Advertisement

Τα μέτρα που δεν θα πάρουμε…

Η καταστροφή είναι ανυπολόγιστη. Το επίπεδο ζωής πέφτει δραματικά για εκατομμύρια πολίτες στην Αττική και σε όλη τη χώρα. Οι πληγές που άνοιξαν θα αργήσουν να κλείσουν. Και αυτά που πραγματικά πρέπει να γίνουν και να κάνουμε, δεν τολμούμε καν να τα σκεφτούμε… /Στέλιος Σοφιανός

421

5ºC. Πέντε βαθμούς της κλίμακας Κελσίου. Τόσο «έπεφτε» το θερμόμετρο του αυτοκινήτου από την Αθήνα έως το Κρυονέρι. Χειμώνα – καλοκαίρι. Στους 42ºC της Αθήνας είχαμε 37ºC, στους 30ºC εμείς 25ºC και πάει λέγοντας. Τα κλιματιστικά ήταν σπάνια εδώ. «Αναβαν» κυρίως για να ζεστάνουν. Σε μόλις 400 μέτρα υψόμετρο από την επιφάνεια της θάλασσας, με 360º δάση και πράσινο να την περικλείουν και με τον ήλιο να τη «χτυπάει» από το ξημέρωμα έως τη Δύση, η περιοχή δεν ήταν μόνο πιο δροσερή. Είχε «καλύτερη» υγρασία, είχε το δικό της μικροκλίμα, που απολαμβάναμε οι κάτοικοι και οι επισκέπτες. Και είχε μια υπέροχη διαδρομή προς την Πάρνηθα και τα πρώην βασιλικά κτήματα (πρώην βασιλικά και πρώην κτήματα πια)…

Γράφω στον αόριστο. Γιατί εδώ και λίγες ημέρες δεν ισχύει τίποτα από αυτά. Το διαπιστώνεις καθώς πλησιάζεις από την Εθνική Οδό, από την Αθήνα. Ολα αυτά τα χρόνια, κάθε φορά που το έκανα υπό το το φως της ημέρας, το μάτι μου έπεφτε ασυναίσθητα στο παχύ πράσινο στρώμα, που ξεκινούσε από τη Γέφυρα της Βαρυμπόμπης και έφτανε όπου το μάτι σου, ψηλά στην Πάρνηθα και πέρα από το χωριό μας. Ηρεμιστικό. Σήμερα το πράσινο έχει γίνει μαύρο και σταχτί.

Advertisement

Φτάνεις στο σπίτι (που, παρεμπιπτόντως δεν είναι στα όρια του οικισμού, αλλά «εσωτερικά» και παρ’ όλα αυτά το «έγλειψε» η φωτιά). Ανεβαίνεις ψηλά. Kαι εκεί που είχες μια υπέροχη θέα προς τη φύση, προς την πόλη, ακόμη και προς τον Σαρωνικό, όταν η ατμόσφαιρα στην Αθήνα ήταν καθαρή, τώρα έχεις τη μαυρίλα. Ολο αυτό το πράσινο δεν υπάρχει πια. Ούτε στη Βαρυμπόμπη ούτε στο Τατόι, ούτε προς τον Αγιο Στέφανο ούτε προς Δροσοπηγή, Πολυδένδρι, Καπανδρίτι, ούτε προς… πουθενά.

Ψέματα. Το μόνο πράσινο που έχει απομείνει και μπορείς να δεις είναι απέναντι, στον Διόνυσο και την Εκάλη. Αλλά είναι λίγο. Πολύ λίγο. Το καταλαβαίνουν και όσοι διαμένουν εκεί, έχοντας πλέον «θέα» το μαύρο παντού όπου κοιτάνε. «Το ερώτημα δεν είναι αν θα καεί και εδώ. Αλλά πότε θα καεί», έλεγε πρόσφατα ένας φίλος από τον Διόνυσο. Αλλος, πιο βόρεια από εμάς, που είδε το σπίτι του να καψαλίζεται, απαγορεύει στον εαυτό του να στεναχωρηθεί για τις δικές του ζημιές. «Είναι τόσο μεγάλη η καταστροφή στη φύση, που δεν με νοιάζει τι θα απογίνει το δικό μου», έλεγε ενώ έβλεπε τη φωτιά να πλησιάζει…

Απελπίζεσαι. Τι θα αναπνέουμε, αναρωτιέσαι. Πώς και τι θα αναπνέουν τα παιδιά μας τα επόμενα χρόνια; Οι γέροντες; Οι άνθρωποι που είχαν μετοικήσει εδώ για λόγους (καλύτερης) υγείας; Τα ζώα, κατοικίδια και, κυρίως, άγρια; Μισό: υπάρχουν πια άγρια ζώα, πτηνά, ερπετά, θηλαστικά, αμφίβια και έντομα; Χωρίς δάσος για πολλά χιλιόμετρα τριγύρω, πού και πώς θα ζήσουν όσα, λίγα αναμφίβολα, επιβίωσαν;

Και εκεί κάτω στην πόλη; Ολοι αυτοί που ζουν στους +5ºC και περιμένουν το βοριαδάκι ή μια βροχή για να μην καίνε τα τσιμέντα, τι θα απογίνουν; Πού θα φτάσουν οι θερμοκρασίες τα επόμενα καλοκαίρια; Πού θα σταματάνε τα νερά από τις νεροποντές τον χειμώνα και κάθε εποχή; Πόσο πιο «σκληρό» θα είναι το κρύο; Πώς θα ζήσουμε τους επόμενους μήνες, χρόνια, δεκαετίες; Πού θα ζήσουμε; Μπορεί κανείς να απαντήσει;

Ο,τι κάηκε ήταν το φυσικό φίλτρο μιας περιοχής όπου ζει η μισή σχεδόν Ελλάδα. Δεν ήταν μόνο «δικό μας». Και η καταστροφή δεν είναι μόνο «δική μας». Οπως και η τραγωδία της Εύβοιας, ο όλεθρος στην Πελοπόννησο, η άλλη «μισή Ελλάδα» που κάηκε ή καίγεται, αφορούν όλους μας. Είτε τις αισθανόμαστε τώρα είτε όχι, αφήνουν σε όλους μας ανοιχτές πληγές που θα αργήσουν να κλείσουν. Οχι μόνο οικονομικές, περιουσιακές, από αυτές που τα σημερινά ή αυριανά μέτρα θα προσπαθήσουν να ανακουφίσουν ή να διασκεδάσουν. Αλλά και ψυχικές πληγές. Και σωματικές, αφού όταν το περιβάλλον καταστρέφεται, η υγεία επιβαρύνεται συνολικά.

Η ζωή βεβαίως θα συνεχιστεί. Αλλά δεν θα είναι ίδια. Ειδικά στην Αττική, το επίπεδο διαβίωσης πέφτει πια δραματικά. Για την ακρίβεια, δεν είναι πια θέμα διαβίωσης, αλλά επιβίωσης. Και σε αυτές τις συνθήκες, δεν έχει νόημα να τσακωνόμαστε για τα όποια μέτρα προτείνει ή αποφασίζει ο καθένας. Γιατί φοβάμαι πως αυτά που πραγματικά πρέπει να γίνουν και να κάνουμε, δεν τα έχουμε καν σκεφτεί ακόμη. Ούτε ως πολιτεία ούτε ως πολίτες. Ή, και αν τα σκεφτήκαμε, δεν τολμούμε να τα πούμε. Ούτε να τα γράψουμε.

 

 

Πηγή protagon
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο