Advertisement

Πέθανε στα 97 του ο εμβληματικός Σαλονικιός Μοσέ Αελιόν, επιζών του Ολοκαυτώματος

Το 1943 τον έβαλαν σε ένα βαγόνι και από τη Θεσσαλονίκη τον έστειλαν στο Αουσβιτς. Επέζησε. Επί δεκαετίες δεν μιλούσε για τον εφιάλτη ούτε στους δικούς του. Ωσπου αποφάσισε να μιλήσει, για να μη συμβεί ποτέ ξανά κάτι τέτοιο στην ανθρωπότητα

629

Ως την τελευταία του πνοή μαχόταν ώστε να κρατηθεί ζωντανή η μνήμη του Ολοκαυτώματος προκειμένου να μην βιώσει ξανά η ανθρωπότητα μια τέτοια φρίκη –τον ίδιο τον είχαν βάλει σε ένα βαγόνι την άνοιξη του 1943 στη Θεσσαλονίκη με προορισμό το Αουσβιτς.

Ο Μοσέ Αελιόν, σαλονικιός επιζών του Ολοκαυτώματος, ένα σύμβολο της ζωής και της μνήμης, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 97 ετών. Ο Μοσέ Αελιόν που είχε γεννηθεί το 1925 στη Θεσσαλονίκη και στα 18 του εστάλη στο στρατόπεδο του θανάτου, ξεκίνησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μια νέα ζωή στο Ισραήλ με την οικογένειά του.

Advertisement

«Από χρόνια πιστεύω ότι είναι ουσιώδες να μην ξεχασθεί από την ανθρώπινη συνείδηση ποτέ τι συνέβη κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Γι’ αυτό αποφάσισα, όπως και πολλοί άλλοι διασωθέντες, να διηγούμαι, όσο ζω, όσα βίωσα», έλεγε, σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει πριν από χρόνια στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Στην Ελλάδα επέστρεψε για επίσκεψη μόλις το 1987, 44 ολόκληρα χρόνια αφότου είχε αρχίσει ο εφιάλτης του. Στο μεταξύ διάστημα ήταν απρόθυμος να μιλήσει για το Ολοκαύτωμα ακόμα και στον στενό οικογενειακό του κύκλο. Όταν, όμως, αποφάσισε τελικά να «σπάσει» το φράγμα της σιωπής, έδινε καθημερινές μάχες να μην σκεπάσει η σκόνη της λήθης τη μνήμη.

Το 2013 είχε έρθει στη γενέτειρά του, Θεσσαλονίκη, προκειμένου να βροντοφωνάξει «ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ» μαζί με όλους όσοι είχαν πάρει μέρος σε εκείνη την πρώτη πορεία μνήμης στην πόλη για τα θύματα του Ολοκαυτώματος. Επέστρεψε το 2018 δίνοντας και πάλι το «παρών» στο ετήσιο αυτό ραντεβού μνήμης, με βαθιά πίστη πως «η ανθρωπότητα πρέπει να ξέρει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί πάλι οπουδήποτε, γι’ αυτό και θα πρέπει να είναι αποφασισμένη να το αποφύγει με όλη της τη δύναμη, με κάθε τρόπο».

Πάντα στο πλευρό του είχε την κόρη του Ραχήλ, η οποία γνωστοποίησε, το πρωί της Τρίτης, την είδηση του θανάτου του, με ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Οπως ανέφερε το σχετικό τηλεγράφημα του ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο Μοσέ Αελιόν γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη την 25η Φεβρουαρίου 1925. Οι γονείς του, Ελί και Ραχήλ, και ο ίδιος μαζί με την κατά ενάμιση χρόνο μικρότερη αδελφή του Νίνα κατοικούσαν σε ένα σοκάκι της Θεσσαλονίκης, στο σπίτι του παππού του. Ήταν άγουρο παιδί ακόμα, όταν οι Γερμανοί μπήκαν στη Θεσσαλονίκη και ο φόβος άρχισε να κυριεύει την οικογένειά του καθώς είχαν ακούσει, από την αρχή του πολέμου, ότι οι Ναζί κακομεταχειρίζονταν τους Εβραίους τόσο στη Γερμανία όσο και στις περιοχές που κυρίευαν.

Τον Ιούλιο του 1942, όταν οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τους Εβραίους άνδρες της Θεσσαλονίκης (18-45 ετών) στην πλατεία Ελευθερίας, ο Μοσέ Αελιόν ήταν… τυχερός, αφού ήταν μισό χρόνο μακριά από το κατώφλι των 18 χρόνων. «Έπειτα από 2-3 ώρες αρχίσαμε να ακούμε ότι οι Γερμανοί τους έδερναν, δεν τους άφηναν να πιουν νερό, τους έκαναν “ασκήσεις”. Καταλάβαμε ότι κάτι νέο συμβαίνει. Και πραγματικά, έπειτα από μερικές μέρες, κάλεσαν πολλούς απ’ αυτούς και τους πήραν σε καταναγκαστικά έργα σε διάφορα μέρη της Ελλάδας», έλεγε και θυμόταν πως από τότε και για τους επόμενους δυο μήνες, οι εχθρικές προς τους Εβραίους ενέργειες διαδέχονταν η μία την άλλη. «Ορισαν πέντε περιοχές στην πόλη στις οποίες επιτρέπονταν να κατοικούν οι Εβραίοι (γκέτο), μας υποχρέωσαν να ράψουμε στο αριστερό μέρος των ρούχων μας ένα κίτρινο αστέρι, μας διέταξαν να σημαδέψουμε τα σπίτια και τα καταστήματά μας, απαγόρευσαν στους Εβραίους μαθητές να πάνε στα σχολεία, ανακοίνωσαν ότι θα μεταφέρουν τους Εβραίους στην Πολωνία…»

Ο εφιάλτης του Αουσβιτς

Στις 15 Μαρτίου του 1943 έφευγε το πρώτο τρένο θανάτου για τα στρατόπεδα των Ναζί. Ο Μοσέ Αελιόν και η οικογένειά του έμελλε να κάνουν το μακρύ ταξίδι τον επόμενο μήνα – ένα ταξίδι, κάθε λεπτό του οποίου ήταν πάντα ανεξίτηλα χαραγμένο στη μνήμη του.

«Εξι μέρες και έξι νύχτες ήμασταν κλεισμένοι μέσα στα βαγόνια, ώσπου φτάσαμε στον τελικό προορισμό. Η κατάσταση στα βαγόνια ήταν πολύ δύσκολη: στο βαγόνι μας ήμασταν περισσότεροι από 80 άνθρωποι. Το μόνο φως έμπαινε από δύο μικρά παράθυρα στις δύο άκρες του βαγονιού. Για αποχωρητήριο χρησίμευε ένα βαρέλι κομμένο στα δυο, δεν γινόταν διανομή φαγητού, κάθε 2-3 μέρες σταματούσε το τρένο σε κάποιον απομονωμένο σταθμό και μας άφηναν να κατεβούμε και να γεμίζουμε νερό. Τότε άδειαζαν το βαρέλι… Αν κάποιος πέθαινε, τον άφηναν έξω από το βαγόνι και υποχρέωναν την οικογένειά του να συνεχίσει το ταξίδι. Όλα αυτά δεν ήταν καλοί οιωνοί αλλά ελπίζαμε πως σύντομα θα περάσουν».

Τα άσχημα όχι μόνο δεν πέρασαν αλλά τα όσα βίωσαν στη συνέχεια είναι απ’ αυτά που δεν χωρά ο ανθρώπινος νους. Όταν κατά τα μεσάνυχτα της έκτης ημέρας έφτασαν στον τελικό σταθμό νόμιζαν ότι ήταν στην Κρακοβία, όπως τους είχαν πει. Όταν άρχισαν να βλέπουν τους ανθρώπους «με τα ρούχα με τις λωρίδες», όπως τους περιέγραφε, και να τους χωρίζουν βίαια σε ομάδες, κατάλαβε πως τα πράγματα ήταν διαφορετικά.

«Στην οικογένειά μας χωριστήκαμε, όπως μας διέταξαν. Ο θείος μου κι εγώ σε μια ομάδα, ο παππούς μου με τους γέρους και οι γυναίκες μαζί. Μόνο για την αδελφή μου, που ήταν ενάμιση χρόνο νεότερη από εμένα, ήμασταν διστακτικοί. Στο τέλος είπαμε να πάει με τις άλλες γυναίκες της οικογένειας, χωρίς να ξέρουμε ότι την καταδικάσαμε, με την απόφασή μας αυτή, σε άμεσο θάνατο», εξιστορούσε ο ίδιος ο Μοσέ Αελιόν. «Τις οικογένειές μας τις θανάτωσαν και τις έκαψαν τη νύχτα που φτάσαμε», του έλεγε δυο μήνες αργότερα ένας συμμαθητής του, που πριν από το Άουσβιτς, όπου και αντάμωσαν, είχε μείνει στο Μπιρκενάου.

Ο πατέρας του είχε πεθάνει το 1941, λίγες μέρες μετά την είσοδο των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη, και ο Μοσέ Αελιόν έχανε τότε την πολυαγαπημένη του μητέρα και την αδελφή του, η απώλεια της οποίας έμελλε να σημαδέψει τον ρου της ζωής του. Σαν σαράκι ο καημός, του έτρωγε τα σωθικά ώσπου ο θρήνος έγινε τραγούδι- ένα τραγούδι στα Λαντίνο (ισπανοεβραϊκά), με τίτλο «La Djovinika al Lager» (Η Κοπέλα στο Λάγκερ -στρατόπεδο), για την αδελφή του, «που άνθρωποι θηρία, στο Λάγκερ σαν τη ‘φέραν, την έκαψαν στις φλόγες».

Εκεί, μιλά για μια «όμορφη κοπέλα, κορούλα αγαπημένη/ που οι γονείς της είχαν, στα πούπουλα βαλμένη, την ντύναν με μετάξι, τη στόλιζαν χρυσάφι, μακριά την εκρατούσαν από κακό κι αγκάθι». Περιγράφει το δύσκολο ταξίδι με τα τρένα του θανάτου -«Οι Γερμανοί μια μέρα, απ΄ τη φωλιά την πήραν/ Με μάνα και πατέρα, στο λάγκερ την εσύραν/ Ημέρες, νύχτες έξι, τους κράτησαν κλεισμένους/ Σε σκοτεινά βαγόνια, και απομονωμένους»- αλλά και την τραγική της κατάληξη: «Μα σαν στο Μπιρκενάου, το λάγκερ του θανάτου/ Τη βάλαν, ένα δύο, η τύχη της αλλάχθει/ Χωρίς να καταλάβει, αυτά που της συμβαίνουν/ Γυμνή στο μπάνιο είναι, και την απολυμαίνουν/ Κραυγάζουν και τη δέρνουν, πρωί και μεσημέρι/ Το όνομά της τώρα, ο αριθμός στο χέρι».

Και μπορεί να αφιέρωσε μεγάλο μέρος της συγγραφικής του δραστηριότητας στα Λαντίνο, μετά την απελευθέρωση, αλλά στο Άουσβιτς δίδαξε ελληνικά σε έναν πολωνό κατάδικο, «πολύ σπουδαίο πρόσωπο, καλόγερο, που ήξερε και δίδασκε αρχαία ελληνικά και τα λατινικά». Στο νοσοκομείο όπου βρέθηκε για μια επέμβαση στο αυτί, γνώρισε αυτόν τον Πολωνό, ο οποίος του ζήτησε να του μάθει νέα ελληνικά. «Εδώ, στο Λάγκερ;», είχε απορήσει ο Μοσέ Αελιόν, αλλά ο Πολωνός διψούσε για μάθηση κι έτσι επί ενάμιση χρόνο συνεχίστηκαν τα μαθήματα, στο τέλος των οποίων του έδινε ένα κομμάτι ψωμί ή κάποιου άλλου είδους τροφή. Ένα τέτοιο κομμάτι ψωμί έδωσε και στον θείο του, στην προσπάθειά του να τον κρατήσει στη ζωή, καθώς εκείνος, όταν έμαθε ότι οι Ναζί είχαν θανατώσει τη γυναίκα και το παιδί του έπεσε σε κατάθλιψη, αλλά η προσπάθειά του ήταν μάταιη. Σε λίγο καιρό, ο νεαρός τότε Μοσέ είχε μείνει μόνος απ΄ όλη την οικογένεια…

Κατάφερε να βγει ζωντανός από την «πορεία θανάτου» που τους υποχρέωσαν οι Ναζί, στα τέλη Ιανουαρίου του 1945, πέρασε από το Μάουτχαουζεν και το Μελκ για να βρεθεί στο Έμπενζεε, εκεί όπου η κατάσταση ήταν τέτοια που «το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορούσε να φανταστεί χειρότερη» αλλά κι εκεί απ΄ όπου έμελλε, λίγο αργότερα, να απελευθερωθεί. Θυμόταν ως το τέλος της ζωής του εκείνη την ημέρα που «όλοι έτρεχαν στα τανκς και ήθελαν να τα αγγίξουν» και έτρεξε κι αυτός όπως μπορούσε… «Στην κεραία ενός τανκ βλέπω μια μικρή σημαία. Ένας από το πλήρωμα ήταν ελληνικής καταγωγής. Πολλοί Ελληνες συγκεντρωθήκαμε γύρω απ’ αυτό και σε μια στιγμή ακούστηκε αίφνης ο ελληνικός ύμνος. Αν και σε πολύ δύσκολη σωματική κατάσταση, ήμασταν ελεύθεροι!».

Οι «Ωδίνες Θανάτου» και ο επίλογος

Αυτές τις «Ωδίνες Θανάτου», που ένιωσε στο πετσί του, όταν περνούσε τις πύλες της κολάσεως του στρατοπέδου Άουσβιτς και όσα έζησε μeτά, τα κατέγραψε στο ομότιτλο βιβλίο του, μέσα στις σελίδες του οποίου «έκλεισε» το πιο οδυνηρό κομμάτι της ζωής του.

Στο βιβλίο του «Ωδίνες θανάτου», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», κατάφερε να συνοψίσει τη ζωή του στα στρατόπεδα και μετέπειτα, με τη βοήθεια ενός ημερολογίου που άρχισε να κρατάει 4,5 μήνες μετά την απελευθέρωσή του.

Ο επίλογος για τον Μοσέ Αελιόν θα γραφτεί, αύριο (Τετάρτη 2/11), στις 14:00, στο νεκροταφείο της Χολόν.

 

 

 

 

Πηγή Protagon
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο