Γράφαμε στο προηγούμενο φύλλο μας για την προσπάθεια του Δήμου να αναδείξει ένα από τα παλιά ασβεστοκάμινα, από τα πολλά που σώζονται σ’ όλο το νησί και τα οποία οι νεότεροι αγνοούν σε τι χρησίμευαν.
Τώρα, που το τσιμέντο έχει αντικαταστήσει τις πετροκατασκευές και ο ασβέστης έρχεται έτοιμος από μεγάλες εταιρείες στο κέντρο, χάνονται σιγά-σιγά και οι μνήμες από τα ασβεστοκάμινα, τα οποία ήταν το πλέον απαραίτητο είδος για την οικοδομική δραστηριότητα στο νησί μέχρι και τη δεκαετία του 1950.
Ήταν μάλιστα και μία από τις πλέον βαριές κι επίπονες εργασίες, τις οποίες ανελάμβαναν ειδικοί καμινάδες, χωρίς όμως να αποκλείονται και άπειροι, οι οποίοι έκαναν καμίνια για να κερδίσουν λίγα χρήματα ή να κάνουν τα σπίτια τους. Συνήθως τις εργασίες αυτές τις έκαναν μικροί συνεταιρισμοί 2-5 ατόμων, οι οποίοι μοιράζονταν τους ρόλους και τα έξοδα, και μοίραζαν τα κέρδη από την πώληση του ασβέστη. Ελάχιστοι από αυτούς ζουν στις μέρες μας και μπορούν να περιγράψουν τον κόπο για να κόβουν ξύλα και να φτιάχνουν ντεστέδες που θα χρησίμευαν για το κάψιμο, αργότερα, του καμινιού.
Στην Κατοχή ήταν συνηθισμένο να γίνονται αρκετά καμίνια κάθε χρόνο, λόγω της αύξησης του πληθυσμού και της οικοδομικής δραστηριότητος. Παράλληλα, υπήρξε ζήτηση και από τις αρχές κατοχής, αλλά αυτό ήταν ο φόβος και ο τρόμος των καμινάδων, καθώς αυτές δεν πλήρωναν, φυσικά, τον ασβέστη.
Αναφέρεται ότι ένας καμινάς, που του ζητήθηκε από τους Ιταλούς στη Χώρα να πάει πολλές οκάδες ασβέστη, τους έβαλε πάνω-πάνω βολάρι και γέμισε τα σακιά με σκόνη. Οι Ιταλοί βγήκαν έξω από το χώρο στον οποίο τον άδειαζαν για να προστατευθούν από τη σκόνη, αλλά ο τολμηρός καμινάς ακόμη κρύβεται για να μην τον εντοπίσουν!
Και μία ακόμη ενδιαφέρουσα πληροφορία. Φαίνεται ότι οι Κυθήριοι καμινάδες είχαν ξεχωριστή φήμη, ειδικά κατά το 19ο αι., αφού αναφέρεται ότι στην Κρήτη καλούσαν πάντα Τσιριγώτες για να κάνουν καλά καμίνια, η δε Κυθηραϊική παροικία στα Χωραφάκια, στην οποία έχουμε αναφερθεί δύο φορές, συμπεριελάμβανε πολλούς καμινάδες από Δρυμώνα, Πιτσινιάνικα και άλλα χωριά, πολλοί από τους οποίους παντρεύτηκαν κι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Κρήτη, όπου ανιχνεύονται ακόμα απόγονοί τους.
[Δύο καμίνια ασβέστη ή για την ακρίβεια ότι απέμεινε από αυτά από δύο εκ διαμέτρου αντίθετα σημεία του νησιού. Η ομοιότητα των μεθόδων κατασκευής είναι προφανής. Το πρώτο είναι παλαιό ασβεστοκάμινο από το Μουδάρι, έξω από τον Καραβά και το δεύτερο από το Στραπόδι.]
Για τη διαδικασία του καμινιού, αλλά, κυρίως, για τη διάσωση του λεξιλογίου της εργασίας, το οποίο έχει ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον, αλλά και για να μάθουν όσοι νέοι διερωτώνται τι είναι αυτές οι άσπρες τρύπες στα βουνά, απευθυνθήκαμε στη ζωηρή μνήμη του τ. Έπαρχου Κυθήρων κ. Μ. Κασιμάτη, ο οποίος, με τη συνδρομή του παλαιού καμινά, Κ. Κομηνού από το Πούρκο μάς έδωσε πολύτιμες πληροφορίες για τα καμίνια και το λεξιλόγιο των καμινάδων και των εργαλείων τους.
ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΑΣΒΕΣΤΟΚΑΜΙΝΟΥ
Καζάνι: ο πάτος του καμινιού
Θόλος: η στέγη του καμινιού
Κλειδί: η πέτρα που τοποθετείται στο κέντρο του θόλου και τον κλειδώνει
Γομάρι: το φορτίο πέτρας που είναι πάνω στο Θόλο και ο Θόλος, που θα γίνουν ασβέστης.
Νταγιαμάς: ο τοίχος που χτίζεται έξω από το Γομάρι. Ανάμεσά τους δημιουργείται κενό 50 εκ. περίπου, το οποίο γεμίζει με χώμα για να κρατά την πυρά και να ψήνεται η πέτρα.
Κουκούλα: σωροί χαλίκια που τοποθετούνται πάνω από το Γομάρι για να κλείνουν οι μεγάλες τρύπες, αλλά να αφήνουν κενά ώστε να φεύγει ο καπνός και να μένει η πυρά μέσα.
Πορίτες: μεγάλες πέτρες τοποθετημένες κάθετα στην είσοδο (πόρο) του καμινιού.
Μάγουλα: μεγάλες πέτρες πάνω από τους πορίτες, συγκλίνουσες, για το κλείδωμα του πόρου.
Πόρος: είσοδος. Από αυτόν έριχναν τα ξύλα προς καύση.
Τσατάλι: διχαλωτό σιδερένιο εργαλείο για να σπρώχνει τα ξύλα μέσα στο καμίνι.
Ντεστές: κλαδιά και φρύγανα, που γίνονταν σωρός και τα πλάκωναν με μεγάλες πέτρες για να στοιβάζονται. Είχε μέγεθος ενός κυβικού μέτρου περίπου.
Τσίτα: το ξύλινο εργαλείο (είδος σούβλας) που καρφώνει στη μέση το Ντεστέ για να τον σηκώσουν στον ώμο για μεταφορά.
Βολάρι: το επάνω μέρος του ασβέστη, που το αποτελούσαν οι καμένες πέτρες, όπως έμεναν μετά την καύση.
Σκόνη: το κάτω μέρος του ασβέστη, όπως έμενε στον πάτο του καμινιού
ΚΑΨΙΜΟ
Για ένα καμίνι μεσαίου μεγέθους χρειάζονταν 6 «κομμάτια» χρόνου. Δηλαδή, μία μέρα αποτελούσε ένα κομμάτι και μία νύχτα ένα άλλο. Έξι κομμάτια ήταν επομένως τρία μερόνυχτα συνεχούς καύσης. Προς το τέλος της καύσης, στο τελευταίο «κομμάτι», γινόταν εντατικό τάϊσμα της φωτιάς για να συντηρείται η πυρά και να μην «κόψει» το καμίνι, κάτι που σήμαινε καταστροφή του συνόλου της προσπάθειας. Για την τροφοδοσία με τα ξύλα εργάζονταν δύο άνθρωποι. Ο ένας εξετσίταζε και ο άλλος σούβλιζε. Ο ντεστές αποτελείτο στο κάτω του μέρος από ασπαλάθους και στο επάνω με θρίμπη ή ό,τι άλλο φρύγανο υπήρχε διαθέσιμο. (Να γιατί οι ασπάλαθοι τότε δεν είχαν κατακυριεύσει το νησί και δεν ετύγχαναν φυσικά και της προστασίας που απολαμβάνουν σήμερα!)
Όταν τελείωνε η καύση, όλο το Γομάρι κατέβαινε σιγά-σιγά μόνο του και «καθόταν» στον πάτο, (Καζάνι) του καμινιού.
Η τιμή του ασβέστη εποίκιλε και μέσα στο νησί. Στα χωριά γενικά δεν ξεπερνούσε τα 30-40 λεπτά η οκά, ενώ στον Ποταμό ήταν υψηλότερη και έφθανε τα 80 λεπτά.
Το σύνηθες μέγεθος ενός καμινιού ήταν περίπου 8.000 οκάδες και χρειαζόταν 400 ντεστέδες για να καεί. Το καμίνι που έγινε ειδικά για το χτίσιμο του Γυμνασίου Κυθήρων (1923) ήταν πολύ μεγάλο, 1000 ντεστέδων και 20.000 οκάδων ασβέστη.
Εννοείται ότι για να γίνουν ασβέστης οι πέτρες ήταν απαραίτητο να επιλέγονται κατάλληλες πέτρες από ασβεστολιθικά πετρώματα, τα οποία είναι άφθονα και κυριαρχούν στην κυθηραϊκή γη.
Δημοσιεύθηκε στο φ. 242 της έντυπης έκδοσης, Δεκέμβριος 2009.