαθάρισης πληθυσμών που χρησιμοποιήθηκαν ευρέως στη γενοκτονία των Αρμενίων. Μία από αυτές ήταν η λεγόμενη «μετεγκατάσταση», ένας ευφημισμός που αναφερόταν στις εξοντωτικές και απάνθρωπες πορείες θανάτου. Χιλιάδες Έλληνες εκδιώχθηκαν με βία από τα χωριά τους και στη συνέχεια βρήκαν τραγικό θάνατο, είτε από υπερβολική εξάντληση, είτε από λιμό.
Διαπραγματεύσεις για ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Στις 14 Νοεμβρίου 1913 υπογράφτηκε η Συνθήκη των Αθηνών με την οποία τερματίστηκε επίσημα ο πόλεμος ανάμεσα στην Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πολύ σημαντικό ήταν το Άρθρο 4 σύμφωνα με το οποίο όσοι Οθωμανοί βρίσκονταν σε ελληνικά εδάφη που κατέκτησε η χώρα μας μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, μπορούσαν μέσα σε τρία χρόνια να επιλέξουν την οθωμανική υπηκοότητα. Όφειλαν όμως να εγκαταλείψουν την ελληνική επικράτεια. Οι υπόλοιποι όροι της Συνθήκης ήταν ίδιοι με αυτούς της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης. Προκαλεί όμως τεράστια έκπληξη το γεγονός ότι στη Συνθήκη των Αθηνών δεν είχε καμία απολύτως πρόβλεψη για τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς που ζούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επρόκειτο για αμέλεια του Ελευθέριου Βενιζέλου που ήταν τότε πρωθυπουργός; Ή ήθελε να παραμείνουν στις εστίες τους οι Έλληνες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης σκεπτόμενος ότι ενδεχόμενη φυγή τους, θα σήμαινε το τέλος της Μεγάλης Ιδέας που ο ίδιος ενστερνιζόταν;
Οι Τούρκοι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση και ζήτησαν να υπάρξει ανταλλαγή του ελληνικού αγροτικού πληθυσμού της ευρύτερης περιοχής της Σμύρνης με την τουρκική μειονότητα της Μακεδονίας. Ο Βενιζέλος απάντησε ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει μόνο σε εθελοντική βάση και υπό την επίβλεψη μεικτής επιτροπής. Ο Κρητικός πολιτικός στόχευε ουσιαστικά να εξασφαλίσει τον τερματισμό των διώξεων των Ελλήνων από τους Τούρκους. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε. Η χώρα μας προσπάθησε να εξασφαλίσει τη συμμαχία της Σερβίας και την ουδετερότητα της Βουλγαρίας καθώς σκόπευε να ξεκινήσει νέο πόλεμο με την Τουρκία (Ιούνιος 1914), όμως αυτό δεν έγινε.
Έτσι, οι διαπραγματεύσεις, «μια φαρσοκωμωδία και τίποτε άλλο» όπως είπε ο Έλληνας πρεσβευτής στην Άγκυρα συνεχίστηκαν ως την είσοδο της Τουρκίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έληξαν στις 14 Δεκεμβρίου 1914. Η Ελλάδα στράφηκε τότε στη Γερμανία. Ο Βενιζέλος ενημέρωσε τον Γερμανό πρέσβη στην Αθήνα ότι αν οι Τούρκοι δεν σταματούσαν τους διωγμούς των Ελλήνων, η χώρα μας όχι μόνο θα έμπαινε στον πόλεμο αλλά και θα προέβαινε σε αντίποινα εναντίον των Τούρκων της Μακεδονίας. Η οθωμανική κυβέρνηση θορυβήθηκε και έδωσε εντολή να σταματήσουν οι διωγμοί των Ελλήνων, ιδιαίτερα από τις περιοχές του Εύξεινου Πόντου. Παρά τις εντολές της κυβέρνησης όμως, οι ακρότητες δεν τερματίστηκαν, απλώς περιορίστηκαν σε τοπικό επίπεδο.
Οι διωγμοί των Ελλήνων της Μικράς Ασίας
Λίγο μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Αθηνών, η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου αποφάσισε πως το «μεγάλο απόστημα» της Δυτικής Ανατολίας, δηλαδή οι Έλληνες, έπρεπε να πάψει να υπάρχει. Τον Μάρτιο του 1914 ο βαλής της Σμύρνης μετά από εντολή της κυβέρνησής του επισκέφθηκε τις παράκτιες πόλεις. Ο Ολλανδός πρόξενος στη Σμύρνη Alfred van der Zee έγραφε ότι προφανώς ο βαλής έδωσε ανεπίσημες εντολές στους υφισταμένους του για το πώς θα εξαναγκάσουν τους Έλληνες να εγκαταλείψουν αυτές τις πόλεις. Βέβαια, δεν υπήρχε επίσημη εντολή για απελάσεις Ελλήνων όμως οι Τούρκοι είναι γνωστό ότι με δόλια και σκληρά μέσα πετυχαίνουν τους στόχους τους. Ο Ολλανδός πρόξενος ήταν βέβαιος ότι ανάλογες εντολές είχαν δοθεί και στους κυβερνήτες άλλων παράκτιων επαρχιών.
Ο Ζιγιά Γκιοκάλπ, ποιητής και θεωρητικός του Παντουρκισμού, όπως είδαμε, ήταν ιδιαίτερα ενοχλημένος από το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της τουρκικής οικονομίας και έτσι δεν μπορούσε να δημιουργηθεί αστική τουρκική τάξη. Ο Γκιοκάλπ, ηγετικό στέλεχος της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου πλέον ζήτησε να αντικατασταθούν οι Έλληνες και Αρμένιοι έμποροι και τεχνίτες από Τούρκους.
Τον Ιανουάριο του 1914 άρχισε ο εμπορικός αποκλεισμός όσων καταστημάτων ανήκαν σε Χριστιανούς που συνεχίστηκε με ένα κύμα κατασχέσεων και μεταβιβάσεων χριστιανικών περιουσιών σε Μουσουλμάνους. Οι Νεότουρκοι έφτασαν στο σημείο να τοποθετήσουν φρουρούς έξω από τα καταστήματα των Χριστιανών για να μην μπαίνουν σ’ αυτά και κάνουν αγορές Μουσουλμάνοι. Τις ίδιες ακριβώς μεθόδους ακολούθησαν και οι Ναζί μερικά χρόνια αργότερα όταν αποφάσισαν να επιβάλουν οικονομικό αποκλεισμό στους Εβραίους.
Ήταν σαφές ότι επρόκειτο για ένα ξεκάθαρο μποϊκοτάζ. Αυτό ακριβώς επισημαίνει τον Φεβρουάριο του 1914 ο Βρετανός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη: «Το αυστηρό μποϊκοτάζ επιβλήθηκε ακόμα και σε μικρές πόλεις όπως η Μαγνησία (της Μικράς Ασίας) αλλά και στα γύρω χωριά, εκεί όπου οι Έλληνες μικροπωλητές αποτελούσαν μέρος της καθημερινότητας των κατοίκων. Όσοι Μουσουλμάνοι ή Έλληνες επιχειρούν να εισέλθουν σε καταστήματα ραγιάδων (Χριστιανών) ξυλοκοπούνται άγρια. Το ελεύθερο εμπόριο καθώς και κάθε έννοια ισονομίας, τείνει πλέον να εξαφανιστεί».
Βασικοί οργανωτές όλων αυτών των ενεργειών ήταν τα μέλη της Επιτροπής Ένωσης και Προόδου. Άνδρες που ανήκαν σε κατώτερα κοινωνικά στρώματα περιφέρονταν στην Πόλη με ρόπαλα, ενεργώντας ως μισθοφόροι και εμπόδιζαν τους Τούρκους να μπαίνουν σε καταστήματα Χριστιανών! Όταν έβλεπαν κάποιον να έχει αγοράσει κάτι από καταστήματα Χριστιανού κατέστρεφαν αμέσως το προϊόν ποδοπατώντας το με λύσσα! Οι Τούρκοι πολίτες απαγορευόταν ακόμα και να χαιρετούν τους Χριστιανούς στον δρόμο!
Παράλληλα οργανώθηκε μια εκστρατεία μίσους. Χωρίς κανένα λόγο, εντελώς ξαφνικά, οι τουρκικές εφημερίδες άρχισαν να ζητούν επίμονα διώξεις και δολοφονίες Χριστιανών! Ο Αμερικανός πρόξενος στη Σμύρνη George Horton κάνει μνεία για αιμοδιψή και εμπρηστική άρθρα εφημερίδων, αλλά και φτηνές και κακοφτιαγμένες λιθογραφίες, προφανώς δημιουργήματα κάποιου ντόπιου καλλιτέχνη, οι οποίες παρουσίαζαν Έλληνες να κατακρεουργούν βρέφη ή να σφαγιάζουν έγκυες Μουσουλμάνες! Αυτά δεν προέκυπταν από καμία καταγγελία ή μαρτυρία. Οι κακότεχνες λιθογραφίες αναρτήθηκαν σε σχολεία και τζαμιά.
Ο Horton γράφει: «Η εκστρατεία μίσους (των Νεότουρκων) απέδωσε πολύ σύντομα καρπούς, μιας και παρακινούσε τους Τούρκους να κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα: να δολοφονούν».
Στις 14 Μαΐου 1914 ο Υπουργός Εσωτερικών Μεχμέτ Ταλάτ, ο οποίος υπήρξε ένας από τους χειρότερους διώκτες των Ελλήνων, κάτι που δεν γνωρίζουν πολλοί, εξέδωσε την ακόλουθη μυστική διαταγή: «Η απομάκρυνση των Ελλήνων κατοίκων από τα παράκτια χωριά της Μικράς Ασίας και η επανεγκατάστασή τους στις περιφέρειες του Ερζερούμ και της Χαλδαίας (Βόρειο Ιράκ) είναι, για πολιτικούς λόγους, απολύτως αναγκαία. Εάν οι Έλληνες αρνηθούν τη μεταφορά τους στις άνωθι αναφερθείσες περιοχές, τότε οφείλετε να ενημερώσετε προφορικώς τους Μουσουλμάνους αδελφούς μας ώστε να προβούν σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες, προκείμενου να τους αναγκάσουν να αυτοεξοριστούν. Σε αυτή την περίπτωση μην αμελήσετε να λάβετε από τους μετοίκους (τους Έλληνες δηλαδή) ένορκες βεβαιώσεις ότι εγκατέλειψαν οικειοθελώς τα σπίτια τους».
Ο Αμερικανός πρεσβευτής Henry Morgenthau έγραψε ότι τουλάχιστον 100.000 Έλληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες στις παράκτιες περιοχές της Μικράς Ασίας και να εγκατασταθούν στην τουρκική ενδοχώρα ή να περάσουν στα απέναντι νησιά του Αιγαίου. Πάντως, με αυτόν τον τρόπο δεν υπήρξαν μαζικές σφαγές Ελλήνων. Έτσι, η «πολιτισμένη» Ευρώπη παρέμεινε απαθής. Οι Τούρκοι όμως στη συνέχεια χρησιμοποίησαν πολύ χειρότερες μεθόδους απέναντι στους Αρμένιους, τους Σύριους, τους Νεστοριανούς και άλλους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας…
Υπήρξαν όμως και περιοχές όπου οι Τούρκοι προχώρησαν σε μαζικές σφαγές και ακρότητες σε βάρος των Ελλήνων. Ιθύνων νους των βαρβαροτήτων αυτών ήταν ο επικεφαλής της Ειδικής Οργάνωσης Kuscubasi Esref. Τα ελληνικά χωριά έμπαιναν όλο και πιο συχνά στο στόχαστρο των ανδρών του Esref, οι οποίοι αρχικά τα περικύκλωναν και στη συνέχεια έμπαιναν μέσα στα σπίτια και έσφαζαν τους Έλληνες. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων ήταν η Φώκαια (Φωκαείς είχαν ιδρύσει τη Μασσαλία στην αρχαιότητα), μια σχεδόν αμιγώς ελληνική πόλη, 40 χλμ. βόρεια της Σμύρνης. Από τους 8.400 κατοίκους της, οι 8.000 ήταν Έλληνες και μόλις οι 400 Τούρκοι. Στις 12 Ιουνίου 1914, πριν ξεσπάσει ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, άνδρες της Ειδικής Οργάνωσης εισέβαλαν στη Φώκαια, δολοφόνησαν πενήντα Έλληνες, ακρωτηρίασαν τα πτώματά τους και έπειτα λεηλάτησαν τα σπίτια των Ελλήνων.
Όσοι κατόρθωσαν να διαφύγουν πήγαν στη Χίο και τη Λέσβο. Ένα γαλλικό ατμόπλοιο μετέφερε περίπου 700 Έλληνες από τη Φώκαια στη Μυτιλήνη, ενώ 5.000-6.000 σώθηκαν καθώς κατόρθωσαν να επιβιβαστούν σε βάρκες και μικρά πλοιάρια και να φύγουν από την κόλαση της Φώκαιας. Ο Horton παραθέτει τη μαρτυρία ενός Γάλλου που μαζί με τρεις άλλους συμπατριώτες του βρίσκονταν στη Φώκαια, όταν έγιναν τα τραγικά γεγονότα που αναφέραμε. Για οργανωμένες συμμορίες με (τυφέκια) Gras και αραβίδες ιππικού κάνουν μνεία οι Γάλλοι.
Για έντρομες κραυγές και πανικό, γράφει ο Horton, τόσο μεγάλο, που μια γυναίκα πνίγηκε με το παιδί της σε νερό βάθους 60 εκατοστών… Ο Αμερικανός πρόξενος επισημαίνει ότι μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ραγιάδες (μη Μουσουλμάνοι πολίτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως Χριστιανοί) εκδιώχθηκαν από τα χωριά και τις αγροικίες τους. Ορισμένοι οδηγήθηκαν στην ενδοχώρα, ενώ πολλοί κατόρθωσαν να διαφύγουν αρχικά σε κάποιο ελληνικό νησί και στη συνέχεια να μεταβούν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. «Λίγες χιλιάδες Τούρκοι κατέστρεψαν τη γόνιμη και πλούσια περιοχή που άρπαζαν από τους Έλληνες», γράφει ο Horton. Αλλά και στη Σμύρνη, το καλοκαίρι του 1914 οι πολιτικές και εθνικιστικές διώξεις σε βάρος των Ελλήνων ήταν συχνές. Εκτός από το μποϊκοτάζ των ελληνικών επιχειρήσεων γίνονταν βίαιες απαλλοτριώσεις, απαγωγές Ελλήνων επιχειρηματικών ή κοινοταρχών ή μαζικοί εκτοπισμοί. Η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου πανηγύριζε που κατάφεραν να εκδιώξει τους Έλληνες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Πολλά ήταν όμως και τα δεινά που υπέστησαν οι Έλληνες κάτοικοι της Κρήνης (Τσεσμέ), από τον Μάιο του 1914, όταν κυβερνήτης ανέλαβε ο Hilmi Uran. Οι Έλληνες της Κρήνης και των γύρω περιοχών, περίπου 40.000 (!) άτομα πανικοβλήθηκαν και μετανάστευσαν, κυρίως στη Χίο.Ο Uran δεν πρόλαβε να μοιράσει τις περιουσίες των διωγμένων Ελλήνων, καθώς αυτές λεηλατήθηκαν από ντόπιους Τούρκους ή μουχατζίρ (Μουσουλμάνοι, μετανάστες πολυεθνικής καταγωγής που είχαν έρθει από τη Θεσσαλονίκη).
Νέοι διωγμοί των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης
Αλλά και στην Ανατολική Θράκη οι διωγμοί σε βάρος των Ελλήνων που είχαν ξεκινήσει το 1912-1913 συνεχίστηκαν και το 1914. Ο Alexander Papadopoulos, στο βιβλίο του «Persecutions of the Greeks in Turkey before the European War» New York: Oxford UP, 1919 («Διωγμοί των Ελλήνων στην Τουρκία πριν τον Ευρωπαϊκό Πόλεμο») αναφέρει ότι βασικός οργανωτής τους ήταν ο οθωμανικός στρατός. Χωριά καταστράφηκαν τελείως, εκκλησίες πυρπολήθηκαν. Ο Τούρκος πανεπιστημιακός Taner Ackam γράφει: «Ο βίαιος εκτοπισμός (των Ελλήνων) από την περιοχή της Ανατολικής Θράκης ξεκίνησε την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1913. Οι επιθέσεις εναντίον του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού συνεχίστηκαν καθόλη τη διάρκεια του έτους, όμως έπειτα από το 1914, αυτές οι εξαναγκαστικές μετακινήσεις έγιναν ακόμη περισσότερο συστηματικές και μεθοδευμένες». Στην αναφορά του Οικουμενικού Πατριαρχείου περιλαμβάνονται πολλές περιγραφές των σφαγών που έγιναν τότε. Ο ρόλος της Ειδικής Οργάνωσης (Teskilat-i- Mahsusa) σε αυτές ήταν καταλυτικός.
Το 1917 ο Γερμανός δημοσιογράφος και ανταποκριτής της εφημερίδας «Kolnische Zeitung» στην Κωνσταντινούπολη, Harry Sturmer έγραψε στα απομνημονεύματά του: «Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να κάνω μια μικρή αναφορά στον διωγμό των Ελλήνων από τη Θράκη και τη Δυτική Ανατολία, ο οποίος έχει συνταράξει το κοινό ολόκληρης της Ευρώπης, έλαβε χώρα πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, κόστισε τη ζωή σε χιλιάδες φιλειρηνικούς Έλληνες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά – και μετέτρεψε δεκάδες ακμάζοντα χωριά και πόλεις σε στάχτη». Μαζικές σφαγές, διώξεις και εξορίες σε βάρος των Ελλήνων συνεχίστηκαν τόσο στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όσο και μετά τη λήξη του.
Η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου είχε οργανώσει συστηματική γενοκτονία των Ελλήνων που ζούσαν στην Ανατολική Θράκη και τα παράλια του Αιγαίου αδιαφορώντας για τα δικαιώματα που είχαν χορηγηθεί στις μειονότητες. Οι ήττες των Οθωμανών από τους Έλληνες στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο εξόργισαν ακόμα περισσότερο τους Νεότουρκους. Όταν οι Οθωμανοί ηττήθηκαν από τους Ρώσους στη Μάχη του Σαρίκαμις (τέλη Δεκεμβρίου 1914- αρχές Ιανουαρίου 1915) και οι τελευταίοι εισέβαλαν στην Τουρκία, η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου απέδωσε την ήττα στους, υποτιθέμενους, συμμάχους της Ρωσίας δηλαδή τους Αρμένιους.
Τα τάγματα εργασίας («αμελέ ταμπουρού») και οι Έλληνες
Ως το 1908 κανένας Χριστιανός δεν πήγαινε στον Οθωμανικό στρατό. Όλοι έδιναν έναν ετήσιο φόρο για τις ανάγκες του. Όμως οι Νεότουρκοι επανέφεραν το Σύνταγμα του 1876 με βάση το οποίο όλοι ανεξαιρέτως οι άρρενες της Αυτοκρατορίας από 18 ως 31 ετών ήταν υποχρεωμένοι να καταταγούν στον στρατό, ενώ όσοι ήταν από 32 ως 48 ετών αποτελούσαν στρατιωτική εφεδρεία. Υπήρχε βέβαια και η δυνατότητα εξαγοράς της θητείας έναντι 45 λιρών, ποσό που ελάχιστοι Έλληνες και Αρμένιοι μπορούσαν να διαθέσουν.
Έτσι, η έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε τους περισσότερους Έλληνες της Ανατολικής Θράκης και της Δυτικής Ανατολίας, να υπηρετούν στον οθωμανικό στρατό. Οι Τούρκοι όμως δεν ήθελαν να τους εκπαιδεύσουν στα όπλα, φοβούμενοι πιθανή εξέγερση εναντίον τους. Έτσι αποφάσισαν να τους μεταθέσουν στα διαβόητα τάγματα εργασίας («αμελέ ταμπουρού»). Ένας σίγουρος τρόπος για να πεθάνουν ήταν αυτός…
Επρόκειτο για μία μέθοδο εθνοκάθαρσης που υιοθέτησαν οι Τούρκοι σε βάρος των μειονοτήτων. Οι νεαροί Έλληνες μεταφέρθηκαν στην ενδοχώρα της Ανατολίας για καταναγκαστική εργασία υπό απάνθρωπες συνθήκες: κατασκεύαζαν δρόμους ή σιδηροδρομικές γραμμές, δούλευαν σε λατομεία και καλλιεργούσαν μεγάλες αγροτικές εκτάσεις. Φυσικά, οι συνθήκες διαβίωσής τους ήταν τραγικές. Το σιτηρέσιό τους ήταν πενιχρό και πολλοί πέθαναν από συνέπειες του υποσιτισμού τους. Δεν αρκέστηκαν όμως μόνο σε αυτό οι Τούρκοι, αλλά ακολούθησαν και άλλες μεθόδους. Μία από αυτές ήταν ο μαζικός εκτοπισμός του πληθυσμού που μοιάζει πολύ με τις πορείες θανάτου που επιβλήθηκαν λίγο αργότερα στους Αρμένιους. Η καταπίεση και οι διώξεις των Ελλήνων μειώθηκαν αισθητά μετά τη μάχη του Σαρίκαμις, οπότε άρχισε η στοχοποίηση των Αρμενίων με τα γνωστά, τραγικά γι’ αυτούς αποτελέσματα…
Πόσοι Έλληνες δολοφονήθηκαν ή εγκατέλειψαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία μεταξύ 1913-1918;
Για τον ακριβή αριθμό των Ελλήνων που εκδιώχθηκαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ή δολοφονήθηκαν μεταξύ 1913-1918, δεν είμαστε βέβαιοι. Ο Stephen Lades στο βιβλίο του «The Exchanges of Minorities: Bulgaria, Greece and Turkey», Macmilllan N.Y., 1932 γράφει ότι το 1914 115.000 Έλληνες εγκατέλειψαν την Ανατολική Θράκη για την Ελλάδα, ενώ άλλοι 85.000 εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Ανατολίας. Η Ελληνική Κυβέρνηση υπολόγιζε ότι το πρώτο εξάμηνο του 1914 περίπου 15.572 οικογένειες (60.926 άτομα) απελάθηκαν στην Ελλάδα από την Ανατολική Θράκη (Y. Mourelos, «The 1914 Persecuttions» σελ. 391-392).
Κατά τις ίδιες πηγές περίπου 150.00 Έλληνες έφυγαν από την Ανατολία για την Ελλάδα στη διάρκεια του έτους (Lades, ό.π.) Η συντομογραφία ό.π. που συναντάτε, όσοι και όσες διαβάζετε βιβλία σημαίνει «όπου και προηγουμένως, αναφορά σε τίτλο βιβλίου που προαναφέρθηκε». Έκθεση του Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα Skinner στις 20/6/1930 αναφέρει ότι 150.000-220.000 Έλληνες μετανάστευσαν στην Ελλάδα πριν την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αριθμός μάλλον μικρός. Ο Henry Morgenthau πρέσβης των Η.Π.Α. στην Πύλη του 1914, στηριζόμενος σε εκθέσεις αλλοδαπών προξένων στη Σμύρνη γράφει ότι μόνο μεταξύ 28 Μαΐου και 12 Ιουνίου 1914 έφυγαν από την περιοχή 117.000 Έλληνες (ΝΑ/RG 59, 867.00/634, επιστολή Morgenthau προς ΥΠΕΞ Η.Π.Α., 16/7/1914).
Ο Θεοτοκάς, Έλληνας εκπρόσωπος του κοινού Ελληνοαρμενικού Γραφείου το οποίο εγκαταστάθηκε στο κτίριο της Διοίκησης των Βρετανικών Δυνάμεων Κατοχής στην Κων/πολη κατά την περίοδο της ανακωχής, αναφέρει ότι στα χρόνια του Α’ Π.Π. απελάθηκαν, μόνο από την Ανατολική Θράκη, 240.000 Έλληνες.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1919 η τουρκική εφημερίδα «Alemdar» αναδημοσίευσε άρθρα των ελληνικών εφημερίδων. Είχε δημοσιευτεί πρόσφατα, τότε, ένας μεγάλος τόμος στη χώρα μας με τίτλο «Οι συμφορές των Ελλήνων στην Τουρκία». Σύμφωνα με αυτόν, 274.614 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων: 274.614 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων: 116.438 ήταν από την Ανατολική Θράκη και οι υπόλοιποι από την Ανατολία. Στα χρόνια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου απελάθηκαν άλλοι 481.109: 129.727 από τη Θράκη και οι υπόλοιποι από την Ανατολία. Συνολικά, στα τελευταία 5 χρόνια ύπαρξης της ΕΕΠ απελάθηκαν 755.823 Έλληνες.
Το ίδιο το τουρκικό κοινοβούλιο υπολόγισε ότι μεταξύ 1913-1918 απελάθηκαν από την Ανατολική Θράκη 300.000- 500.000 Έλληνες. Ο Εσρέφ Κουστσούμπασι ισχυρίστηκε ότι μόνο το 1914, 1.150.000 Έλληνες εκδιώχθηκαν από τα παράλια του Αιγαίου! Τέλος, ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1919 υποστήριξε ότι 350.000 Έλληνες φονεύθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στη διάρκεια του Α΄Π.Π. και άλλοι 450.000 εκδιώχθηκαν στην Ελλάδα.
Το 1914, ο συνολικός πληθυσμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν 25 εκατομμύρια, από τους οποίους, περίπου 10 εκ. ήταν Τούρκοι, 6 εκ. Άραβες, 2.5 εκ. Αρμένιοι, 1,5 εκ. Έλληνες, 1,5 εκ. Κούρδοι και οι υπόλοιποι άλλων εθνικοτήτων. Να σημειώσουμε τέλος, ότι οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν (καθόλου περίεργο) Αλβανούς που γνώριζαν ελληνικά, για να πείσουν τους Έλληνες να μετακινηθούν, καθώς οι περισσότεροι δεν ήθελαν!(Αρχιμανδρίτης Αλέξανδρος Παπαδόπουλος, «Persecutions of the Greeks in Turkey», σελ. 83).
Προσποιούνταν ότι έρχονταν από την Ελλάδα και πίεζαν τους Έλληνες της Αν. Θράκης και της Δυτικής Ανατολίας, να φύγουν από τις πανάρχαιες εστίες τους…
Πηγές:
Τανέρ Άκσαμ, «ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΟΥΡΚΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ», ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ», 2020.
Heinz A. Richter, «Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ», Εκδόσεις ΓΚΟΒΟΣΤΗ, 2021