Πώς χάνονται οι περιουσίες…
ΠΡΙΝ μερικά χρόνια είχαμε πάλι εδώ ένα πρωτοσέλιδο για μία «πατέντα» στην οποία μετείχαν εντόπιοι και αλλοδαποί, κυρίως οικονομικοί μετανάστες, που είχαν στήσει «βιομηχανία» καταπατήσεων σε χωριό στα Βόρεια των Κυθήρων με την οποία καταπατούσαν περιουσιακά στοιχεία απόντων, κυρίως στο εξωτερικό, με τη μέθοδο της χρησικτησίας.
Η μέθοδος αυτή είναι νόμιμη υπό προϋποθέσεις, που ορίζει ο Νόμος και αυτοί που μηχανεύτηκαν την πατέντα δρούσαν με τον εξής απλό τρόπο, ώστε να μην γίνουν αντιληπτοί. Ο ντόπιος εντόπιζε ιδιοκτησίες που είχαν εγκαταλειφθεί, είτε λόγω μακρόχρονης απουσίας, είτε λόγω αδιαφορίας, ή έλλειψης κληρονόμων. Άλλος «ειδικός» της παρέας εντόπιζε υποψήφιους αγοραστές, μάρτυρες βρίσκονταν σχετικά εύκολα με διαφόρους τρόπους και οι περιουσίες αυτές άλλαζαν χέρια με τρόπο που ο μόνος που θα μπορούσε να αντιδράσει ήταν ο νόμιμος ιδιοκτήτης, που συνήθως έλειπε ή απλά δεν υπήρχε. Τώρα με το κτηματολόγιο η φάμπρικα αυτή επανήλθε στο προσκήνιο πανελλαδικά, όπως απεκάλυψε πρόσφατο δημοσίευμα στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (Πρ. Γιόγιακας, 27/11/23). Διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «Κατά τον πρόεδρο της ΠΟΜΙΔΑ Στράτο Παραδιά, «η καταπάτηση των επαρχιακών ιδιοκτησιών που ανήκουν σε κατοίκους των πόλεων είναι ενδημικό πρόβλημα της ελληνικής κοινωνίας». Όπως λέει «αυτές γίνονταν πάντοτε, συνήθως από συγγενείς ή γείτονες που γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα, η κατάσταση όμως ξέφυγε εντελώς με την ευκαιρία της σύνταξης του Κτηματολογίου, όπου πάμπολλες περιουσίες δηλώθηκαν από τους ντόπιους ως δικές τους. Οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν ότι η δήλωση ακινήτου στο Κτηματολόγιο κατοχυρώνει την περιουσία, δεν την προστατεύει από την καταπάτησή της, και την απώλειά της λόγω χρησικτησίας γι’ αυτό και οι ιδιοκτήτες πρέπει πάντοτε να έχουν τον νου τους στο πρόβλημα αυτό».
Κατά την εφημερίδα οι ιδιοκτήτες ιδίως αγροτικών ακινήτων πρέπει να κάνουν μία σειρά κινήσεων, περίληψη των οποίων παραθέτουμε, αφού προτάξουμε ότι πρώτ΄ απ΄ όλα ότι πρέπει να ξεκινήσει κανείς από ένα δικηγόρο που θα είναι καλλίτερο, λέμε εμείς, να γνωρίζει τον τόπο και έναν μηχανικό. Πρώτα -πρώτα το καλλίτερο είναι να δείχνει ενδιαφέρον ο κάθε ιδιοκτήτης για την περιουσία του, να την επιβλέπει ή ο ίδιος ή μέσω αντιπροσώπου και να προλάβει το κακό. Γιατί αυτό, όταν επέλθει, τότε η συνήθης διαδικασία είναι το δικαστήριο και ακολουθούν έξοδα, ταλαιπωρία χρόνων και ψυχική ταλαιπωρία, τα οποία όλα προσμετρώνται. Εκείνο, που πρέπει να επαναλάβουμε, ειδικά για τον τόπο μας, είναι ότι έχουμε το χαμηλότερο πανελλαδικά ποσοστό δηλώσεων κτηματολογίου και τους λόγους τους έχουμε αναφέρει. Αυτό όμως δεν αλλάζει την κατάσταση, καθώς λίγοι προσήλθαν τελευταία για δήλωση παρά τις παρατάσεις και το κακό είναι ότι περιουσίες των οικογενειών στο νησί με πολλές δεκαετίες ή και εκατονταετίες στις ίδιες οικογένειες, βρίσκονται ξαφνικά στα χέρια τρίτων με τον τρόπο που είπαμε στην αρχή. Κι αν μεν δεν υπάρχουν απόγονοι, ίσως να είναι μοιραίο. Αν όμως υπάρχουν και αδιαφορούν, αυτό οδηγεί στην αλλοτρίωση της πατρικής περιουσίας, κάτι που είναι κοινωνικό πρόβλημα. Στην περίπτωση τώρα, που κάποιος βρει ξαφνικά μέσα σε κτήμα του ένα ολόκληρο …σπίτι, τότε η μόνη οδός είναι η δικαστική, που συνήθως καταλήγει σε μία αποζημίωση στην περίπτωση που ο τρίτος κάτοχος είναι καλής πίστης και αγνοούσε αν η μεταβίβαση είχε πρόβλημα, με τίμημα που καθορίζει το δικαστήριο. Αν κάποιος διαπιστώσει ότι καταπατήθηκε εκουσίως ή ακουσίως ιδιοκτησία του, των δικαστικών ενεργειών μπορεί να προηγηθεί εξώδικο στον καταπατητή μήπως και βρεθεί συμβιβασμός, κάτι που συνήθως εξαρτάται από την αξία της γης ή του κτίσματος. Τέλος, αν μέρος περιουσίας έχει καταπατηθεί η μόνη οδός είναι η δικαστική.
Εν κατακλείδι. Όσοι έχουν περιουσίες και έχουν αδιαφορήσει ας φροντίσουν έστω και τώρα να τις δηλώσουν κι αν τις βρουν καταπατημένες, ας τις διεκδικήσουν. Είναι κρίμα, αν ένα μεγάλο τμήμα από το σχεδόν 80% των αδήλωτων περιουσιακών δικαιωμάτων στο νησί καταλήξει σε επιτήδειους με τις μεθόδους που περιγράψαμε και εξ αιτίας της αδιαφορίας των πραγματικών κατόχων, κληρονόμων ή δικαιούχων. Ας πούμε ότι κάνουμε έτσι ένα «μνημόσυνο» σε όλους εκείνους που ίδρωσαν πάνω σε όσα εμείς σήμερα περιφρονούμε ή δεν δείχνουμε το πρέπον ενδιαφέρον.
Δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ στο φύλλο Ιανουαρίου 2024