Advertisement

Τα ασβεστοκάμινα

Γράφουν ο Ε.Π.Καλλίγερος και ο Μαν. Ι. Κασιμάτης

2.261

Γράφαμε στο προηγούμενο φύλ­λο μας για την προσπάθεια του Δή­μου να αναδείξει ένα από τα παλιά ασβεστοκάμινα, από τα πολλά που σώ­ζονται σ’ όλο το νησί και τα οποία οι νεότεροι αγνοούν σε τι χρησίμευαν.

Τώρα, που το τσιμέντο έχει αντικατα­στήσει τις πετροκατασκευές και ο α­σβέστης έρχεται έτοιμος από μεγά­λες εταιρείες στο κέντρο, χάνονται σιγά-σιγά και οι μνήμες από τα ασβεστοκάμινα, τα οποία ήταν το πλέον α­παραίτητο είδος για την οικοδομική δραστηριότητα στο νησί μέχρι και τη δεκαετία του 1950.

Ένα ασβεστοκάμινο στα Δόκανα, ακριβώς δίπλα στον κεντρικό δρόμο, όπως ήταν μετά το κάψιμο και την αφαίρεση του ασβέστη και δίπλα όπως έγινε μετά την αποκατάστασή του από το Δήμο πριν μία δεκαετία περίπου. Η πρωτοβουλία του Δήμου Κυθήρων τότε για διάσωση και αποκατάσταση μέσων παραγωγής του παρελθόντος ήταν πολύ σωστή, αλλά δεν δόθηκε συνέχεια. Μάλιστα εδώ η αποκατάσταση έγινε χωρίς να ληφθούν υπ´ όψιν όλα τα στοιχεία για την κατασκευή των καμινιών, καίτοι υπάρχουν ακόμη εν ζωή καμινάδες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν σε μία, όσο το δυνατόν πλέον πιστή αποκατάσταση καμινιών, όπως κατασκευάζονταν παλαιότερα. Το πρόγραμμα, πάντως αποκατάστασης χώρων παραδοσιακής παραγωγής πρέπει να ενταχθεί στον ετήσιο προγραμματισμό του Δήμου, καθώς αποτελεί μέρος του πολιτισμού του τόπου που δεν είναι σωστό να χαθεί.

Ήταν μάλιστα και μία από τις πλέον βαριές κι επίπονες εργασίες, τις οποίες ανελάμβαναν ει­δικοί καμινάδες, χωρίς όμως να απο­κλείονται και άπειροι, οι οποίοι έκα­ναν καμίνια για να κερδίσουν λίγα χρήματα ή να κάνουν τα σπίτια τους. Συνήθως τις εργασίες αυτές τις έκα­ναν μικροί συνεταιρισμοί 2-5 ατόμων, οι οποίοι μοιράζονταν τους ρόλους και τα έξοδα, και μοίραζαν τα κέρδη από την πώληση του ασβέστη. Ελάχι­στοι από αυτούς ζουν στις μέρες μας και μπορούν να περιγράψουν τον κό­πο για να κόβουν ξύλα και να φτιά­χνουν ντεστέδες που θα χρησίμευαν για το κάψιμο, αργότερα, του καμινι­ού.

Στην Κατοχή ήταν συνηθισμένο να γίνονται αρκετά καμίνια κάθε χρό­νο, λόγω της αύξησης του πληθυ­σμού και της οικοδομικής δραστηριότητος. Παράλληλα, υπήρξε ζήτηση και από τις αρχές κατοχής, αλλά αυ­τό ήταν ο φόβος και ο τρόμος των κα­μινάδων, καθώς αυτές δεν πλήρω­ναν, φυσικά, τον ασβέστη.

Αναφέρε­ται ότι ένας καμινάς, που του ζητήθηκε από τους Ιταλούς στη Χώρα να­ πάει πολλές οκάδες ασβέστη, τους έβαλε πάνω-πάνω βολάρι και γέμισε τα σακιά με σκόνη. Οι Ιταλοί βγήκαν έξω από το χώρο στον οποίο τον άδειαζαν για να προστατευθούν από τη σκόνη, αλλά ο τολμηρός καμι­νάς ακόμη κρύβεται για να μην τον ε­ντοπίσουν!

Και μία ακόμη ενδιαφέ­ρουσα πληροφορία. Φαίνεται ότι οι Κυθήριοι καμινάδες είχαν ξεχωριστή φήμη, ειδικά κατά το 19ο αι., αφού α­ναφέρεται ότι στην Κρήτη καλούσαν πάντα Τσιριγώτες για να κάνουν καλά καμίνια, η δε Κυθηραϊική παροικία στα Χωραφάκια, στην οποία έχουμε αναφερθεί δύο φορές, συμπεριελάμβανε πολλούς καμινάδες από Δρυμώνα, Πιτσινιάνικα και άλλα χωριά, πολ­λοί από τους οποίους παντρεύτηκαν κι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Κρή­τη, όπου ανιχνεύονται ακόμα απόγο­νοί τους.

Μουδάρι 1992
Στραπόδι 1992

[Δύο καμίνια ασβέστη ή για την ακρίβεια ότι απέμεινε από αυτά από δύο εκ διαμέτρου αντίθετα σημεία του νησιού. Η ομοιότητα των μεθόδων κατασκευής είναι προφανής. Το πρώτο είναι παλαιό ασβεστοκάμινο από το Μουδάρι, έξω από τον Καραβά και το δεύτερο από το Στραπόδι.]

Για τη διαδικασία του καμινιού, αλλά, κυρίως, για τη διάσωση του λε­ξιλογίου της εργασίας, το οποίο έχει ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον, αλλά και για να μάθουν όσοι νέοι διερωτώνται τι είναι αυτές οι άσπρες τρύπες στα βουνά, απευθυνθήκαμε στη ζωηρή μνήμη του τ. Έπαρχου Κυ­θήρων κ. Μ. Κασιμάτη, ο οποίος, με τη συνδρομή του παλαιού καμινά,  Κ. Κομηνού από το Πούρκο μάς έδω­σε πολύτιμες πληροφορίες για τα κα­μίνια και το λεξιλόγιο των καμινάδων και των εργαλείων τους.

Μία σπάνια φωτογραφία από κάψιμο καμινιού στη θέση Σκληρή στο Λειβάδι με μερικούς από τους εργάτες που δούλευαν ως καμινάδες (Αρχ. εφημερίδας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ)
ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΑΣΒΕΣΤΟΚΑΜΙΝΟΥ

Καζάνι: ο πάτος του καμινιού

Θόλος: η στέγη του καμινιού

Κλειδί: η πέτρα που τοποθετείται στο κέντρο του θόλου και τον κλει­δώνει

Γομάρι: το φορτίο πέτρας που εί­ναι πάνω στο Θόλο και ο Θόλος, που θα γίνουν ασβέστης.

Νταγιαμάς: ο τοίχος που χτίζεται έξω από το Γομάρι. Ανάμεσά τους δημιουργείται κενό 50 εκ. περίπου, το οποίο γεμίζει με χώμα για να κρατά την πυρά και να ψήνεται η πέτρα.

Κουκούλα: σωροί χαλίκια που τοποθετούνται πάνω από το Γομάρι για να κλείνουν οι μεγάλες τρύπες, αλλά να αφήνουν κενά ώστε να φεύ­γει ο καπνός και να μένει η πυρά μέ­σα.

Πορίτες: μεγάλες πέτρες τοποθε­τημένες κάθετα στην είσοδο (πόρο) του καμινιού.

Μάγουλα: μεγάλες πέτρες πάνω από τους πορίτες, συγκλίνουσες, για το κλείδωμα του πόρου.

Πόρος: είσοδος. Από αυτόν έρι­χναν τα ξύλα προς καύση.

Τσατάλι: διχαλωτό σιδερένιο ερ­γαλείο για να σπρώχνει τα ξύλα μέσα στο καμίνι.

Ντεστές: κλαδιά και φρύγανα, που γίνονταν σωρός και τα πλάκωναν με μεγάλες πέτρες για να στοιβάζο­νται. Είχε μέγεθος ενός κυβικού μέ­τρου περίπου.

Τσίτα: το ξύλινο εργαλείο (είδος σούβλας) που καρφώνει στη μέση το Ντεστέ για να τον σηκώσουν στον ώ­μο για μεταφορά.

Βολάρι: το επάνω μέρος του α­σβέστη, που το αποτελούσαν οι κα­μένες πέτρες, όπως έμεναν μετά την καύση.

Σκόνη: το κάτω μέρος του ασβέ­στη, όπως έμενε στον πάτο του καμι­νιού

ΚΑΨΙΜΟ

Για ένα καμίνι μεσαίου μεγέθους χρειάζονταν 6 «κομμάτια» χρόνου. Δη­λαδή, μία μέρα αποτελούσε ένα κομ­μάτι και μία νύχτα ένα άλλο. Έξι κομ­μάτια ήταν επομένως τρία μερόνυχτα συνεχούς καύσης. Προς το τέλος της καύσης, στο τελευταίο «κομμάτι», γι­νόταν εντατικό τάϊσμα της φωτιάς για να συντηρείται η πυρά και να μην «κό­ψει» το καμίνι, κάτι που σήμαινε κατα­στροφή του συνόλου της προσπάθει­ας. Για την τροφοδοσία με τα ξύλα ερ­γάζονταν δύο άνθρωποι. Ο ένας εξετσίταζε και ο άλλος σούβλιζε. Ο ντεστές αποτελείτο στο κάτω του μέρος από ασπαλάθους και στο επάνω με θρίμπη ή ό,τι άλλο φρύγανο υπήρχε δια­θέσιμο. (Να γιατί οι ασπάλαθοι τότε δεν είχαν κατακυριεύσει το νησί και δεν ετύγχαναν φυσικά και της προστα­σίας που απολαμβάνουν σήμερα!)

Όταν τελείωνε η καύση, όλο το Γομάρι κατέβαινε σιγά-σιγά μόνο του και «καθόταν» στον πάτο, (Καζάνι) του καμινιού.

Η τιμή του ασβέστη εποίκιλε και μέσα στο νησί. Στα χωριά γενικά δεν ξεπερνούσε τα 30-40 λεπτά η οκά, ε­νώ στον Ποταμό ήταν υψηλότερη και έφθανε τα 80 λεπτά.

Το σύνηθες μέγεθος ενός καμινι­ού ήταν περίπου 8.000 οκάδες και χρειαζόταν 400 ντεστέδες για να καεί. Το καμίνι που έγινε ειδικά για το χτίσιμο του Γυμνασίου Κυθήρων (1923) ήταν πολύ μεγάλο, 1000 ντεστέδων και 20.000 οκάδων ασβέστη.

Εννοείται ότι για να γίνουν ασβέ­στης οι πέτρες ήταν απαραίτητο να ε­πιλέγονται κατάλληλες πέτρες από ασβεστολιθικά πετρώματα, τα οποία είναι άφθονα και κυριαρχούν στην κυθηραϊκή γη.

Δημοσιεύθηκε στο φ. 242 της έντυπης έκδοσης, Δεκέμβριος 2009.

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο