Advertisement

«Τα Ταξίδια μας στα Κύθηρα», Ευθύμιος Γαζής, (Απόσπασμα: Σελ. 71 – 122)

Ευθύμιος Γαζής / Efthymios Gazis, «Τα Ταξίδια μας στα Κύθηρα/ Ta Taxidia mas sta Kythira» - ISBN: 9783734783913 - (Απόσπασμα: Σελ. 71 – 122) Διάθεση διεθνώς:  Έντυπο ή e-Book μ. α.  Amazon, BoD-Books on Demand (Αναζήτηση Διαδ.: ISBN, Τίτλος, Όν. Συγγρ. με λατινικά στοιχ.)

1.713

Τα ταξίδια στα Κύθηρα τα χρόνια μετά την Κατοχή και τον εμφύλιο

Το κείμενο που μας άρεσε πολύ και θα θέλαμε να διαβάσετε όσοι συγκινείστε με ανάλογα θέματα δεν είναι τίποτα άλλο από μερικά ταξίδια στα Κύθηρα. Ταξίδια όμως που τα περιγράφει με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο ένας Τσιριγώτης που ζει πολλά χρόνια στη Γερμανία διωγμένος κι αυτός από τις τότε συγκυρίες, όπως και σήμερα δυστυχώς πολλοί άλλοι από τις συγκυρίες της εποχής μας….. ο Ευθύμιος Γαζής από τον Καραβά (το γένος Κύπριου μίας οικογένειας την ιστορική πορεία της οποίας έχουμε δημοσιεύσει ήδη και θα την επαναλάβουμε σύντομα κι εδώ) έβγαλε ένα ωραίο αυτοβιογραφικό βιβλίο στα Ελληνικά και στα Γερμανικά, από το οποίο, με την άδειά του βέβαια, μεταφέρουμε εδώ ένα μεγάλο κομμάτι. Καίτοι είναι ασφαλώς ένα καθαρά βιωματικό κείμενο σε κάνει να το ρουφάς, αφού αφορά ταξίδια σε δύσκολα συγκοινωνιακά, πολιτικά, αλλά και οικονομικά χρόνια, στα οποία, όσοι μπορούσαν κατέβαιναν στο νησί να κάνουν λίγο καιρό διακοπές, να μαζέψουν λίγες ελιές και να συναντήσουν τους δικούς τους, τους φίλους που είχαν μείνει πίσω και να γυρίσουν στην πρωτεύουσα, η οποία ζούσε τα τελευταία κεφάλαια ενός αιματηρού εμφυλίου, που σημάδεψαν ολόκληρη την μετέπειτα πορεία της και σημαδεύουν τις ζωές μας ακόμη και σήμερα, αφού δεν έχουμε καταφέρει να ξεπεράσουμε τις αδελφοκτόνες διαμάχες, ούτε ως νικητές, ούτε ως νικημένοι. Όσοι μπορείτε διαβάστε την απλή και στιβαρή αφήγηση του φίλου από τη Γερμανία, που στην αρχή της όγδοης δεκαετίας της ζωής του θυμάται τα χρόνια της νιότης. (Το βιβλίο του είναι «Τα ταξίδια μας στα Κύθηρα»)

Ε.Π.Κ.

 

Α/Π „ΚΥΚΛΩΨ“

διὰ Μονεμβασίαν, Νεάπολιν, Ἁγίαν Πελαγίαν   

 

Παιδικά βιώματα 1940-1949

 ΧΙ

Στην Τούλα

 

Καραβάς, το «Πάνω Σπίτι» των Κυπρίων 1997, η διαμονή 1947. Τα λουλούδια της Χρυσούλας πέντε χρόνια μετά τον θάνατό της (Στη φωτ. ο Γιάννης της Χαρίκλειας και ο Γράφων)
Ο Αμιργιαλής Στο πλαίσιο πάνω από το λιοντάρι της πηγής είναι σκαλισμένο: 1935 (Έτος γενν. του Γράφοντος… )
  1. Καλοκαίρι του 47

 Το καλοκαίρι του 47, μετά τις απολυτήριες εξετάσεις του Δημοτικού, έπρεπε να περάσω στο Γυμνάσιο. Κι αυτό το „πέρασμα“ σήμαινε εισαγωγικές εξετάσεις στα Ελληνικά και στα Μαθηματικά. Στα Ελληνικά μάς εξέτασαν στη Γραμματική και μάς έβαλαν κάποια έκθεση. Στα Μαθηματικά θυμάμαι καλύτερα: Ήταν πρόσθεση κλασμάτων. Τα ετερώνυμα να γίνουν ομώνυμα, με κοινό παρονομαστή το (ελάχιστο) κοινό πολλαπλάσιο των παρονομαστών. Και πάνω απ’ τους αριθμητές, τα „Καπελάκια“ με το πηλίκο της διαίρεσης του κοινού πολλαπλασίου απο τον αντίστοιχο παρονομαστή. Ευτυχώς, δέ μας έβαλαν συγκεκριμένο πρόβλημα, με επί τόπου „Σκέψη“ και „Λύση“. Μου κόστισε πάντως αρκετή αγωνία η προφορική εξέταση μπροστά στο μαυροπίνακα από τον άγνωστο μαθηματικό εξεταστή.

Αυτές ήταν οι σκοτούρες μου κείνο το καλοκαίρι. Αλλά και οι μόνιμες κακκώσεις στα γυμνά πόδια – ιδίως στα γόνατα, που πλήρωναν τα σπασμένα  των παιχνιδιών του χωματόδρομου . στα ποδόσφαιρα, στις διάφορες „αμπάριζες“ και στα κυνηγητά. Μας ερέθιζε κείνο τον καιρό ιδιαίτερα, να προκαλούμε και να πικάρουμε με κοροϊδευτικά παρανόματα, φάρσες κι άλλες χοντροκοπιές, μεγάλα αγόρια της παρέας, όπως τον Μπάμπη ή Μπουίκ (αμερικ. μάρκα αυτοκ. – γιατι έτρεχε γρήγορα), τον Στάθη και άλλους. Kατά περίεργο τρόπο υπήρχε κάποια αμοιβαιότητα στην πλάκα αυτή. Μας κυνήγαγαν κι εκείνοι άγρια, μας έστηναν παγίδες για να μας απομονώσουν και να μας τσακώσουν. Ακολουθούσαν „φριχτά“ βασανιστήρια, πράγματα πολλές φορές επώδυνα. Μας έστριβαν τα χέρια και μας κοπάναγαν στην πλάτη με μαστήγια, μας έκαναν „στείψιμο ρούχου“ στα μπράτσα, μας χτύπαγαν στα γυμνά πόδια με φρεσκοκομμένες τσουκνίδες. Κάθε φορά είχαν και μιά καινούργια έκπληξη βασανισμού. Η αγωνία και ο φόβος να μή μας πιάσουν, ήταν για μάς το διεγερτικό ερέθισμα γι’ αυτό το „παιχνίδι“.

Τέλος πάντων, για να ξαναγυρίσουμε στις κακκώσεις των ποδιών: Συχνά μολύνονταν τα τραύματα αυτά και δέν έκλειναν εύκολα. Επί πλέον, τον τελευταίο καιρό είχαν επεκταθεί σε πλατειά στρώματα του πληθυσμού επίμονες σταφυλοκοκκιάσεις με επώδυνες, πυορροούσες πληγές. Οι σουλφαμίδες, μοντέρνο φάρμακο τότε, δέν είχαν πάντα γρήγορο αποτέλεσμα. Άσε που δέν τις έβρισκες εύκολα κι ήταν κι ακριβές. Η θαυματουργή πενικιλίνη—ούτε όνειρο ακόμα κείνα τα χρόνια.

Λόγοι γι’ αυτές τις μολύνσεις και επιδημίες υπήρχαν πολλοί. Ένας απ’ αυτούς ήταν και το ότι στα απλά νοικοκυριά, αμέσως μετά τον πόλεμο, έλειπε, ή ήταν ανεπαρκής ακόμα και η στοιχειώδης υγιεινή. Το πράσινο σαπούνι ανήκε στα είδη πολυτελείας. Το νερό της Αθήνας στη βρύση του νεροχύτη της κουζίνας, ή το πολύ-πολύ στη μοναδική βρύση της αυλής, ερχόταν κάθε δύο-τρείς μέρες. Κι αυτό, μόνο για λίγες ώρες. Όταν σκέφτομαι τη σημερινή χλιδή στα μπάνια και τις τουαλέττες, με ζεστά – κρύα κι όλα  τα παρφουμαρισμένα σαμπουάν με τα διάφορα απορρυπαντικά σώματος και οιονεί συρρικνουμένου πνεύματος…

  1. Τρίκυκλο, άτομα 7, μπόγοι 17

 Φέτος, πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, θα πηγαίναμε ταξίδι για να περάσομε τις διακοπές στο χωριό. Πολυτέλεια ανήκουστη για μισθοσυντήρητη οικογένεια, μετά τη δυστυχία και τις κακουχίες του πολέμου.

Τη Λευκάδα  και το χωριό του πατέρα μου, τάξερα καλά απ’ την Κατοχή. Μας είχε γλυτώσει από την πείνα της Αθήνας το χειμώνα του 41. Αλλά για το άλλο  νησί, το Τσιρίγο – πραγματικό νησί αυτό – και το χωριό της Μάνας μου και της Γιαγιάς, μόνο ακουστά είχα . από  βιογραφικά της Μαμάς, όταν ήταν ακόμα μικρή και ζούσε εκεί, καθώς και από ιστορίες, μυθιστορίες και παραμύθια της Γιαγιάς. Θρύλος ήταν για μένα το νησί και προσμονή αναρριγούσα η αληθινή γνωριμία μαζί του.

Θα ταξιδεύαμε ατμοπλοϊκώς, όπως λέγαμε τότε. Πρώτη φορά θάκανα συνειδητά ταξίδι με αληθινό σιδερένιο πλοίο, „μεγάλο“, με φουγάρο, κατάρτια, με ψηλή περήφανη πλώρη, που σκίζει τα νερά. Όταν ήμουνα πιό μικρός, συχνά μού ζωγράφιζαν τέτοια καράβια με πολλά καταστρώματα ο Μπαμπάς και ο θείος ο Μπάμπης πάνω στ’ άδεια τους τσιγαρόκουτα. Και πολλά „αντίγραφά“ τους είχα ζωγραφίσει ο ίδιος σε βιβλία και χοντρές εγκυκλοπαίδειες, που δέν ήξερα ακόμα να διαβάζω.

Έν’ απογεματάκι, Ιούλιο του 1947, γύρισε ο Μπαμπάς απ’ το Γραφείο με τα εισιτήρια.. Θα φεύγαμε με το πλοίο της γραμμής, το ατμόπλοιον „Κύκλωψ“. Τα εισιτήρια ήταν ονομαστικά  (λόγω του εμφυλίου πολέμου ελέγχονταν οι μετακινήσεις και τα ταξίδια), ακόμα και για τα μωρά και τα μικρά παιδιά: τον Θοδωράκη-έξι χρονώ και τις αδελφούλες, δύο χρονώ και έξι μηνών. Μαζί μας θα ρχόταν και η εικοσάχρονη ξαδέρφη μου, η Τούλα. Σα μεγάλη μου αδερφή την είχα τη Τούλα, που με περνούσε κάπου δέκα – δώδεκα χρόνια. Γιατι ερχόταν συχνά κι έμενε στο σπίτι, να  βοηθήσει τη Μαμά στο νοικοκυριό με τα μωρά, ή να της ράψει κάτι, που είχε μάθει μοδίστρα. Έτσι την ήξερα απο μικρός (βλ.κ. Βατραχ.VI).

Ίσως όμως νάταν και κάποιο ανεπαίσθητο ερωτικό συναίσθημα, στη λανθάνουσα ακόμα εφηβεία. Μ’ έθελγε η πληθωρική, εξωστρεφής θηλυκό τητά της, το χαρούμενο παρου σιαστικό της, η ανοιχτόκαρδη συμπεριφορά της, το πλούσιο παροιμιώδες γέλιο της, η καλοσύνη της. Αισθανόμουνα περήφανος κι ανατρίχιαζα ανεξήγητα, όταν μ’ έπαιρνε καμιά φορά αγκαζέ, σαν „καβαλιέρο“ να πάει, λέει, „βόλτα“… εμένα, με τα κοντά παντελόνια, τα κακοποιημένα γόνατα και το κουρεμένο κεφάλι.   

                                               

(Καβούρι 1945, με τη Μαμά, Τούλα, Θοδωράκη)

                             

Οικογενειακή ιδιωτική … « Κατασκήνωση» στο Καβούρι,
Καλοκαίρι 1945 με την Τούλα. Το μωρό είναι η Μαρία μας.

Την άλλη μέρα λοιπόν ξυπνήσαμε απο τις τέσσερις το πρωί. Το καράβι θάφευγε στις οχτώ. Ο Μπαμπάς, για κάθε ενδεχόμενο, είχε κανονίσει νάρθει στις πεντέμιση κιόλας μιά τρίκυκλη μοτοσυκλέττα να μας πάρει.

Μπόγοι, τσάντες παντού — στα δωμάτια, στους διαδρόμους. Τα μωρά, να κλαίνε. Δυό παλιές βαλίτσες παραφουσκωμένες, δεμένες με σχοινιά  για να μη διαλυθούν, περίμεναν στην είσοδο. Μαζί, μπογαλάκια αμέτρητα, ένα καλάθι με κουζινικά. Το παλιό πατρικό σπίτι που θα πηγαίναμε, είχε ν’ ανοιχτεί από πρίν τον πόλεμο.

Μέσα σ’ όλη αυτή τη φασαρία, η Μαμά άλλαζε τα μωρά συγύριζε το κοτέτσι με τις κότες, τους έβαζε φαί. Σε λίγο θαρχόταν κι η γριούλα, η Κυρα-Μαρία, που θάμενε στο σπίτι όσο θα λείπαμε.

Εκεί γύρω στις έξι ήρθε τελικά  η μοτοσυκλέττα, ξυπνώντας τη γειτονιά με κείνη την εκκωφαντική εξάτμιση που μ’ έκανε να τις αντιπαθώ τις μοτοσυκλέττες και που, μικρός, τις φοβόμουνα κιόλας. Είχε πίσω μιά καρότσα και μπροστά στον οδηγό καθόταν άλλος ένας. Πήγε η Μαμά μπροστά με το μωρό και μείς όλοι οι άλλοι ανεβήκαμε πίσω και χωθήκαμε ανάμεσα σε βαλίτσες και μπόγους, για να μη φαινόμαστε. Η αστυνομία έκανε, λέει, έλεγχο. Γι’ αυτό ο οδηγός απόφευγε όσο μπορούσε τους μεγάλους δρόμους.

Έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος ανάμεσα στα μπαγάζια, έβλεπα μόνο ένα κομμάτι ουρανό και τα κεραμίδια με τις υδροροές των χαμηλών σπιτιών, όπως δισχίζαμε τις φτωχογειτονιές. O οδηγός πήγαινε σιγά για ν’ αποφύγει λακκούβες κι αυλάκια και να μην μπατάρουμε απ’ το βάρος. Oπότε, σε κάποιο από αυτά τα στενάκια, μάς περικύκλωσε μιά ομάδα πιτσιρικάδες, που καβάλαγαν από πίσω τη μοτοσυκλέττα. Ήταν σπόρ της εποχής τότε η λαθροκαβαλαρία σε κάθε είδους τροχοφόρο και το συναίσθημα να είσαι εποχούμενος σε διαπερνούσε με μιάν απερίγραπτη ευχαρίστηση. Τούτα δώ τα γυφτάκια όμως τάχαν ξεπεράσει όλα αυτά τα ρωμαντικά παραμύθια κι είχαν άλλα στο μυαλό τους. Χρειάστηκε άγρια χειρονακτική επέμβαση του Μπαμπά για να σώσει μισό καρβέλι ψωμί που εξείχε λίγο από μιά τσάντα. Όταν ο οδηγός μπόρεσε επί τέλους να αναπτύξει ταχύτητα και να μας καλύψει μ’ ένα προπέτασμα σκόνης, τούς πέταξε πίσω ένα από τα κουλούρια με σουσάμι, που είχε πάρει το πρωί περιμένοντας με αγωνία τη μοτοσυκλέττα.

  1. Επί του Ατμοπλοίου «Κύκλωψ»

Φτάσαμε στην ώρα μας στο λιμάνι. Εκεί μπροστά στον Ηλεκτρικό ήταν αγκυροβολημένο το παπόρι μας. „Κύκλωψ“ έγραφε με μεγάλα άσπρα γράμματα το σκοτεινόχρωμο τόξο  της πρύμης πάνω απ’ το πλήθος που περίμενε στην αποβάθρα.

Προχωρούσε η μοτοσυκλέττα  με δυσκολία ανάμεσα  σε κόσμο φορτωμένο με τσάντες και μπογαλάκια, χειράμαξες, καροτσάκια, κάρα με γαϊδούρια, ζητιάνους και γύφτισες με μωρά ξαπλωμένες στο δρόμο που άπλωναν το χέρι, μικροπωλητές, εργάτες, αχθοφόρους που προσφέρονταν να κουβαλήσουν μπαγάζια και παζαρεύανε την τιμή, φωνές, τσακώματα με χυδαιολογίες και ποδοπατήματα. Δύο είχαν αρπαχτεί στα χέρια και στο γυροβόλημά τους, παρέσυρε ο ένας ένα καλάθι μιάς γριούλας και τόρριξε στη θάλασσα.

Ο μοτοσυκλεττάς κατάφερε τελικά με θράσος και φωνές να φτάσει σχεδόν μέχρι τη σκάλα  επιβιβάσεως. Είχε συμφωνήσει γι’αυτό με τον Μπαμπά ιδιαίτερη ταρίφα. Εκεί μάς περίμενε και η Τούλα με δυό τσάντες.

Δυό λιμενοφύλακες στέκονταν στη σκάλα κι έκαναν αυστηρό έλεγχο στα εισιτήρια ζητώντας ταυτότητες. Μπροστά τους ένα μπουλούκι κόσμος—τα πιό πολλά γυναικόπαιδα, που προσπαθούσαν να κρατήσουν κάποια σειρά, πάντα σε βάρος του διπλανού. Ανάμεσα και γύρω τους αμέτρητα  μπαγάζια.

Ο Μπαμπάς βρήκε στο μεταξύ έναν αχθοφόρο („χαμάληδες“ τους έλεγαν τότε στην καθομιλουμένη, χωρίς ιδέα κάν για τύψεις συνειδήσεως, κοινωνικές ευαισθησίες κλπ.). Ήταν ένας μεσόκοπος, με τυραγνισμένο, βαθειά αυλακωμένο πρόσωπο. Άρχισε μπροστά μας αμίλητος να φορτώνεται με καταπληκτική δεξιοτεχνία βαλίτσες, μπόγους, καλάθια και τσάντες στον ώμο, στα χέρια, στην πλάτη, κάτω από τις μασχάλες και να σηκώνει όλο αυτό το απίστευτο βάρος με φανταστική ευκολία. Πίσω μείνανε όλα τα ελαφρότερα μπογαλάκια, που τα αναλάβαμε εμείς μέχρι να φτάσουμε μπροστά στο λιμενοφύλακα. Οι αχθοφόροι ανέβαιναν ελεύθερα και άφηναν τα πράγματα κάπου πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου και γύριζαν να πάρουν άλλα. Δικιά σου η αγωνία, άν θα τα ξανάβρισκες.

Περιμένοντας στην ουρά, θαύμαζα τώρα τον „Κύκλωπα“.  Ήταν αραγμένος κάθετα προς την προκυμαία. Μπροστά μας η πρύμη του, μετά το στηθαίο της κουπαστής, έπεφτε λοξά προς τη θάλασσα.. Εκεί που χανόταν στο νερό, φαινόταν το πάνω μέρος τού τιμονιού. Μπροστά, αρκετά ψηλή, υψωνόταν κάθετη προς τη θάλασσα η πλώρη του.Το σκάφος είχε ένα σκούρο λαδί, ξεθωριασμένο χρώμα και τα ύφαλά του ήταν βαμμένα μαύρα. Είχε δυό κατάρτια κι ένα άχαρο φουγάρο, στρογγυλό και κάθετο—σαν πούρο. Πού, εκείνα τα λοξά περήφανα, ελλειψοειδή φουγάρα του „Κουήν Ελίζαμπεθ“, του „Μπρέμεν“, του „Ιλ ντε Φράνς“, με τις κομψές αεροδυναμικές γραμμές, τη λοξή καλλίγραμμη πλώρη, τις σειρές τα πλαϊνά φινιστρίνια, τα πολλά καταστρώματα, που με θάμπωναν στις γυαλιστερές αφίσσες… Αμέτρητες φορές τα είχα, μικρός, ζωγραφίσει, με νοσταλγία για υπερωκεάνια ταξίδια, πάνω σ’ ατέλειωτες θάλασσες, για τόπους μακρυνούς κι ονειρεμένους.

Τούτο δώ το ξεπεσμένο γέρικο βρώμικο σκαρί ήταν για την παιδική μου αφέλεια μιά σκέτη απογοήτευση, στο πρώτο μου αυτό ταξίδι πάνω στους άγριους ωκεανούς της πραγματικότητας.

Κι η θάλασσα, που τη βλέπαμε καμιά φορά από το Λυκαβηττό ή την Ακρόπολη να λαμπυρίζει μακρυνή, απλησίαστη κι ονειροπόλα, έγλειφε τώρα σταχτοπράσινη και ρυπαρή τα πλαϊνά του „Κύκλωπα“, λίγο πιό χαμηλά από τα ένα ή δύο όλα-κι-όλα φινιστρίνια της πρύμης. Από κεί άκουγες τώρα φωνές και βλαστήμιες από δυό ναύτες που τσακώνονταν.

Το στρίμωγμα, οι φωνές, το τσαλαπάτημα και το χτυποκάρδι, να βρούμε πάλι τα πράγματά μας πάνω στην κουβέρτα και να εξασφαλίσομε κάποια γωνιά στο κατάστρωμα, ανάμεσα στις βάρκες, τα σκοινιά, τα στρωσίδια και τ’ αμέτρητα μπαγάζια των συνεπιβατών – όλος ετούτος ο πυρετός της αυτοσυντήρησης δέν άφηνε καιρό για χάζεμα και τουριστικές ψυχαγωγίες.

Ο Μπαμπάς είχε βρεί τελικά τα μπαγάζια μας στο πίσω κατάστρωμα. Εκεί υπήρχε ένα μεγάλο, λίγο υπερυψωμένο άνοιγμα από όπου φόρτωναν οι γερανοί φορτία κατ’ ευθείαν  στο αμπάρι του πλοίου. Το τετράγωνο αυτό άνοιγμα το σκέπασαν σε μιά στιγμή μ’ ένα ξύλινο βαρύ επιστέγασμα. Έγινε αστραπιαία έφοδος κατάληψης του χώρου από όσους βρέθηκαν εκεί γύρω. Είμαστε από τους πρώτους, καθ’ ότι συνέβη δίπλα μας. Στην ξύλινη, σχετικά καθαρή επιφάνεια του σκεπάσματος στρώσαμε αμέσως κουρελούδες και κάναμε κατοχή σε μιά από τις γωνίες του. Ο Μπαμπάς άνοιξε δίπλα, πάνω στο κατάστρωμα τη σαίζ-λόνγκ κι έβαλε τη Μαμά να καθίσει με το μωρό που κλαψούριζε. Τις τελευταίες δύο μέρες είχε κάνει λίγο πυρετό και τώρα με το ταξίδι μάς είχε ανησυχήσει.

Ξάπλωσα κι εγώ πάνω στη γερτή επιφάνεια, για να πιάσομε σίγουρα τη θέση. Γιατι πάνω στο κανονικό κατάστρωμα τρέχανε λογής-λογής νερά, υγρά και λάδια ανακατεμένα με περίσσια βρώμα.

Κοίταγα το φουγάρο περιμένοντας ν’ αρχίσει κάποτε σαν ακαλαίσθητο πούρο να βγάζει καπνό, γιατι η ώρα  ήτανε κιόλας οχτώ. Δίπλα μου έπεσε κι ο Θοδωράκης. Τον αγκάλιασα κι ακούμπησα το μάγουλό μου στο δικό του. Τόνιωσα ζεστό. Ήμουνα μαθημένος από παιδικές αρρώστιες.

Σαν πιό μεγάλος αδερφός είχα ζήσει τις αγωνίες των γονιών στην Κατοχή, με τις στερήσεις και τέσσερα φιλάσθενα μικρότερα αδερφάκια. Το μεγάλο τραύμα απ’ τον ξαφνικό χαμό της Σταματούλας (Βατραχ. ΙΙ), δέν έλεγε να κλείσει.

Ψαχουλεύω τα χεράκια και τους λεπτούς βραχίονες του Θοδωράκη: Καίγανε τα καλαμάκια του… Πετάγομαι και το λέω στην ανύποπτη Μαμά που ντάντευε το μωρό.

–Παναγία μου! Άγγελε, πού έχομε το θερμόμετρο!

Σαράντα, ο Μικρός! Φρίκη κι αγωνία. Τα λαιμά του πρισμένα. Εκτός από την κλασσική πιά αδενοπάθεια της Κατοχής, πρέπει νάχε και αμυγδαλές. Συναγερμός στη μικρή μας ομήγυρη. Αλλά και τί να κάναμε…

Το καράβι ήτανε φίσκα κόσμο. Είχαν ανέβει όλοι, αλλά πουθενά δέν έβλεπε κανείς μιά κίνηση που να δείχνει ότι σε λίγο θα σαλπάραμε. Οι μικροπωλητές κι ένας εφημεριδοπώλης  πηγαινοέρχονταν ακόμα ανάμεσα στα κουβάρια των επιβατών. Οι κάβοι γερά δεμένοι κι ο „Κύκλωπας“ να λικνίζεται ελαφρά, βαρύθυμος και υπναλέος ανάμεσα σε δυό φορτηγά καϊκια, λίγο πιό μικρά του στο μήκος.

Κάποια στιγμή έκανε η Μαμά τη σκέψη να βγούμε και να γυρίσομε σπίτι. Η σκοινένια καραβόσκαλα με τα ξύλινα σκαλιά ένωνε ακόμα την κουπαστή της πρύμης με την αποβάθρα και σκαμπανέβαζε κι αυτή με τις κινήσεις του πλοίου. Ο ένας απ’ τους λιμενοφύλακες στεκόταν ακόμα στη βάση της. Απαγόρευε είσοδο κι έξοδο.

Λίγο αργότερα είδα τη Μαμά να ψάχνει μέσα σ’ ένα μεγάλο μπόγο και να βγάζει από το πλάι του την εικόνα της Παναγίας, που την είχε πάρει μαζί της από το εικονοστάσι. Έστρωσε καλύτερα, έβαλε μαξιλαράκι και ξάπλωσε τον Θοδωράκη. Την εικόνα την ακούμπησε στον μπόγο όρθια, πάνω από το κεφάλι του. Είχε πάρει την απόφασή της. Θα ταξίδευε, και είχε εμπιστευθεί όλες τις ελπίδες της στη Χάρη Της. Θα έκανε Αυτή καλά το παιδί της και θα  ήτανε περαστικά του. Η στεναχώρια όμως είχε απλώσει τα φτερά της σ’ όλους μας και πλάκωνε και μένα.

4 . Απόπλους εις το Άγνωστον  και Αδιαχώρητον

Η ώρα κυλούσε, περασμένες εννιά  κι ακόμα να καπνίσει το φουγάρο. Ο ήλιος ανέβαινε, θαμπός όμως. Εδώ και λίγο είχε αρχίσει να φυσάει και μάλλον δυνάμωνε κάτι σα μελτέμι. Ο Μπαμπάς είχε αλλάξει βάρδια στη σαιζ—λόνγκ, όπου ντάντευε τώρα το μωρούλι και η Τούλα κρατούσε τη Μαρία κι έπαιζε μαζί της.

Σηκώθηκα και προσπάθησα να διασχίσω το κατάστρωμα προς την πλώρη. Χιλιάδες πόδια, σώματα, τσάντες, μωρά. Έπρεπε να ψάχνεις να βρείς πού να πατήσεις. Πέρασα σε μιά στιγμή μπροστά από την „Τουαλέττα“. Ήταν η μοναδική για όλον αυτόν τον πληθυσμό της τρίτης θέσης. Η βρώμα και η διαπεραστική μυρωδιά των ούρων φρόντιζαν, ώστε εκεί γύρω να είναι ο μόνος χώρος στο κατάστρωμα που ήταν ελεύθερος και όπου μπορούσες να προσπεράσεις χωρίς να πατήσεις κάποιονε.

Τελικά, αφού ανέβηκα και κατέβηκα δυό-τρείς σκάλες, έφτασα στο μπροστινό μέρος, προς την πλώρη, όπου τρείς—τέσσερεις ναύτες πάλευαν με την ατμοκίνητη μηχανή, που ήταν για να τραβάει τις άγκυρες. Φαίνεται ότι την είχαν λύσει και την ξανασυνέδεαν τώρα με ένα σωρό γαλλικά κλειδιά και λαδωτήρια. Νάταν εδώ το πρόβλημα με την καθυστέρηση;

Ανέβηκα μπροστά στο μικρό καταστρωματάκι της πλώρης. Κοίταξα προς τα κάτω και είδα  τις δύο τεντωμένες αλυσσίδες που πήγαιναν προς τις άγκυρες στο βυθό και κράταγαν στέρεα το πλοίο. Από δώ μπορούσες να χαζέψεις άνετα την κίνηση στο λιμάνι. Aπέναντι έβλεπα κάτι τεράστια φορτηγά, τα αργότερα πολύ γνωστά „Λίμπερτυ“, που ξεφόρτωναν. Ο „Κύκλωψ“ θα μπορούσε να είναι μιά από τις ναυαγοσωστικές τους λέμβους….

Φαίνεται πως οι ναύτες δέ μ’ είχαν τόση ώρα πάρει μυρωδιά, γιατι ξαφνικά ανέβηκε ένας φωνάζοντας και μ’ έδιωξε απότομα.

Φεύγοντας άκουσα τη μηχανή που ξεφύσηξε κι άρχισε επιτέλους να τραβάει τις άγκυρες. Το περήφανο πανύψηλο φουγάρο μας έβγαλε μαύρη καπνίλα. Κι όχι μόνο αυτό. Στο δρόμο μου προς το πίσω κατάστρωμα, βρέθηκα σε μιά στιγμή δίπλα του. Ανάμεσα σε δυό αεραγωγούς υπήρχε μιά σιδερόσκαλα  γεμάτη μπαγάζια αυτωνών πούχαν στρώσει από κάτω της. Καθώς προσπαθούσα με ακροβατική δεξιοτεχνία να μήν γκρεμίσω κοφίνια, νταμιτζάνες, δυό πιτσιρικάδες πούπαιζαν „Tρίλιζα“ και να μην πατήσω πάνω σε κοτόπουλα πούταν δεμένα μάτσα—μάτσα από τα πόδια, τότε λοιπόν, ακριβώς δίπλα μου, σφύριξε εκκωφαντικά, αναπάντεχα και πάντα πρωτόγνωρα ο „Κύκλωπας“. Κι άν όλες του οι ναυτικές αρετές και τα υπόλοιπα παλαιοντολογικά ναυπηγικά χαρακτηριστικά του ήταν για κλάματα, τούτη εδώ η σφυρίχτρα δέν είχε σε τίποτα να ζηλέψει τη βασίλισσα των ωκεανών „Κουήν Ελίζαμπεθ“. Παρά λίγο να γκρεμοτσακιστώ από το τρόμαγμα που πήρα.

Δέν έλειψα και πολλήν ώρα, αλλά όταν γύρισα στους δικούς μου, με γύρευαν ήδη κι έφαγα κατσάδα μ’ ένα ελαφρό σχετικά τράβηγμα αυτιού. Μπήκε η Τούλα συμφιλιωτικά και προστατευτικά στη μέση και με παρηγόρησε.

Κρίμα…. Κατσούφης και χολιασμένος έχασα την ευκαιρία να δώ το λιμάνι και άλλα μεγάλα πλοία, καθώς βγαίναμε αργά. Άκουσα κάποιους πούτρεχαν από την άλλη μεριά  να δούνε το „Νέα Ελλάς“, το μεγάλο υπερωκεάνιο, που έκανε τη γραμμή Πειραιά – Χάλιφαξ – Νέα Υόρκη και κουβάλαγε κόσμο και μετανάστες στην ευτυχισμένη (…) Αμερική και τον Καναδά.

Η θάλασσα έξω από το λιμάνι ήταν λιγάκι φουσκωμένη. Συνηθισμένο αυτό, είπε ο Μπαμπάς. Θα ησυχάσει… Πιό μακρυά όμως, στ’ ανοιχτά, το πέλαγος πέταγε ήδη που-και-που „προβατάκια“.

Ο „Κύκλωψ“ κάπνιζε τώρα στα γεμάτα και είχε αναπτύξει τη μεγίστη του ταχύτητα. Άν κοιτούσες όμως μακρύτερα σημεία, προς τον Άλιμο, τη Γλυφάδα, ή την Αίγινα, είχες την εντύπωση πως δέν κουνιόμαστε κάν από τη θέση μας. Η θάλασσα άφριζε γύρω κι η πλώρη μας χωνόταν άπληστα στη γαλάζια μάζα. Ένα πρίμο βοριαδάκι φυσούσε τον καπνό προς τα μπρός, σά να χάραζε την πορεία μας. Όλα ανάποδα κι αταίριαστα σ’ αυτόν τον„Κύκλωπα“. Στα δικά μου τα σκίτσα, τα τρία φουγάρα του „Κουήν Μαίρη“ έστελναν τον καπνό προς την πρύμη κι άφηναν ανοιχτούς κι ακηλίδωτους τους ορίζοντες της αποδημίας…

Πίσω στην πρύμη ήταν μιά παρέα νέα παιδιά, πούχαν μαζευτεί γύρω απ’ το κοντάρι της σημαίας κι έλεγαν προσκοπικά τραγούδια:

  1.                                                                            2.

                   Με το κεφάλι ψηλά                            Είμαστε πρόσκοποι

                  βαδίζουμε μπροστά                          έως την ψυχή       

                  με δόξα και τιμή                            και φορούμε το τριφύλλι                                                 

                  με τιμή – με τιμή.                           θα ζήσουμε στη γή.                 

  1.                                                                              4.

                  Εμπρός παιδιά                                        Είμαστε πρόσκοποι          

                  με τη φλόγα – με τη φλόγα              πάντοτε χαρούμενοι                         

                   στην καρδιά.                                          Είμαστε πρόσκοποι                                                                                                                                                  πάντα γελαστοί.                                   

Ο Θοδωράκης φαινόταν ήσυχος. Η Μαμά τούχε δώσει μιάν ασπιρίνη κι είχε ξαπλώσει δίπλα του, μαζί με τη Μαρία.

— Καλέ θείε, να πάρω τον Μάκη να πάμε μιά βόλτα στη γέφυρα; ρώτησε σε μιά στιγμή η Τούλα. Ήτανε μιά καλή διπλωματική κίνηση της ξαδερφούλας. Γιατι εγώ, μετά το τράβηγμα του αυτιού, δέν ήμουνα διατεθειμένος να ξαναρίξω τα μούτρα μου για νέα άδεια „Εξόδου“.

Σηκωθήκαμε και προχωρήσαμε προς τα εμπρός, „πατείς με-πατώ σε“. Γρήγορα όμως διαπιστώσαμε, ότι απ’ το κατάστρωμα της τρίτης θέσεως ήταν δύσκολο, ή αδύνατο να πάς προς τη γέφυρα. Το πλοίο μας είχε και ειδικό κατάστρωμα „πρώτης θέσεως“ και μόνο από κεί ανέβαινες στη γέφυρα.

Στην περιπλάνησή μας, βρεθήκαμε σ’ ένα είδος σαλονιού, όπου άν έρριχνες βελόνα δέ θάφτανε στο πάτωμα. Εκεί μπορούσες να παραγγείλεις και… καφέ. Περάσαμε κι από κάτι στενούς διαδρόμους με μιά αποπνικτικήν ατμόσφαιρα, οπου όλα έτριζαν από τους ρυθμικούς θορύβους της μηχανής. Εκεί ανάμεσα είδαμε μιάν ανοιχτή πόρτα και σταθήκαμε λίγο να δούμε κάτω στο μηχανοστάσιο. Μιά κάθετη στενή σιδερένια σκάλα οδηγούσε σε μιά κόλαση ζέστης και τρομακτικού θορύβου. Τεράστια έμβολα ανεβοκατέβαιναν αγκομαχώντας και κράταγαν τον ατμοκίνητο γέρικο σφυγμό του πλοίου. Δίπλα στη σκάλα του μηχανοστασίου, βιδωμένη στα σιδερένια τοιχώματα, είδα μιά μπρούτζινη πλάκα, στρογγυλή, στο μέγεθος πιάτου φρούτων. Με γυαλιστερά γράμματα και τη σύντμηση LTD στο τέλος, ήταν εκεί γραμμένο το όνομα της εταιρείας που ναυπήγησε το πλοίο (δέν το θυμάμαι τώρα). Από κάτω έγραφε: „GLASGOW 1892“…

Τραβήξαμε για την πλώρη. Το δρόμο τον ήξερα ήδη. Κάτω ακριβώς από τη γέφυρα υπήρχε ένα μικρό κατάστρωμα γεμάτο κάβους, με τη μηχανή για τις άγκυρες και τις άλλες εγκαταστάσεις πρόσδεσης του πλοίου. Κόσμο δέν είχε, αλλά δέν υπήρχε και χώρος να σταθείς. Κάτω απ’ το καταστρωματάκι της πλώρης, δίπλα στη σιδερόσκαλα, ήταν μιά πορτούλα μισάνοιχτη. Ένα μικρό φώς φώτιζε ένα άθλιο στενό καμαράκι με δυό ναυτικές κουκέττες – τα κρεβάτια για το πλήρωμα.

Ένας νεαρός ναύτης ματσακόνιζε σε μιά γωνία τις πλούσιες σκουριές του „Κύκλωπα“. Φορούσε στραβά μιά ψαράδικη τραγιάσκα, έτσι που μιά τουφα ατίθασα σγουρά μαλλιά ξέφευγε στο πλάι κι ανέμιζε στ’ αεράκι. Είχε ένα πυκνό μουστάκι κι ένα αστραποβόλο βλέμμα που αφιερώθηκε ιδιαίτερα και σταθερά  στην Τούλα – κάτι που δέ μου διέφυγε.

Ανεβήκαμε στο καταστρωματάκι της πλώρης κι ακουμπήσαμε στα κάγκελα της κουπαστής. Εδώ φυσούσε δυνατά. Ο ήλιος εξακολουθούσε να μήν είναι δυνατός. Κάτι σάν ελαφριά θολούρα ή συννεφιά απλωνόταν ώς πέρα  στον ατελείωτο ορίζοντα. Το μελτέμι είχε αρχίσει ν’ ασπρίζει τη θάλασσα. Κι αυτή έσκαγε στα πλευρά  μας μ’ αφρούς που ανακατεύονταν με τους κυματισμούς της κίνησης του πλοίου, που προχωρούσε πράγματι αργά. Οι στεριές είχαν σχεδόν χαθεί μέσα  στην ελαφριά αντάρα κι εμείς σκαμπανεβάζαμε ανάμεσα ουρανό και θάλασσα.

Ο καθαρός αέρας, και — παρ’ όλες τις αντιξοότητες– το θέλγητρο του ταξιδιού, αυτό το καινούργιο τότε για μας στοιχείο, που μπορεί σήμερα να το λέγαμε τουρισμό, όλα αυτά λοιπόν, κράταγαν ακόμα τις ναυτίες μακρυά. Γιατι, εγώ τουλάχιστο, δέν ήξερα ακόμα τί θα πεί: „αυτόν τον έπιασε η θάλασσα“.

Η Τούλα προχώρησε μπροστά, πάνω ακριβώς από την κάθετη πλώρη, πούβγαινε καμιά φορά σχεδόν ολόκληρη έξω από το κύμα. Μετέωρη φαινόταν η σιλουέττα της, έξι—εφτά μέτρα πάνω από το νερό. Εκεί ήταν ένας άδειος κοντός σημαίας.

Έπαιζε ο αέρας με τα πλούσια μαύρα μαλλιά της, με τη μακρυά της εμπριμέ φούστα και τόνιζε ανάγλυφο το στήθος και τη λυγερή κορμοστασιά της. Μου φάνηκε για λίγες στιγμές σάν ακρόπρωρο – γοργόνα θελκτικιά, αξιαγάπητη κι αληθινά ερασμία, ακόμα και για πρωτόλεια ξαδερφάκια.

Τραγουδούσε συχνά η Τούλα, με μιάν απαλή, ρωμαντική φωνή. Έτσι και τώρα, άρχισε σε μιά στιγμή να τραγουδάει στην αγκαλιά του ανέμου, πούπαιρνε τη φωνή της και τη σκόρπιζε πέρα από το πλοίο, μπροστά στο ατελείωτο πέλαγο προς το Νοτιά: Να πάει πρίν από μάς το μελαγχολικό τραγούδι της στα Κήθυρα. Ήταν μιά επιτυχία που την ακούγαμε συχνά κείνη την εποχή.

 

Μπορεί να σ’ έφερε τ’ αγέρι

τις μαργαρίτες που μαδά.

Μπορεί να σ’ έφερε το κύμα

στην αμμουδιά που τραγουδά.

Μπορεί να σ’ έφερε η χαρά

μπορεί να σ’ έφερε η λύπη

μα είν’ αργά, πολύ αργά

να μού ξυπνήσεις καρδιοχτύπι..

(Ρεφραίν:)

Ήρθες αργά στο δρόμο της ζωής μου.

Ήρθες αργά για να μου φέρεις τη χαρά

μιά άλλη πέρασε τα χάδια της με κέρασε

κάποια βραδυά μου πήρε την καρδιά.

 

Ήρθες αργά στο δρόμο της ζωής μου.

Ήρθες αργά, πώς θές αλήθεια να στο πώ.

Δέν ερωτεύομαι, μαζί σου κι άν πλανεύομαι

ήρθες αργά, ακόμα κείνην αγαπώ.                       

Μουσική: Γιάννης Βέλας, Στίχοι: Κώστας Κοφινιώτης,

Τραγούδι: Κάκια Μένδρη 1939/1944

 

Ο ναύτης είχε σταματήσει το ματσακόνι. Μάζευε τώρα κι έστρωνε κουβάρι  τα ρέστα ενός κάβου που η άκρη του ήταν τυλιγμένη στα κάγκελα της πρωραίας κουπαστής, μπροστά-μπροστά. Μ’ αφορμή αυτό το σχοινί και… το τραγούδι ήρθε προς το μέρος μας, μπήκε ανάμεσά μας, μου γύρισε την πλάτη κι έπιασε κουβέντα με την Τούλα. Αισθάνθηκα άσχημα και πικαρίσθηκα.

Το ναυτάκι είχε υπηρεσία και…βιαζόταν. Δέν άκουγα μές στο δυνατόν αέρα τί λέγανε, όπως με είχε απομονώσει. Άκουσα όμως τί του απάντησε η Τούλα προς το τέλος της συνομιλίας τους.  Αποσπασματικά κι αυτό:

— Δέν μπορώ… Είμαι δεσμευμένη…

Τόσο γρήγορα κι απλά γίνονταν γύρω μου οι ερωτικές διαπραγματεύσεις. Για μένα, το ερωτικό πλησίασμα ενός κοριτσιού της ηλικίας μου, μού φαινόταν πολύ πιό δύσκολο. Σχεδόν άθλος κι απροσπέλαστο πρόβλημα… Και βραχνάς αβάσταχτος η πιθανότητα μιάς ψυχρολουσίας, αφού όμως προηγουμένως θα τής είχες εξομολογηθεί των αγίων σου τα άγια.

  1. Κάβο-Μαλιάς: Η Τρίαινα του Ποσειδώνα 

Στράβων: «Μαλέαν δε κάμψας, επιλάθου των οίκαδε»   

Γυρίσαμε πίσω. Το πλοίο είχε αρχίσει τώρα να χορεύει κανονικά και τα κύματα σχημάτιζαν γύρω μας μεγάλες κοιλιές, ή αληθινές χαράδρες, όπου χανόταν ανάμεσά τους ο „Κύκλωπας“ κι αναρωτιόσουν, άν θα ξανάβρισκε ποτέ του το δρόμο για καμιά νέα κορυφή. Παραπαίοντας και προσέχοντας να μήν πατήσω κανένανε, αισθάνθηκα για πρώτη φορά ναυτία.

Η Μαμά είπε πως έπρεπε να φάμε κάτι για να μη μας πειράξει η θάλασσα. Δίπλα της, ο Θοδωράκης φαινόταν χλομός κι ανήσυχος. Μάλλον θάχε πάλι ψηλό πυρετό. Ο Μπαμπάς παραμέρισε διάφορα μπαγάζια κι ανέσυρε μιά πάνινη τσάντα με φαγώσιμα.

Τάφερε στη Μαμά μαζί με ένα παγούρι νερό. Κείνη έβγαλε από μέσα μιά μπακαλοσακούλα από λαδόκολλα τυλιγμένη σ’ ένα σωρό εφημερίδες—είδος „ψυγείο“. Έβγαλε απο κεί πατατοκεφτέδες και μάς μοίρασε. Απ’ το παγούρι έβαλε λίγο νερό σ’ ένα πιάτο βαθύ κι έβρεξε μέσα μαύρο παξιμάδι. Για όλα είχε προβλέψει κι είχε κάνει το κουμάντο της η Μαμά. Τρώγαμε με όρεξη, καθισμένοι σταυροπόδι πάνω στην κουρελού. Ο καθαρός αέρας είχε κάνει μέχρι τώρα το θαύμα του.

Στο σημείο που καθόμαστε, η κουπαστή ήταν λαμαρινένια, κλειστή δηλαδή, συνέχεια από τα πλαϊνά του πλοίου. Με το μπότζι, μιά βλέπαμε την αφρισμένη θάλασσα μακρυά, ή και τις κοντινές μας κορφές των κυμάτων, μιά τις χάναμε κι ακουμπάγαμε σχεδόν στον ουρανό. Τότε πρόσεξα πως στις άκρες, εκεί που τέλειωνε το κατάστρωμα κι άρχιζε η κουπαστή, τη λαμαρίνα την είχε φάει σε πολλά σημεία η σκουριά. Από κεί έβλεπες καλά και καθαρά  την αφρισμένη θάλασσα να πλησιάζει επικίνδυνα τις τρύπες, όπως έγερνε κάθε φορά προς εκείνη τη μεριά το σκάφος. Ξεροκατάπια μιά στιγμή και μέτρησα με το μάτι την απόσταση που μάς χώριζε από την κουπαστή. Εμείς βρισκόμαστε στη μέση του καταστρώματος. Ανάμεσα είχε ξαπλώσει ένας γέρος με τη γριά του, που κοιμόντουσαν συνέχεια από τότε που μπήκαμε, ή μάλλον μπορεί να τους είχε πιάσει ήδη η θάλασσα.

Κατ’ ευθείαν ακουμπισμένοι στο στηθαίο ήταν μιά γύφτικη φαμίλια που κοιμόντουσαν κι αυτοί μακάρια, χωρίς να τους ενδιαφέρουν, ή χωρίς νάχουν κάν προσέξει τις χαίνουσες τρύπες στην πλάτη τους. Που-και-που μονάχα ξύπναγε το μωρό κι η νέα γυναίκα έβγαζε ανοιχτά και τούβαζε το βυζί στο στόμα.

Ο Κύκλωπας έπρεπε κανονικά  να φτάσει κάποιαν ώρα αργά τ’ απόγεμα στη Μονεμβάσια. Τώρα όμως θάταν τρείς κι αρμενίζαμε σε πέλαγα ατελείωτα με την πεποίθηση πως ο Καπετάνιος άσφαλώς ήξερε πού βρισκόμαστε, αλλά επίσης ασφαλώς δέ θάχε ιδέα τί ώρα θα φτάναμε. Γιατι ο αέρας και τα ρεύματα είχαν δυναμώσει και μάς πήγαιναν περίπου όπου αυτά θέλανε, μιά και η ταχύτητά μας δέ θα ξεπέρναγε τους πέντε ή έξι κόμβους.

Σε μιά στιγμή πετάγεται η Τούλα όρθια και χωρίς να ρωτήσει το θείο της, τραβάει τρεκλίζοντας προς την πρύμη. Κάτι δέ μ’ άρεσε. Σηκώνομαι κι εγώ για να πάω προς τα κεί, οπότε μου λέει κι η Μαμά:

— Πήγαινε βρέ να δείς. Μπορεί να ζαλίστηκε.

Το μετάνιωσα απότομα όταν βρέθηκα όρθιος, αλλά ήταν πιά αργά. Ένιωσα κι εγώ μιάν ανακατοσούρα και με αγωνία πρόσεξα ότι το μυαλό μου είχε αναπόσπαστα φιξαριστεί στο σκαμπανέβασμα του καραβιού και στο πόσο βαθειά κατρακυλάγαμε κάθε φορά σε απύθμενα βάθη, ή ανεβαίναμε στα ύψη.

Έκανα πάντως το γενναίο και περισσότερο ιπτάμενος παρά περπατιστός έφτασα στη πρύμη. Τα προσκοπάκια είχαν εξαφανιστεί κι η Τούλα είχε κάτσει πάνω σ’ ένα σωρό σκοινιά  στη μέση του τόξου της πρύμης. Είχε το κεφάλι κρεμασμένο από την κουπαστή πάνω από τη θάλασσα. Την πρόλαβα ακριβώς τη στιγμή που εκσφενδόνιζε την πρώτη ρουκέτα πάνω στα γράμματα „ΚΥΚΛΩΨ“. Αυτό ήταν… Έψαξα να βρώ μιάν… αναπαυτική θέση δίπλα της κι ετοιμάστηκα να της κάνω παρέα. Μέσα στην αγωνία και την αηδία του επερχόμενου εμετού μ’ απασχολούσε – γιά φαντάσου — το πρόβλημα της κατεύθυνσης του αέρα, που δέν άφηνε το περιεχόμενο του στομάχου να πάει στη θάλασσα, αλλά, ή το κόλλαγε στο όνομα του πλοίου, ή μάς το γύριζε ακόμα και πίσω, στο πρόσωπο.

Όταν δέν είχαμε πιά τίποτα ρέστο να προσφέρομε  στον ενάλιο κόσμο του Ποσειδώνα κι όταν είχε τελειώσει το μικρό μας εμετικό ντουετάκι, αγκαλιαστήκαμε και παρηγορούσαμε ο ένας τον άλλο. Ο καθαρός αέρας μάς έκανε καλό.

Στο μεταξύ εγώ, στις άθελες βουτιές πούκανα κάθε φορά που μ’ έπιανε ο εμετικός σπασμός, είχα προσέξει – σκέψου, πώς λειτουργεί ανεξάρτητα το μυαλό του ανθρώπου – είχα λοιπόν προσέξει πως, κάτω από τα ελληνικά γράμματα „ΚΥΚΛΩΨ“, υπήρχαν πρεσσαρισμένα πάνω στη λαμαρίνα με καμπυλωτές εξογκώσεις και λίγο μικρότερα, τα γράμματα „CYCLOPS“. To γνήσιο δηλαδή όνομα του πλοίου από τα ναυπηγεία της Γλασκώβης…

Απο μακρυά δέ φαίνονταν, γιατι ήταν περασμένα αδιάκριτα με τη σταχτοπράσινη λαδομπογιά πούταν βαμμένο όλο το σκαρί, από την ίσαλο γραμμή μέχρι τις κουπαστές.

Όταν συνήρθαμε κάπως, τόδειξα στη Τούλα και διαπιστώσαμε τότε  πως και τις δύο επιγραφές τις είχαμε προ ολίγου με τις δραστηριότητές μας … σβύσει, ή τελοσπάντων „επικαλύψει“.

— Τί έγινε, τα ταίσατε τα ψάρια;

Πάλι το ναυτάκι δίπλα μας. Η Τούλα  όμως δέν είχε τώρα καμιά όρεξη και προ παντός για χαριεντολογίες. Με πήρε επιδεικτικά αγκαζέ και γυρίσαμε πίσω. Ξάπλωσε δίπλα στη Μαμά. Δέν ξέρω, άν κι εγώ ήμουν τόσο χλομός, όπως εκείνη.

Η Μαμά έκοψε ένα λεμόνι και μας τόδωσε να το κρατάμε στη μύτη μας. Η ίδια βάσταγε ακόμα καλά, ενώ τον Μπαμπά δέν τον είχε πειράξει καθόλου. Τα τρία μικρά  κοιμόντουσαν όλα βαθειά, ευτυχώς.

Έπεσα εξαντλημένος και παραδόθηκα  σ’ έναν ανήσυχο ύπνο, όπου πολλά πράγματα άκουγα γύρω μου ενσωματωμένα  μέσα σε δικά μου όνειρα και φαντασιώσεις. Κάποτε όμως η φασαρία  έγινε τόσο μεγάλη που άνοιξα τα μάτια μου. Ήταν τέλειο σκοτάδι. Ούτε ένα φώς στο κατάστρωμα. Άκουσα δυό-τρείς πούλεγαν ότι πάμε για κάβο-Μαλιά. Στα κατάρτια και στα σχοινιά σφύριζε ένας δαιμονισμένος άνεμος. Το καράβι, φαίνεται ότι τον είχε τώρα μπάντα τον καιρό. Έγερνε πολλές φορές τόσο πολύ, που άθελά μου ήθελα να κρατηθώ από κάπου έτσι ξαπλωμένος που ήμουν, για να μην παρασυρθώ με την κουρελού προς τα άκρα. Απ’ τις τρύπες της κουπαστής κάθε φορά  πούγερνε το πλοίο έμπαινε τώρα  άφθονο νερό, πούφτανε σχεδόν μέχρι τα πόδια μας. Όσοι είχαν πιάσει στην αρχή θέσεις στην κουπαστή, τις είχαν εγκαταλείψει πανικόβλητοι κι είχαν μαζευτεί τώρα, ο ένας απάνω στον άλλο, στο κέντρο του καταστρώματος. Και το σκοτάδι—πίσσα. Ένα φαναράκι μόνο έφεγγε ψηλά πάνω στο κατάρτι, στο σταυρό. Με φόντο τα άστρα, διέγραφε μεγάλα ατελείωτα τόξα, που στις άκρες τους νόμιζες ότι θ’ ακούμπαγαν στις κορφές των κυμάτων.

Η κατάσταση ήταν δραματική. Τα παιδιά, η Μαμά, είχαν κάνει όλοι εμετό κι ο Μπαμπάς που δέν είχε τελικά ζαλιστεί, προσπαθούσε να τους βοηθήσει. Η Τούλα ήταν πτώμα, ενώ και μένα μέσα μου ανακατώνονταν όλα, με μιά ζαλάδα που μ’ εξουδετέρωνε τελείως. Με πλημμύριζε μιά απάθεια και μιά εξουθενωτική μοιρολατρεία.

Κάπου απένατι μακρυά, τρεμόσβυναν φώτα. Όταν μπάτερνε το καράβι προς αυτή τη μεριά, μπορούσες πολύ καλά μέσα στη νύχτα να φανταστείς ένα πανύψηλο βουνό κύματα ανάμεσα στο στηθαίο του πλοίου που καταποντίζονταν και σε κείνα  εκεί τα μακρυνά φώτα που στεφάνωναν τώρα τις κορφές των κυμάτων, ή και που έδυαν ξάφνου πίσω τους…

Δέν τόλμαγα να το σκεφτώ, ή να ρωτήσω κάν τον Μπαμπά, αλλά φοβόμουνα ότι το πλοίο πολλές φορές ήταν έτοιμο να ανατραπεί. Μερικές γυναίκες, και καμιά φορά και η Μαμά, έμπηγαν υστερικές κραυγές, όταν ένα γέρσιμο του πλοίου, από τα αναρίθμητα, φαινόταν ατελείωτο και ασταμάτητο. Κάποιος χαλκάς πάνω ψηλά στο φουγάρο, έτριζε απαίσια καθώς μπάτερνε επικίνδυνα το καράβι και κρατούσε, θάλεγε κανείς, το „ίσο“.

Κάποτε, χωρίς να το καταλάβω, μέσα  σε μιά τέλεια εξάντληση, μέσα σε μιά ναυτία στο ζενίθ της αθλιότητάς της, πρέπει να βυθίστηκα σε λήθαργο, εγκαταλείποντας ουσιαστικά τα εγκόσμια. Ούτε κι ο τρόμος, να βρεθούμε ξαφνικά στα κρύα νερά  δέ με κράταγε φαίνεται πιά σε εγρήγορση. Εγκατέλειψα μιά βιβλική κατάσταση απόγνωσης, όπου το μόνο σταθερό σημείο ήταν η πεντακάθαρη αστροφεγγιά από πάνω μας.

Κι ακόμα κάτι: Μές στ’ αυτιά μου στριφογύριζε επίμονα και με συνόδευε σχεδόν αμέτοχη στις κακουχίες μου—και γι’ αυτό όμως ανακουφιστική, η τρυφερή μελωδία  κι οι στίχοι του τραγουδιού που λέγαμε το απόγεμα με την Τούλα  στην πλώρη. Ένα ευτυχισμένο ενσταντανέ, πούμεινε από τότε μέχρι σήμερα στη μνήμη μου, να μου θυμίζει ανεξίτηλα κείνο το ταξίδι:

Ήρθες αργά στο δρόμο της ζωής μου…

Ώσπου, βυθίστηκα … αργά σε μιά νύχτα πιό μαύρη κι απ’ το λικνιζόμενο θεοσκόταδο που μάς κύκλωνε.

  1. Κατάπλους άλλων Οδυσσέων εις ειδύλλιον Νόστον

Όταν ξύπνησα, δέν πίστευα στα μάτια μου. Όλα τα άγρια στοιχεία της φύσεως και οι δαίμονες της νύχτας είχαν εξαφανιστεί.

Μ’ έλουζε και χάιδευε κάθε μου κύτταρο ένα ήρεμο, αξέχαστο, γλυκό πρωινό. Ο ήλιος μόλις είχε βγεί και το καράβι έπλεε αργά μέσα σ’ ένα στενό πανέμορφο κόλπο. Χρύσιζαν οι πλαγιές ψηλά καλοσωρίζοντας τον ήλιο. Γιόρταζε άθικτο το τοπίο. Μόνο ένα άσπρο εκκλησάκι ψηλά, στη σκιασμένη ακόμα πλαγιά, σημάδευε την παρουσία του ανθρώπου, ίσως κάποιου καλόγερου, αναχωρητή.

Πιό χαμηλά, οι σκοτεινοί ακόμα βράχοι έπεφταν κατακόρυφοι στα γαλήνια νερά. Χρώματα και σκιές εναλλάσσονταν. Λές κι η άγρια νύχτα που περάσαμε, να πάλευε ακόμα με μιά χαρούμενη, ανύποπτη μέρα. Η σκούρα, γαλάζια άβυσσος που τη νύχτα πήγε να μάς καταπιεί, φώλιαζε ακόμα συνωμοτικά στις σκοτεινές σπηλιές. Ενώ πιό κεί χαμογελούσε γαλάζια το επερχόμενο φώς και γύρω στο πλοίο έλουζαν τα πλαϊνά του πρασινογάλαζα νερά. Ήταν μιά πανδαισία για ονειροπόλους.

Κι απάνω σ’ αυτούς τους συνειρμικούς ρεμβασμούς, έτσι αναπάντεχα και βάρβαρα, συγκλονισθήκαμε κι εμείς και το παρθένο τοπίο από τον άξεστο βρυχηθμό του Κύκλωπα, που θα ξύπναγε και πεθαμένους. Αντιλαλήσαν οι ακτές, σάν να γκρεμίζονταν θεόρατοι βράχοι απ’ τις κορφές που μάς περιτριγύριζαν. Μαζί, ένα άγριο παράγγελμα ακούστηκε από τη γέφυρα  κι αμέσως μετά  η φασαρία πούκαναν οι άγκυρες κι οι αλυσίδες τους πούπεφταν στη θάλασσα. Ανάμεσα ακούσαμε το σήμα πούδωσε ο καπετάνιος στις μηχανές να κάνουν ανάποδα. Ακόμα δέν ήξερα πού βρισκόμαστε.

Ο Μπαμπάς, ζαβλακωμένος από την αγρύπνια, την άγρια νύχτα και τις ευθύνες, τύλιγε τις κουβέρτες κι έφτιαχνε ξανά τους μπόγους. Η Μαμά, στη σαίζ-λόνγκ, κουκουλωμένη στο παλτό της κρατούσε αγκαλιά  έναν θεόχλομο Θοδωράκη, πούκαιγε στον πυρετό.

Η Τούλα κι η μικρούλα Μαρία κείτονταν  ακόμα, ολότελα εξουθενωμένες — ένα κουβάρι.

Πιό πέρα συζητούσαν. Το πλοίο, λέει, δέν μπόρεσε χθές λόγω του καιρού να πιάσει Αγία Πελαγία κι είχε έρθει τώρα στην άλλη άκρη του νησιού, στο Καψάλι.

Κι εκεί που προσπαθούσα να ξαναβρώ κι εγώ τον εαυτό μου, παρουσιάζονται τέσσερεις ναύτες βιαστικοί κι απότομοι, με φωνές:

— Μαζέφτε γρήγορα τα πράγματά σας. Θ’ ανοίξομε τ’ αμπάρι!

Άρχισαν να λύνουν κιόλας στις άκρες κάτι κρίκους πούκλειναν σφιχτά το σκέπασμα. Θάταν μιά επιφάνεια τουλάχιστο 3Χ3 μέτρα.

Πανικός και ποδοπάτημα…. Μωρά άρχισαν να κλαίνε. Η Μαμά έπρεπε να σηκωθεί με το άρρωστο παιδί στην αγκαλιά. Διαμαρτυρόταν απεγνωσμένα και μάταια. Ο Θοδωράκης έδειχνε ανατριχιαστικά απαθής, με χέρια και πόδια που κρέμονταν άβουλα  και πήγαιναν πέρα δώθε σε κάθε κίνηση της Μαμάς. Με την κλειστή σαίζ-λόνγκ αγκαλιά, έψαχνε ο Μπαμπάς απεγνωσμένα να εξασφαλίσει κάπου λίγο χώρο για νά την ξανανοίξει και να ξανακάτσει η Μαμά με το άρρωστο παιδί. Η Τούλα προσπαθούσε να ησυχάσει το μωρό κι εγώ κράταγα τη Μαρία από το χέρι.

Λιμάνι δέν υπήρχε. Απ’ το βάθος του κόλπου, όπου διακρίνονταν ένα-δυό ψαράδικα χαμόσπιτα, φάνηκαν νάρχονται δυό βάρκες με κουπιά. Κάτι ψαροβαρκούλες δηλαδή, τρία – τέσσερα μέτρα το πολύ. Εκεί μέσα λέει θα μπαίναμε για να βγούμε έξω.

Οι πρώτοι επιβάτες, οι πιό τολμηροί και έξυπνοι, συνωστίζονταν κιόλας σ’ ένα σημείο, όπου είχαν ανοίξει την κουπαστή κι έρριξαν προς τη θάλασσα ένα είδος „σκάλας“. Ακουμπούσε βέβαια και στηριζόταν στα πλευρά του πλοίου, αλλά  χρειάζονταν ακροβατικές ικανότητες κι οπωσδήποτε δίπλωμα κολύμβησης για να πάρεις την απόφαση να κατέβεις.

Κάποιος άλλος όμως ήταν πιό τυχερός: Οι ναύτες είχαν εντωμεταξύ ανοίξει το αμπάρι κι είχαν βάλει μπροστά το ατμοκίνητο βίτζι. Στην άκρη του κρεμόταν ένα μακρύ σκοινί που χάθηκε στα έγκατα του πλοίου.

Από κεί ακούγονταν φωνές και βλαστήμιες. Όπου, μετά  από ένα διάστημα, κάποιος από κάτω φώναξε δυνατά: Βίρα!

Άρχισε το βίτζι ξεφυσώντας να τραβάει το σκοινί. Εμείς θάμαστε 4-5 μέτρα απόσταση από την τρύπα. Γουρλώσαμε τα μάτια. Έβγαινε σιγά-σιγά  προς τα πάνω, δεμένος με δυό σκοινιά  από την κοιλιά, κρεμασμένος, ένας φουκαράς γάϊδαρος. Αφού έμεινε για λίγο αιωρούμενος και μοιρολάτρης κάπου δυό μέτρα  ψηλά  από το κατάστρωμα, γύρισε απότομα το βίτζι και το ζώο κρεμότανε τώρα πάνω από τη θάλασσα, ίσως και οχτώ-δέκα  μέτρα ύψος. Με δυνατές φωνές παράγγειλαν οι ναύτες, νάρθει μία από τις βάρκες προς εκείνη τη μεριά.

Το κατέβασαν το άμοιρο ζώο κι αυτό σωριάστηκε αβοήθητο, όπως τούχαν δεμένα τα πόδια , στην κοιλιά της βάρκας, που μπάταρε επικίνδυνα προς τη μία μεριά. (Ο γάϊδαρος ως γνωστόν δεν κολυμπάει…) Εμείς πάντως τον μακαρίζαμε τον γάϊδαρο που πήγαινε τώρα με γιώτα -χί προς την παραλία. Για τους δίποδες επιβάτες, είχε λοιπόν απομείνει μία λέμβος, τετράκωπος όμως αυτή…

Η Μαμά, με πρόσωπο αγνώριστο από την κακουχία, τη στεναχώρια και την αγωνία τώρα της αποβίβασης, διαμαρτυρόταν, έκλαιγε σχεδόν:

— Άγγελε, πώς θα βγούμε, Θέ μου! Το παιδί…. να το πάρεις εσύ… Θα πέσουμε να σκοτωθούμε, θα βουλιάξουμε, θα πνιγούμε!. Παναγία μου, βάλε το χέρι σου!

Η βάρκα είχε ήδη γεμίσει μέχρι τα μπούνια. Ο Κύκλωπας ξανασφύριξε πολλές φορές επιτακτικά. Από την παραλία μπροστά από τα σπιτάκια φάνηκε νάρχεται άλλη μιά βαρκούλα. Ο Μπαμπάς είχε χαθεί.

Πλησίασε η βάρκα κι ο κόσμος στριμωχνόταν μπροστά στη χαίνουσα κουπαστή με τη σκοινένια σκάλα. Τοτε είδαμε τον Μπαμπά νάρχεται μ’ έναν αξιωματικό του πλοίου με πηλήκιο. Κάποιο θαύμα είχε γίνει και το ελληνικό φιλότιμο έδινε πάλι νικηφόρες εξετάσεις, αντικαθιστώντας αισίως κάθε κρατική πρόνοια και τον οποιοδήποτε ορθολογισμό ενός  οργανωμένου (ανύπαρκτου) ελληνικού κοινωνικού συνόλου.

Κατέβηκε πρώτος ο Μπαμπάς με τον πυρέσσοντα Θοδωράκη. Δέν έπεσε στη θάλασσα, ούτε αυτός ούτε εμείς, που παίρνοντας θάρρος και με την προστασία πάντα του ευγενέστατου καπετάνιου, τον ακολουθήσαμε.

Βρεθήκαμε στοιβαγμένοι σε μιά βαρκούλα με δυό κουπιά, μιάμιση πιθαμή απόσταση από το νερό. Ένα γαλαζοπράσινο ήρεμο νερό, μιά φαντασμαγορία, όπου έπαιζαν οι σκιές του κόλπου γύρω-γύρω με τα χρώματα της θάλασσας και του βυθού. Εμείς όμως κρατάγαμε ακόμα και την αναπνοή μας, για να μην πά και κουνηθούμε και μπατάρομε. Εκτός από τη Τούλα, κανείς μας δέν ήξερε μπάνιο… Ο ψαράς τράβαγε ήρεμα κουπί, σίγουρος θαλασσόλυκος. Η όψη του μάς καθησύχαζε.

Απομακρυνθήκαμε αργά από τα σιδερένια πλευρά του πλοίου. Μέσα σε τούτο το καρυδότσουφλο, μάς φαινόταν τώρα ο Κύκλωπας σάν τεράστιο υπερωκεάνιο, ήρεμος κι επιβλητικός μέσα στα γαλήνια νερά του όρμου Καψάλι.

Καμιά ώρα αργότερα, φορτωμένοι σά σακιά  μέσα σ’ ένα  φορτηγό, μοντέλο 1920, ανεβαίναμε αγκομαχώντας, σπρώχνοντας σχεδόν, τις κορδέλλες του δρόμου προς τη Χώρα. Πιάτο κάτω ο κόλπος, και στη μέση του—να ξεφορτώνει ακόμα, μικρός  κι ασήμαντος  σκυλοπνίχτης, όλο κατάρτια και τεράστιο φουγάρο, το Α/Π „Κύκλωψ“:

„Αναχωρεί εκάστην Τρίτην και Παρασκευήν και ώραν 8ην πρωινήν διά Μονεμβασίαν, Νεάπολιν, Αγίαν Πελαγίαν, παραλαμβάνον επιβάτας και εμπορεύματα“.

 Φρανκφούρτη,  1998/99
Από το κείμενο, βλ. σελ. 93:
«…. και το ζώο κρεμότανε τώρα πάνω από τη θάλασσα, ίσως και οχτώ-δέκα  μέτρα ύψος. Με δυνατές φωνές παράγγειλαν οι ναύτες, νάρθει μία από τις βάρκες προς εκείνη τη μεριά…..»
    (Παρομοία αποβίβασις όνου, δεκαετ. 40… Φωτ. από Διαδ.)
Το Καψάλι, όπως ήταν στη δεκαετία του 50-60 (Από κάρτ-ποστάλ της εποχής)

 

 

Α/Π „ΑΥΡΑ“

διά Νεάπολιν, Μονεμβασίαν, Πειραιᾶ

  

Παιδικά βιώματα 1940-1949

ΧΙΙ

 

 

Τα Μαυρογιωργιάνικα, δεκαετία 60 (Φωτογρ. από Μάρμαρο, Elfriede)

 Κύπριος:  1947 διαμονή αριστερά, 1949 δεξιά

Αμιργιαλής (βέλος)

Αμιργιαλής, 1997   (Από το αρχείο μας)

 

ΧΙΙ.  Α/Π „ΑΥΡΑ“

      διά Νεάπολιν, Μονεμβασίαν, Πειραιᾶ

  1. Καλοκαίρι του ’49

Το παπόρι της άγονης γραμμής θάπιανε Αγία Πελαγία το Σάββατο, το βραδάκι κατά τίς οχτώ, είχε πεί ο Κατσούλης ο πράχτορας. Την είδηση μάς την έφερε ο Μπάρμπα-Γιώργης, που είχε πάει για δουλειές στον Ποταμό. Μαζί, έφερε και τα εισιτήριά μας για τον Πειραιά. Σηκωνότανε πρωί στις τρείς και ξεκίναγε  με το χάραμα. Είχε ένα γιωταχί  πούκανε την απόσταση Καραβά—Ποταμό σε δυό ώρες. Άμα ,,το πάταγε“, έκοβε πέντε χιλιόμετρα την ώρα. Αλλά… ούτε βενζίνες, ούτε ΚΤΕΟ, εφορίες, ασφάλειες και τρακαρίσματα. Κύριος κι ανεξάρτητος. Ένα πότισμα μονάχα το πρωί στον Αμηργιαλή. Αποβραδίς είχε φουλάρει το ρεζερβουάρ με σανό — για το  πάρκινγκ κάτω απ’ τα δέντρα της πλατείας στον  Ποταμό.

Οι διακοπές μας τελείωναν. Πρίν μιά βδομάδα είχε πάει κι ο Μπαμπάς στον Ποταμό με το γαϊδούρι του Μαυρογάιδαρου. Έπρεπε να κάνει αίτηση και να πάρει απο την Αστυνομία τις άδειες για την αναχώρησή μας. Πρίν ένα περίπου μήνα είχαμε έρθει στο νησί με το ατμόπλοιον „Ανατολή“: Πειραιάς – Αγία Πελαγία 8 μ.μ. – 8 π.μ. Φτάνοντας αισίως στα Κύθηρα, έπρεπε να θεωρηθούν από την Αστυνομία τού Ποταμού οι άδειες παραμονής μας στο νησί και να κατατεθούν εκεί. Μαζί και οι ταυτότητες όλων μας. Τα παιδιά της ηλικίας μου, 14 χρονών, δέν μπορούσαν να ταξιδέψουν, άν δέν έβγαζαν ταυτότητα: Η Ελλάδα του Εμφυλίου…

Μιά μέρα πρίν την αναχώρησή μας, είχαμε αρχίσει να μαζεύομε τα πράγματα. Οι πρώτοι μπόγοι, τυλιγμένοι εξωτερικά με τις κουρελούδες, ήταν κιόλας έτοιμοι. Αυτούς θα τους κατέβαζε από νωρίς στην Αγία Πελαγία η θειά—Μερόπη με τη γαϊδούρα της. Δυό βαλίτσες ακόμα και μερικούς ντορβάδες θα μάς πήγαινε ο Μήτσος της Γληγόρας με το γάιδαρό του.

Αμέτρητες ήταν οι αποσκευές μας. Είμαστε μιά οικογένεια με τέσσερα μικρά παιδιά, στη μετακατοχική περίοδο και μέσα στον Εμφύλιο. Είχαμε παραθερίσει ένα μήνα σ’ ένα μισοερειπωμένο σπίτι, που είχε να κατοικηθεί από πρίν τον πόλεμο: Έλειπαν τα πάντα.

Τα υπόλοιπα μπαγάζια λοιπόν, μικρές βαλίτσες, καλάθια, τσάντες, κοτόπουλα που μάς είχαν κάνει δώρο οι χωρικοί, ο ντενεκές με το λάδι, η σαιζ – λόνγκ, δυό αρμαθιές σκόρδα, αχλάδια, ένα τσουβαλάκι αμύγδαλα κι άλλα αμέτρητα μπογαλάκια έπρεπε να πάνε με αγοραία ή δανεικά γαϊδούρια, αλλά και με τα πόδια, μέχρι την „Πορταδέλλα“, όπου περνούσε κι έπαιρνε κόσμο ένα αυτοκίνητο …  συγκοινωνίας.

Αυτό  ήταν ένα παλιό φορτηγό, διασκευασμένο σε… λεωφορείο με πάγκους μέσα και σκεπή σέλφ—μέιντ, από σωλήνες και καδρονάκια, που τη φόρτωναν φίσκα με τα μπαγάζια των επιβατών. Σχεδόν άλλο τόσο φορτίο όσο και η ίδια η καρότσα, που έτριζε στις στροφές απαίσια. Σού ρχόταν τότε—παράλογα και περίπου αντίθετα με τη λογική του Αριστοτέλη („Περί Κινήσεως“) και τους νόμους της φυσικής—να την αρπάξεις τη σκεπή εκείνη και να την κρατήσεις γερά, όπως έγερνες κι εσύ στη στροφή, για να μην καταρρεύσει προς τα πλάγια και μάς παρασύρει μαζί της στον γκρεμό.

(Τη φωτογραφία (1947) μού έστειλε ο ανιψιός μου Μάριος )

Αυτό το… „Λεωφορείο της γραμμής“ήταν το μοναδικό σ’ όλο το νησί, που τότε, πριν τη μετανάστευση, είχε ακόμα αρκετό γηγενή πληθυσμό. Την ημέρα λοιπόν πούχε πλοίο, Αύγουστο μήνα, αυτό το σπάνιο όχημα ήταν τόσο γεμάτο με κόσμο και από άλλα χωριά, που δέ σ’ έπαιρνε. Μπορούσες όμως να το κλείσεις „ιδιωτικά“ με άλλους μαζί και να σε πάει νωρίτερα. Έτσι κι εμείς: μ’ άλλες δυό οικογένειες κανονίσαμε με ειδική ταρίφα να μάς κατεβάσει στην Αγία Πελαγία στις 11 το πρωί.

 

Ήταν τέλη Αυγούστου 1949. Ο καιρός είχε δροσίσει και το μελτέμι, μιά βδομάδα τώρα, έβαζε μπροστά κάθε πρωί εννιά –δέκα με το ρολόι και κράταγε ώς τη νύχτα. Το παρακολουθούσαμε με ιδιαίτερη προσοχή τις τελευταίες δυό –τρείς μέρες, μαζί με τη σίγουρη πρόγνωση καιρού πούβγαζε με την πρωινή Καλημέρα ο Μπάρμπα-Γιώργης.

Και λίγο αργότερα, που πηγαίναμε για ψώνια στο Μάρμαρο, θέλαμε να δούμε από κεί ψηλά, τί κάνει η θάλασσα · πάντα δυσκολοπλησίαστη για μάς κείνους τους καιρούς. Και που γι’ αυτό η μακρυνή της παρουσία μάς γέμιζε με μιά περίεργη μυστικοπάθεια. Όμορφη θεά ήταν η θάλασσα, ζωντανή κι επικίνδυνη– όπως ένα στοιχειό.

Καθόμαστε λοιπόν στο μαγαζί του Μαλλιαρού, στη βεράντα με την απέραντη θέα προς το Λαφονήσι. Γιά κανέναν καφέ, οι μεγάλοι, ή γκαζόζα, βανίλια, γλυκό κουταλιού, οι μικρότεροι.  Στις δέκα—έντεκα η ώρα είχε φουντώσει κιόλας το μελτέμι. Η θάλασσα κεί πέρα, πίσω απ’ το φανάρι του Αϊ-Νικόλα, είχε ένα βαθύ γαλάζιο, κατάσπαρτο από „προβατάκια“ – κύματα αφρισμένα. Καμιά φορά, πέρναγε και κανένα τεράστιο „Λίμπερτυ“. Eκείνα τα θρυλικά φορτηγά του πολέμου. Ατάραχο, με το επιβλητικό του μέγεθος, έσκιζε με υπεροψία την αφρισμένη θάλασσα της Αφροδίτης, φτιαγμένο αυτό για ωκεανούς και κύματα–βουνά. Νάνοι μπροστά του τα μικρά ακτοπλοϊκά της γραμμής….κι εμείς, που μακαρίζαμε τους ναυτικούς που ταξίδευαν μαζί του, αδιάφοροι για τις παραξενιές και τα τερτίπια του Κάβο—Μαλιά.

Και μεγάλωνε η αγωνία μας: θα μπορέσει να πιάσει Αγία Πελαγία, ή θα πάει Καψάλι το βαπόρι; Κανείς δεν τόξερε αυτό. Ακόμα κι όταν είχε φανεί ήδη το βαπόρι στην άκρη του Καβο—Μαλιά, τραβώντας πρώτα για τη Νεάπολη.

  1. Δοξούλα Κυθέρεια

Τελευταία μέρα το πρωί που θα φεύγαμε. Παρ’ όλα τα τρεχάματα και τις προετοιμασίες για το ταξίδι, κατάφερα „να πάω για νερό“, τελευταία φορά. Και μάλιστα με το ανοιχτόχρωμο γκριζοπράσινο σταμνάκι που το κράταγε κρύο όταν το βάζαμε στο ρεύμα, στο σκιερό παράθυρο.

Γιατί όμως ήθελα τόσο πολύ να πάω για νερό;: Είχε καθιερωθεί πιά, για μάς τους μικρότερους, αυτή η αγγαρεία με το φρέσκο νερό από το σιδερόνερο της „Πορτοκαλιάς“.  Τα πρωινά, μέχρι τις δέκα, πρίν πιάσει η ζέστη.  Κάθε δύο ή τρείς μέρες έπρεπε να πάμε να γεμίσομε απ’ τον Αμηργιαλή και τη μεγάλη κόκκινη παμπάλαια στάμνα. Χιλιάδες φορές είχε πάει κι είχε έρθει, κι ακόμα ζούσε, η βαρειά στάμνα, αυτό το κειμήλιο απ’ τον καιρό της Γιαγιάς, που το σπίτι εκατοικείτο. Εμείς την κρατούσαμε γεμάτη δύο—δύο. Οι Παλιοί θα την κουβαλούσαν ασφαλώς στον ώμο.

Υπήρχε λοιπόν η κακουχία ν’ ανεβαίνεις φορτωμένος μές στη ζέστη την ανηφοριά απ’ τον Αμηργιαλή για τά Μαυρογιωργιάνικα. Γρήγορα όμως το νεροκουβάλημα μού αποδείχθηκε ωφέλιμο. Και όχι μόνο στην υγεία. Μαζεύονταν κι άλλα παιδιά στην „Πορτοκαλιά“,  αγόρια, κορίτσια. Αργούσαμε να γυρίσομε με το φρέσκο, κρύο νερό.

Κι η μεγάλη καψούρα για νερό, τελευταία μέρα, ήταν η Δοξούλα. Τελείως πρόσφατα. Την είχα δεί πρώτη φορά στην εκκλησία. Άγνωστη. Με πρόσεξε και κείνη. Χαμογελούσε, έτσι που σούμενε αξέχαστη κι άς μήν απευθυνόταν κατευθείαν σε σένα. Φορούσε ένα ανοιχτό εμπριμέ φόρεμα πούδενε στη μέση πίσω, σχηματίζοντας πιέτες. Φαινόταν ευκατάστατη.

Όπως με κοίταξε, με κείνο το τυχαίο έστω ποσοστό από ένα αόριστο χαμόγελο – αυτό ήτανε. Κείνη τη στιγμή πήρα μαζί μου και κοιμήθηκα μαζί της το βράδυ ευτυχισμένος.

Στο σπίτι έμαθα λεπτομέρειες. Οι μανάδες μας ήταν παλιές φίλες. Η οικογένειά της είχε έρθει κι αυτή για διακοπές στο Τσιρίγο. Μείνανε στην αρχή στη Χώρα. Από την περασμένη Κυριακή είχαν έρθει να καθίσουν και στο χωριό της γιαγιάς της. Ήταν δεκατριώ χρονών – ένα χρόνο μικρότερη.

Σκάλιζα με μεράκι βαρκούλες από ξύλο, ολόσωμα μοντέλα. Τις προάλλες που πήγα για νερό, πήρα μαζί μου μιά καινούργια βάρκα από ξύλο καρυδιάς, για να τη δοκιμάσω σε μιά μεγάλη λούμπα του λαγκαδιού, κοντά στο „Σιδερόνερο“. Όταν γύρισα στην πηγή, δέ βρήκα τη στάμνα μου, που την είχα αφήσει σε μιά από τις θήκες πάνω από τη βρύση.   Βρήκα μόνο τη … Δοξούλα της περασμένης Κυριακής, που μού χαμογελούσε, έτσι πάντα αθώα, καθισμένη στο πεζούλι δίπλα στο κεφαλόβρυσο με τη φίλη της την Άννα. Περιμένανε τον Μπάρμπα-Τάσο, το θείο της, που μάζευε λαχανικά από τον κήπο του, λίγο πιό κάτω από τη βρύση.                                      

Εδώ, η δοκιμή της βάρκας

Η εξαφάνιση της στάμνας και τούτη η αναπάντεχη συνάντηση μ’ είχαν αφήσει κεραυνόπληκτο, αμήχανο και καρδιοχτυπούντα.

Πράγματι, ερχόταν  τώρα ο Μπάρμπα-Τάσος με το γάιδαρό του. Πίσω, είχε δεμένα με σχοινί, το γαϊδούρι του Χαράλαμπου του Κοίλιαρη, του γείτονά του, και μιά κατσίκα. Ανέβασε την ανηψιά του στα καπούλια και τη φίλη της στο δεύτερο γάιδαρο. Περνώντας μπροστά μου, γύρισε η Δοξούλα μ’ ένα πνιχτό γελάκι και μούγνεψε κατά τη μεγάλη μάζα με τα βάτα, κάτω από το χώρο της βρύσης. Εκεί υψωνόταν το τοιχείο που διαμόρφωνε αυτό το χώρο, με το πεζουλάκι και τους πέτρινους πάγκους.

Είχα χάσει την επαφή με την πραγματικότητα. Όπως έψαχνα μηχανικά για το σταμνί, έβλεπα ακόμα μπροστά μου φιξαρισμένο στην οθόνη του μυαλού μου αυτό το χαμογελαστό προσωπάκι. Κι ένα βλέμμα με κάποιο αδιόρατο, υποβλητικό νόημα που σε κατακτούσε. Οι διακοπτόμενες ακτίνες που κατάφερναν να διαπερνούν τις πυκνές φυλλωσιές των πλατάνων, χρύσωναν φευγαλέα τα πλούσια καστανά μαλλιά της. Και δέν ήξερες, άν αυτό που ζούσες ξαφνικά ήταν αφελείς φαντασιώσεις, ή η χειροπιαστή μέγγενη του έρωτα με το θείο κάλλος και τις αδυσώπητες καταλυτικές απαιτήσεις του. Ανατρίχιαζα στη σκέψη, ότι πρέπει να με είχαν δεί οι δυό τους όταν κατέβηκα, αθέατες αυτές, από τον κήπο του Μπάρμπα-Τάσου.

Και πράγματι, δέν είχα παραισθήσεις. Τα νεανικά σκιρτήματα ενεργοποιούν ηφαίστεια κι οι εφηβικές  ευαισθησίες επικοινωνούν αόρατα, με απίστευτη ενάργεια και υπερβατικές διασυνδέσεις. Ίσως να υπάρχει κάποια ηλεκτρομαγνητική  συνομιλία των ψυχών.

Χθές το απόγεμα,  μιά μέρα δηλαδή μετά τη „στάμνα“, κάτι με τράβαγε να πάω στην „Πορτοκαλιά“. Κατεβαίνοντας από τον Αμηργιαλή στο λαγκάδι, πρίν φανεί το Σιδερόνερο, άκουσα τη φωνή της και το παιζόγελό της. Ένιωσα κείνη την αιθέρια ανατριχίλα, που ανεβάζει τους σφυγμούς και την αδρεναλίνη. Πάλι με τη φίλη της ήταν, αχώριστες οι δυό.

Στην πηγή, πρόσφορο εργαλείο προσπέλασης για τις πρώτες ερωτικές αψιμαχίες, ήταν τα παιχνίδια με το νερό. Ισοπέδωναν αμηχανίες και δισταγμούς. Όταν έφτασα στο Σιδερόνερο, την πέτυχα να πίνει σκυφτή το λαχταριστό νερό μέσα από τις ενωμένες παλάμες της.

Το Σιδερόνερο «Πορτοκαλιά», δεκαετία 60.
Όρθια η Χαρίκλεια. Λούσιμο τότε μόνο στις πηγές.

                                               

Η „εκδίκηση“ για την προχθεσινή απόπειρα εναντίον μου απαιτούσε άμεση δράση. Πρίν προλάβει να επέμβη η Άννα, είχα γεμίσει τη χούφτα μου από τη διπλανή βρυσούλα κι έβρεξα τής Δοξούλας τους πλούσιους βοστρύχους στο λαιμό. Μάλλον το περίμενε. Κι η παθητική στάση της ήταν ίσως αδράνεια αναμονής.

Πήρε τότε κι αυτή το ντενεκάκι, που ήταν εκεί για να πίνουν οι διαβάτες, και το γέμισε. Χώθηκα έγκαιρα μέσα στα πυκνά καλάμια και στις λυγαριές. Μ’ ακολούθησε. «Ήρθαμε στα χέρια». Μάς έθελγε η επαφή στα ηλεκτρισμένα δάχτυλα, στο σώμα μας, έτσι όπως μάς συνέπαιρνε καταιγιστική, η ανεξέλεγκτη ροή των στιγμών. Σε θέση αυτοάμυνας, και για ν’ αποφύγω το κατάμουτρο κατάβρεγμα, την έπιασα σε μιά στιγμή από πίσω. Γελούσε και σπαρτάριζε, έτσι όπως βρέθηκε ξαφνικά στην αγκαλιά μου. Μιά ατέλειωτη στιγμιαία ευτυχία με πλημμύρισε, όταν ένιωσα να μου χαϊδεύει το πρόσωπο ο χείμαρρος των μαλλιών της. Θόλωσε το μυαλό μου κι ο κόσμος θάμπωσε καθώς κατρακυλούσαν τα νερά, χοντρές στάλλες μπροστά στα μάτια μου, στο πρόσωπο.

Αλλά… από κοντά κι η Αννούλα, με δεύτερο κονσερβοκούτι γεμάτο νερό. Έμεινα με τη ψυχρολουσία.

— Δοξούλα!!

— Άννα !!  Πού είσαστε, βρέ;!

Οι γονείς τους είχαν φτάσει εντωμεταξύ κι αυτοί, μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό της Δοξούλας. Γύριζαν όλοι από την Πλατείαν Άμμο. Τα δυό κορίτσια είχαν ένα αρκετό διάστημα προπορευθεί κι έίχαν κάνει σταθμό στο Σιδερόνερο.

Ζούσα σ’ άλλους κόσμους κι είχε περάσει από χθές ένας ατέλειωτος αιώνας: Μόνη μου σκέψη, άν θα την έβλεπα σήμερα, τελευταία φορά, στην πηγή. Από μέσα μου παρακάλαγα να φουντώσει η φουρτούνα και να μήν πιάσει κάν το βαπόρι. Γιατι στο μεταξύ μ’ είχε πιάσει και μένα ένα αργοπορημένο μελτεμάκι. Αρμένιζα σε πέλαγα αφρισμένα και… πουθενά ακτές, μ’ αυτές τις ραγδαίες εξελίξεις.

Με τις δουλειές και τα σούσουρα της αναχώρησης, ίδρωσα όσο να τα καταφέρω να ξεστρίψω, με την πρόφαση του νερού, για να μή δώσω αφορμή σε υποψίες. Κανείς δέ με καταλάβαινε: αυτή μου η καούρα για φρέσκο νερό, τώρα που φεύγαμε …

Δέν τη βρήκα τη Δοξούλα. Φαίνεται, είχα αργήσει, ή μ’ έτρωγαν φαντασιοπληξίες. Μόνο το κελάρυσμα του νερού και το λυρικό μοιρολόι, πούψελναν τα στερεότυπα τζιτζίκια, συντρόφευε τη μοναξιά γύρω μου. Απτόητα μού φαίνονταν τα ζωάκια αυτά στη σοφή τους επιλογή, να υποκύπτουν στους αμετάκλητους νόμους της φύσης. Γιατί λοιπόν να τα ενοχλούν τα μελτέμια της ζωής;

Γλυκειά λύπη έρρεε από το λιοντάρι της πηγής. Χθές ακόμα μάς είχε ποτίσει απατηλές χαρές. Τα μαρμαρωμένα μάτια του με κοιτούσαν τώρα αδιάφορα κι ήταν η προσωποποίηση της τρέχουσας πραγματικότητας, που ξοδεύει τις συγκινήσεις μας για να επιζεί η διάρκεια του κόσμου.

  1. Θα πιάσει το παπόρι;

Το αυτοκίνητο για τη μεταφορά μας στην Αγία Πελαγία ήρθε τελικά στις δύο, από τις έντεκα πούχε πεί. Ήταν φίσκα με άλλους „Ιδιώτες“. Τα πράγματα κι εμείς περιμέναμε τρείς ώρες στην „Πορταδέλλα“. Δυό δρόμους είχε κάνει το μουλάρι του Χαρίλαου, που μας το είχε διαθέσει δωρεάν. Κι όπως είπαμε, δυό μπόγοι και δυό βαλίτσες είχαν ήδη φύγει από το πρωί για Αγία Πελαγία.

Είχα κάνει κι εγώ τουλάχιστο δυό φορές το δρόμο Μαυρογιωργιάνικα—Πορταδέλλα, κουβαλώντας διάφορα μπαγάζια. Τη δεύτερη φορά, διακινδυνεύοντας ν’ αργήσω καταφανώς αδικαιολόγητα και να χάσω και το λεωφορείο, ξαναπήγα στο Σιδερόνερο. Μάταια…

Τελικά, στριμωχτήκαμε κι εμείς μέσα στο αυτοκίνητο, μαζί με κοφίνια, κοκοράκια και βαλίτσες. Στην τελευταία στροφή, πρίν χαθεί το χωριό, κατάφερα μέσα στο συνωστισμό να ρίξω μιά τελευταία ματιά στο Μάρμαρο. Είδα φευγαλέα τη βεράντα της με την κληματαριά, τις γλάστρες με τους βασιλικούς και τα γεράνια. Να με σκεφτόταν και κείνη; Κάποιες αόριστες ελπίδες κι όνειρα έμεναν ακόμα καρφωμένα απεγνωσμένα στην παλιά φιλία των μανάδων, πούχε παροδικά ανανεωθεί. Μπορεί ίσως να ξαναβλεπόμαστε στην  Αθήνα.

Το μοναδικό καφενείο της Αγίας Πελαγίας, του Κάπονα, είχε αρχίσει να γεμίζει. Τα τραπεζάκια ήταν πιασμένα, τα τάβλια βροντοχτύπαγαν, οι καφέδες πηγαινοέρχονταν κι ο πράχτορας σ’ ένα τραπέζι στη γωνία, σκυφτός και πολυάσχολος, ίδρωνε και ξεφούσκωνε πίσω από χαρτιά κι επιβάτες, πούβγαζαν εισιτήρια, ζητούσαν πληροφορίες, ή λογομαχούσαν μαζί του, γιατι στα βαρκαριάτικα τους χρέωνε έξτρα επι πλέον κοφίνια και βαλίτσες που θα πήγαιναν μαζί τους στο βαπόρι.

Η θάλασσα ήταν στο φόρτε της. Τεράστια κύματα, με συσσωρευμένη μανία σήκωναν ουρανομήκεις πίδακες κι αφρούς, καθώς έσκαγαν πάνω στον μικρό, ανυπεράσπιστο μώλο.

Γελοίο φαινόταν αυτό το ανθρώπινο κατασκεύασμα, μπροστά στο μένος των στοιχείων. Ο θυελλώδης Γραίγος εξακόντιζε την αφρισμένη αρμύρα καταβρέχοντας τη στεριά, αρκετά μέτρα πιό μέσα από κεί πούφτανε το ήπιο κύμα στην παραλία, στους βράχους και στα μπλόκια.

„Ευχαριστούμεν τον Θεόν. Ενικήσαμεν την θάλασσαν“ έγραφε μιά αυτάρεσκη, υπερφίαλη επιγραφή, σκαλισμένη στην άκρη του μικρού λιμενοβραχίονα, που δέ θα ξεπέρναγε όλος κι όλος κείνο τον καιρό τα είκοσι μέτρα. Κωμική ειρωνεία, μπροστά στη μαινόμενη θάλασσα των Κυθήρων, που τον είχε ουσιαστικά καταπιεί.

 

O λιμενοβραχίονας της Αγίας Πελαγίας,
όπως  ήταν μετά την προέκταση στη δεκαετία του 50. Το πλοίο και τότε, και με καλό καιρό, «δεν έδενε» στην προβλήτα.

Φαινόταν απίθανο, ότι θα μπορούσαμε να επιβιβαστούμε στις βάρκες, αβρόχοις ποσίν, από τη μέσα βέβαια, την προστατευμένη πλευρά του μώλου, προς την αμμουδιά. Γιατι το πλοίο, έτσι κι αλλιώς, ακόμα και με μπονάτσα δέν πλησίαζε στον αβαθή λιμενοβραχίονα, που τον παράχωνε συνεχώς η θάλασσα.

Κάθε πέντε λεπτά έπρεπε ο πράκτορας να απαντάει στην ερώτηση, άν θα πιάσει το πλοίο. Κι αυτοί που ρωτούσαν ήταν και νεοαφιχθέντες μέλλοντες επιβάτες, αλλά και οι ίδιοι που είχαν πρίν μισή ώρα ξαναρωτήσει. Η απάντηση ήταν κοφτή και στερεότυπη:

— Θα πιάσει!

Κανείς δέν τον πίστευε.

Με την απάντηση αυτή του πράκτορα να κουδουνίζει στ’ αυτιά σου, σήκωνες το βλέμμα και περιεργαζόσουν μιά παλιά ελαιογραφία, πίσω απ’ την πλάτη του πράκτορα, λίγο πάνω απ’ το κεφάλι του. Εικόνιζε ένα ατμόπλοιο του δεκάτου εννάτου αιώνα. Ήταν σιδερένιο μεν, αλλά είχε το παραδοσιακό εκείνο σκαρί των ιστιοφόρων, με τον λοξό πρόβολο ιστό μπροστά στην πλώρη, τα δυό άλλα πανύψηλα κατάρτια, το τεράστιο φουγάρο. Αρμένιζε απτόητο και μεγαλοπρεπές, μέσα σε μιά φουρτουνιασμένη θάλασσα—καλή ώρα. Κάποιος είχε προσθέσει, προφανώς εκ των υστέρων και με κακόγουστη ευανάγνωστη δυσαναλογία … το όνομα του πλοίου: „ΑΥΡΑ“. Μπορούσαμε λοιπόν να αισθανόμαστε σίγουροι και υπερήφανοι, που θα ταξιδεύαμε μ’ αυτό το υπερωκεάνιο θαλασσόλυκο καϊκι.

Τα μπαγάζια μας σχημάτιζαν ένα σωρό πάνω στην άμμο, δίπλα από το καφενείο. Εκεί βρίσκονταν κι άλλοι όμοιοι σωροί. Πάνω στους μπόγους είχε βάλει η Μαμά να καθίσουν τα δυό κοριτσάκια, 21/2 και 4 χρονώ, ενώ ο Θοδωράκης 9 έπαιζε με συνομηλίκους.

Ο ήλιος, ανάμεσα στα κυνηγημένα γκριζόασπρα σύννεφα, χρύσωνε τα ξέφτια τους καθώς έπεφτε αργά πίσω από τα βουνά του Καραβά. Εκεί περιδιάβαζε ακόμα η σκέψη μου: Κείνη η φωτεινή ματιά, το χαριτωμένο γλυκό χαμόγελο… Και ποιός άραγε θάταν ο επόμενος παραλήπτης;

Γλυκές μαχαιριές, πούκαναν σοφό τον πόνο και χεροπιαστή την παροδικότητα της ζωής.

Η θάλασσα όμως δέν εννοούσε να κοπάσει. Πολλοί στο καφενείο έλεγαν πως „τη νύχτα πέφτει πάντα η θάλασσα καί – δέν μπορεί – θα πιάσει το καράβι“. Κάναν κουράγιο μόνοι τους…

Κολύμπι δέν ήξερε κανείς στην οικογένεια. Εγώ κι ο Θοδωράκης ίσα που „πλέαμε“. Η θάλασσα ήταν για τα παιδιά της κατοχικής και μεταπολεμικής Αθήνας „απλησίαστο αγαθό“. Από τον Καραβά, οι πιό κοντινές παραλίες με άμμο βρίσκονταν στους Φούρνους και στην Πλατεία Άμμο. Και για να πάμε εκεί, θέλαμε τουλάχιστο μιάν ώρα πεζοπορία, η δε επιστροφή γινόταν πάντα μέσα στον ήλιο και τον καύσωνα. H Πλατεία Άμμος ήταν κείνα τα χρόνια παντέρημη, όπως ακόμα στις μέρες μας είναι οι Φούρνοι. Για να μειώσουμε λίγο την ταλαιπωρία της ζέστης, παίρναμε το δρόμο για τον Καραβά μέσα από το λαγκάδι.

Κάναμε βέβαια πού και πού ολοήμερες εκδρομές. Αξέχαστες μούχουν μείνει. Φεύγαμε χαράματα από τον Καραβά κι όταν φτάναμε στα υψώματα πάνω από τους Φούρνους, πρίν κατηφορίσομε για την παραλία, αντικρύζαμε τον ήλιο να βγαίνει από τη θάλασσα σαν ένας τεράστιος χρυσοκόκκινος δίσκος. Συνήθως ήταν η θάλασσα μιά απέραντη γαλήνη, γκριζογάλαζη στο πρωινό φώς. Κι απάνω της απλωνόταν σιγά-σιγά το χρυσό χαλί του βασιλιά της ζωής.

Μαζί μας παίρναμε φαί και τρώγαμε στην πεντακάθαρη παραλία. Κεί που τελειώνει η άμμος κι άρχίζει  η γνήσια στεριά τής λαγκαδιάς, υπάρχει και σήμερα μιά πολύ παλιά ληθιά.

Από εκεί και μέσα, σχεδόν σ’ όλο το πλάτος της ρεματιάς, μαζί με μέρος από τις συνεχόμενες πλαγιές αριστερά, απλώνεται το χωράφι του Παππού Θεοδώρου Κυπρίου, ή Κοκκινοθοδωρή και της γυναίκας του Σταματίνας.

(Στη φωτογρ.: Οι Φούρνοι 2014. Πίσω από το ξύλινο παράπηγμα του καλοκαιρινού μπαρ βρίσκεται η ληθιά του χωραφιού. Αριστερά δίπλα, ο ψηλός βράχος, όπου η σπηλιά.)

Καμιά φορά βγαίνανε ψαρόβαρκες. Οι ψαράδες τράβαγαν τη βάρκα τους σε μιά τσαρδάκα, δίπλα στο κτήμα, μπροστά στη θεόρατη σπηλιά. Την άδεια για την τσαρδάκα και τη σπηλιά (Βλ. φωτογραφία), έλεγε η Μαμά και η θεία η Άννα, τούς την είχε δώσει η ίδια η Γιαγιά Σταματικώ. Φτιάχνανε οι ψαράδες στην άμμο κακαβιά και μάς έδιναν και μάς. Κοιμόμαστε στις βαθειές, ολόδροσες σπηλιές (αριστ. όπως βλέπομε τη θάλασσα) και αργά το απόγεμα γυρίζαμε στο χωριό. Σήμερα, που «Άγνωστοι» έχουν αφαιρέσει λαθραία και εγκληματικά αμέτρητα φορτηγά άμμο από την παραλία, έχει η θάλασσα τόσο πολύ ανέβει, που έχουν πλημμυρίσει εκείνες οι παλιές σπηλιές.

Είχαμε λοιπόν αγωνία, όχι μόνο άν θα πιάσει το βαπόρι, αλλά και για το πώς θα μπορούσαμε να επιβιβασθούμε από τις βάρκες στο πλοίο σώοι, χωρίς να πνιγούμε μ’ αυτή την τρικυμία.

Η Μαμά φώναξε να πάει ο Μπαμπάς να βρεί τον Τσουλή. Η ίδια με τα παιδιά ,,μόνο στου Τσουλή τη βάρκα θάμπαινε “, έλεγε.

Πράγματι, τη βρήκαμε. Ήταν τραβηγμένη κι αυτή έξω. Αρκετά μεγάλη και φαρδιά, καλό σκαρί– και δέκα μέτρα ίσως– δοκιμασμένο στις άγριες θάλασσες του Καβο-Μαλιά. Δέν είχε φυσικά μηχανή. Καμιά βάρκα δέν είχε τότε μηχανή.

Βρήκαμε και τον Καπετάν—Τσουλή*). Είχε, λέγανε, και καΐκι. Κοντόχοντρος, γεροδεμένος, καμιά πενηνταριά, πλούσια μουστάκια, με τη ναυτική τραγιάσκα—η προσωποποίηση του θαλασσόλυκου. Τη Μαμά τη γνώριζε από παιδί. Ήταν μικροανηψούλα του. Μάς καθησύχασε. Θα μάς έπαιρνε στη βάρκα του και να μή φοβόμαστε. Τον ήξερε το Γραίγο. Είχε δεί πολύ χειρότερα. ‘‘Θα πάμε καλά!…’’

Γυρίσαμε πιό ήσυχοι στο καφενείο. Τα φώτα είχανε ανάψει. Το πλοίο έπρεπε να είχε έρθει κανονικά από δώ και μιά ώρα. Ενδιάμεσα είχε ακουστεί ότι θαρχόταν εκεί γύρω στις έντεκα τη νύχτα. Ο πράκτορας είχε εξαφανισθεί. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνομε, ήταν να καρφώνουμε τα βλέμματα προς τη σκοτεινή τώρα σιλουέττα τού Κάβο—Μαλιά. Εκεί θα ξεμύτιζε το καράβι.

Όταν νύχτωσε για καλά, παίρναμε σημάδι τα φώτα της Νεάπολης και στρέφαμε το βλέμμα αρκετά προς τα δεξιά, όπου υπολογίζαμε ότι βρισκόταν ο φοβερός Κάβος.

*)Χαράλαμπος Κρίθαρης, από τον Καραβά

Πρίν τρείς χιλιάδες χρόνια ο Μαλέας ήταν η αιτία που παρασύρθηκε ο τρομερός Οδυσσέας και κατέληξε στους Λωτοφάγους (ακτές της Λιβύης. Βλ. και Σημ.  στο τέλος του Κεφ. 3).

Διηγείται ο ίδιος στους Φαίακες στη ραψωδία Ι της Οδύσσειας τις περιπέτειές του:

Καὶ νύ κεν ἀσκηθής ἱκόμην ἐς πατρίδα γαῖαν

ἀλλά με κῦμα ῥόος τε περιγνάπτοντα Μάλειαν

καὶ Βορέης ἀπέωσε, παρέπλαγξεν δὲ Κυθήρων.

(Θά ̉φτανα ἀνέβλαβος στόν τόπο μου, μά τό Μαλιά ὡς ζητοῦσα

νά κεφαλώσω, ξάφνου μ ̉ ἔσπρωξαν μαζί βοριάς καί κῦμα

καί ρέμα πέρα ἀπό τά  Κύθηρα, κι ἀλάργα μέ ξοριάσαν.)

                     Ὀδυσσείας Ι 79-81. Μετάφρ. Καζαντζάκη, Κακριδή            

Πέρναγαν οι ώρες. Κάποιοι έφεραν νέα είδηση, ότι το καράβι, λέει, θάρθει στις εντεκάμιση. Η θάλασσα εντωμεταξύ … το βιολί της. Καμιά αλλαγή. Ο μώλος εξακολουθούσε να κυριαρχείται από τα κύματα, απάτητος για θνητούς. Η Μαμά είχε βάλει τα κοριτσάκια να κοιμηθούνε. Τους είχε στρώσει πάνω στους μπόγους.

Ύστερα μάς φώναξε για φαί. Είχε προνοήσει. Το ένα από τα δυό καλάθια ήταν το ψυγείο της. Έβγαλε ένα κεφαλάκι τσιριγώτικο λαδοτύρι, τυλιγμένο σε λαδόκολλα, που τής είχαν φέρει οι γειτόνισσες: εκείνο το πορτοκαλλόχρωμο θαυμάσιο τυρί, που το διατηρούσαν στο μυρωδάτο τους λάδι. Έκοψε ψωμί.

Όρεξη είχαμε. Κάναμε μόνο θλιβερές σκέψεις για το περιεχόμενο του στομάχου μας, όταν θα μπαίναμε στο καράβι. Τρώγαμε τώρα με τα μάτια καρφωμένα στον Καβο-Μαλιά, ή προς το μέρος που πιστεύαμε ότι θα βρίσκεται ο κάβος μέσα στο θεοσκόταδο. Το ισχνό φώς πούρριχνε η μοναδική λάμπα ασετυλίνης του καφενείου, αχνοφώτιζε λίγο μέχρι την αρχή του μώλου. Λίγο πιό πίσω ξεχώριζαν στο βαθύ σκοτάδι οι αφρισμένοι πήδακες των κυμάτων.

Κι άλλοι δίπλα μας είχαν στρωθεί στο φάι. Στα τραπέζια του καφενείου έδινε κι έπαιρνε ακούραστος κι ακαταπόνητος ο τζόγος, το τσιγάρο, το ελαφρό βρυσίδι για το κλέψιμο ή τη ρέντα του συμπαίκτη. Όλα πάντως μέσα στα όρια. Ακόμα και κάτι χαμηλόφωνες συζητήσεις στο διπλανό τραπέζι, με ούζο, χταποδάκι από τα κάρβουνα και διαφορετικές πολιτικές απόψεις.

Tρείς-τέσσερις ντόπιοι συζητούσαν εκεί για τον Εμφύλιο, που ρήμαζε αλλού τον τόπο, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα. Πήρε τ’ αυτί μου μεταξύ άλλων και τούτο:

Κάθε νύχτα φύλαγαν στον Άγιο Νικόλα εναλλάξ βάρδιες από εθελοντές χωρικούς, για να εμποδίσουνε να ρθούνε αντάρτες του ΕΛΑΣ από τον Πάρνωνα, ή Χήτες της Λακωνίας στο νησί καί ν’ ανάψει και κεί το αλληλοφάγωμα. Μέχρι σήμερα μούμεινε στη μνήμη σάν  γεγονός, ότι αυτοί που τα λέγανε αυτά αντιπροσώπευαν μιά γενικότερη άποψη των κατοίκων. Ίσως νάταν η καλοπροαίρετη παιδική μου αφέλεια. Αλλά και η σύγκριση πούκανα με τη Λευκάδα, από όπου είχα απαίσιες εμπειρίες καί όπου πράγματι συνέβησαν φοβερά κι απ’ τις δυό μεριές. Αναντήρητη και ιστορικά αυταπόδεικτη αλήθεια  μένει, ότι ο λαός των Κυθήρων δέν εδεινοπάθησε τόσο. Ήταν κι αυτή μιά προσωπική εμπειρία, μιά διαπίστωση που δέν θέλω εδώ να αξιολογήσω παραπέρα.

Σημείωση

Εκεί, λιγάκι πιό δυτικά από τις ακτές της σημερινής Λιβύης, βρίσκεται το νησί Τζέρμπα της Τυνησίας. Γνωστότατο τουριστικό θέρετρο των Ευρωπαίων. Εντύπωση κάνει στον Έλληνα επισκέπτη η οικειότητα των κατοίκων με τον περίφημο ομηρικό ήρωα. Τεράστια ξενοδοχεία φέρουν το όνομά του. Αλλά και κλάμπ, κέντρα αναψυχής, ρεστωράν, άλλες ρεκλάμες θυμίζουν Οδύσσεια και Λωτοφάγους. Άμα ρωτήσεις σχετικά, η απάντηση είναι αυτονόητη και … σίγουρη: Μα, φυσικά …“Odysseus was here“. Oι σύντροφοί του, λέει, ήπιαν από το σπάνιο, και δύσκολο να βρεθεί, κρασί χουρμαδιάς „made in Djerba“. Παρασκευάζεται από τους μουσουλμάνους καλλιεργητές της χουρμαδιάς επίπονα και σε μικρές ποσότητες, γιατι η παραγωγή του καταστρέφει το δέντρο που το παράγει. Αυτά σού διηγούνται οι κάτοικοι. Οι ίδιοι, βέβαια, «απαγορεύεται να το πίνουν», για θρησκευτικούς λόγους. Αυτό το τελευταίο ιδίως, … μόνο άμα θές το πιστεύεις. Γιατι, σού περιγράφουν τελείως πειστικά, ότι το ποτό αυτό φέρνει ευαρέσκεια, μακάρια επιλησμοσύνη και σε βοηθάει να γίνεις „αμνήμων“. Ό,τι δηλαδή περίπου πάθανε και οι αδαείς σύντροφοι του Οδυσσέα, που βρέθηκε μετά στην ανάγκη να τους μαζέψει σα σακιά και να τους μπαγλαρώσει πάνω στους πάγκους της κωπηλασίας, για να μπορέσει να ξαναφύγει και να γλυτώσει από την ομαδική και αιώνια  λήθη. 

  1. Τα κύματα μάς πήραν … και οι Αύρες

Ξαφνικά, εκεί κατά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα, έγινε σούσουρο. Κάποιος είχε δεί ένα φώς προς τη μεριά του κάβου. Το καράβι από κει θα ρχόταν πρώτα Αγ. Πελαγία. Βαλθήκαμε όλοι να κοιτάμε. Πράγματι, πού καί πού διακρινόταν ένα αδύνατο κιτρινωπό φωτάκι μέσα στην απέραντη νύχτα και το ατελείωτο βουητό της θάλασσας. Ύστερα πάλι το χάναμε. Λές και το κατάπιναν θεόρατα κύματα, σάν αυτά πού μαστίγωναν την παραλία μπροστά μας. Μπορεί και να παράδερναν τα κουρασμένα μας μάτια από την αγωνία και το φόβο που μάς προκαλούσαν τ’ αφηνιασμένα στοιχεία.

Σε λίγο δέν υπήρχε αμφιβολία: Ερχόταν το παπόρι! Μεμιάς άλλαξε το σκηνικό. Τα τάβλια σταμάτησαν, καρέκλες σπρώχνονταν με θόρυβο, ονόματα και παραγγελίες, κάτι μικρά αγουροξυπνημένα άρχισαν να κλαίνε, σκιές πήγαιναν βιαστικές προς την αφώτιστη παραλία, βαλίτσες και μπόγοι φορτώνονταν στις πλάτες, πανικός. Λές κι αυτές τις ατέλειωτες ώρες της αναμονής δέν ήταν όλα προετοιμασμένα για τη μεγάλη τούτη στιγμή!…

Πετάχτηκα έξω. Στο μισοσκόταδο, και με φόντο τ’ αφρισμένα κύματα πούσκαγαν στην παραλία, είδα τους βαρκάρηδες να σπρώχνουν τις βάρκες στη θάλασσα. Οι αφροί τούς αγκάλιαζαν μέχρι τη μέση. Καμιά φορά ,,έπλεε“ η βάρκα και σηκωνότανε σχεδόν κάθετη πάνω στη ράχη του επερχόμενου κύματος. Απτόητοι οι θαλασσοδαρμένοι ναυτικοί κωπηλατούσαν προς το λιμενοβραχίονα, όπου κόπαζε κάπως το κύμα.

Ξαναγύρισα στο δικό μας στέκι. Αγωνία και σύγχυση μπροστά στην … κρίσιμη ώρα. Τα μικρά τουρτούριζαν, όπως ήταν απ’ τον ύπνο. Κοιτούσαν σα χαζά, πιασμένα απ’ το φουστάνι της Μαμάς. Ο Μπαμπάς κι ένας γνωστός βαρκάρης απ’ το τσούρμο τού Τσουλή κουβάλαγαν τις βαρειές βαλίτσες προς το λιμενοβραχίονα. Ένα πρέπει να πώ: Ο αέρας είχε κάπως ελαττωθεί. Τα κύματα όμως παρέμεναν τεράστια, ,,φουσκωμένα“, με λιγότερους τώρα αφρούς.

Κουβάλαγα κι εγώ ό,τι μπορούσα και φρόντιζα να κουβαλάει κι ο Θοδωράκης μικροπράγματα και να ξεχνάει κι αυτός το φόβο του.

Οι έμπειροι βαρκάρηδες κατάφερναν να κρατάνε τις βάρκες μισό μέτρο από τα μπλόκια, παρά το δυνατό κυματισμό. Έτσι μπορούσαν να φορτώνουν πρώτα τα μπαγάζια, για ν’ αρχίσουν αργότερα να βάζουν και κόσμο.

Απίθανο μου φαινόταν ότι οι βάρκες αυτές θα ξεμύτιζαν σε λίγο από το μώλο στην ανοιχτή θάλασσα, για να πάνε προς το πλοίο. Αυτό είχε αρχίσει να φαίνεται τώρα καθαρά. Διακρίνονταν μιά σειρά από φώτα, που όλο και πλησίαζαν.

Τελικά μαζεύτηκε όλη η οικογένεια μαζί με άλλους μπροστά στη βάρκα του Τσουλή. Ο ίδιος ο καπετάνιος στεκόταν απέξω κι έδινε οδηγίες στους ναύτες του, έξι συνολικά. Είχε φορτώσει τη βάρκα πρύμα-πρώρα με τα πιό πολυποίκιλα μπαγάζια. Φαινόταν περίεργο ότι η βάρκα θα μπορούσε να σηκώσει επι πλέον και επιβάτες…. Στη μέση, ανάμεσα σε κοφίνια, βαλίτσες, τσουβάλια, ντενεκέδες, σκόρδα, κότες, νταμιτζάνες, ξεχώριζαν κάθετα τέσσερις τάβλες. Στα πλευρά της βάρκας–ένα με την κουπαστή, υπήρχαν επίσης ένα είδος πάγκοι, όπου υποτίθεται ότι θα μπορούσε κανείς να καθίσει με την πλάτη προς τη θάλασσα και τα πόδια απλωμένα πάνω στα μπαγάζια, ή στην ποδιά κάποιου άλλου επιβάτη.

Είχε φτάσει η ώρα της επιβίβασης. Θάταν μία μετά τά μεσάνυχτα. Μιά ισχνή ανταύγεια από το φώς του καφενείου φώτιζε υποβλητικά το ασυνήθιστο σκηνικό. Στη δικιά μας την ομάδα, μπροστά στη βάρκα, είδαμε σε μιά στιγμή και τον Παπα-Γιάννη με την παπαδιά και τα παιδιά τους. Θα ταξίδευε κι αυτός.

Ο Τσουλής τον βοήθησε να μπεί πρώτα αυτός στη βάρκα. Τον έβαλαν, χοντρός-σωματώδης όπως ήταν, να καθίσει στη μέση. Όπως είπαμε, τη βάρκα την κράταγαν οι βαρκάρηδες σε απόσταση από το λιμενοβραχίονα, για να μην τσακιστεί απάνω του, παρ’ όλο που υπήρχαν εκεί δυό παλιά λάστιχα αυτοκινήτου. Το μπότζι ήταν μεγάλο κι επικίνδυνο. Έπρεπε λοιπόν κανείς να πηδήξει στη βάρκα, όπου τον έπιαναν δυό γεροδεμένα παιδιά και τον βοηθούσαν να καθίσει κάπου, όπως-όπως.

— Άντε Παπά, πές καμιάν ευκή να ξεβασκάνεις τη θάλασσα!…

τούπε ο ένας, που μόλις και κατάφερε να τον φρενάρει και να τον ισορροπήσει στο κέντρο της βάρκας. Γιατι, παραπαίοντας ο Παπάς, είχε βάλει πλώρη με τη φόρα που είχε πηδώντας μέσα, να κάνει βουτιά στη θάλασσα από την άλλη μεριά της βάρκας.

Ήρθε κι η σειρά μας… Η Μαμά, με τη μικρή Χαρίκλεια, βρέθηκε στη αγκαλιά του ναύτη, που την προσγείωσε ομαλά στην άκρη της πίσω σανίδας. Πήδηξα κι εγώ την ώρα που ανέβαινε το κύμα, για να νιώσω αμέσως μετά να καταποντίζονται τα σανίδια κάτω από τις πατούσες μου, όπως σκαμπανέβαζε η βάρκα. Βρέθηκα δίπλα στον Παπά, που ξεφυσούσε κι έβγαζε κάτι σαν άναρθρα σκουξίματα. Δεξιά μου έπεσε ουρανοκατέβατος ο Θοδωράκης και πιό κεί κάθισε με σχετική ασφάλεια ο Μπαμπάς, που κρατούσε αγκαλιά την αδελφούλα μας τη Μαρία. Η Μαμά σταυροκοπιότανε διαρκώς και ψιθύριζε προσευχές στην Παναγία. Ένας απ’ τους ναύτες, μπροστά στην πλώρη:

— Παπά, ευλόγα και φέρε μας τα πρόσφορα!

Τα σκουξίματα δίπλα μου είχαν δυναμώσει. Ένα δυνατό σπρώξιμο με συνέφερε από τις φαντασιώσεις μου, για το τί μας περίμενε έξω από το μώλο: Ο Παπα-Γιάννης είχε γύρει ξαφνικά πάνω από την κουπαστή κι έκανε εμετό. Τα κύματα κι οι αφροί τούβρεχαν τα γένια. Το καλυμμαύχι έπεσε στη θάλασσα. Έμεινε μιά στιγμή, κάτι σάν πλεούμενο μαυράδι, για να το τυλίξουν γρήγορα οι αφροί και να το καταπιεί το σκοτάδι. Ένας ναύτης χύμηξε έγκαιρα και τον κράτησε, να μήν μπατάρει και παρασύρει με το βάρος του μαζί και όλη τη βάρκα.

Ήταν σε αθλία κατάσταση ο Παπάς. Η παπαδιά τού σκούπιζε τους κρύους ιδρώτες. Η σκηνοθεσία μού φαινόταν βιβλική.

Είχαμε κιόλας απομακρυνθεί από την προκυμαία. Η βάρκα ήταν κατάφορτη. Στη μέση που καθόμαστε εμείς, πρέπει να εξείχε το πολύ είκοσι πόντους από το νερό. Είχε φουσκοθαλασσιά. Εντούτοις, κάποια αφρισμένα πλαϊνά κύματα μάς έβρεχαν κιόλας. Έξι ναύτες κωπηλατούσαν, δυό μπροστά και δυό ζευγάρια στη μέση της βάρκας.

Ο Τσουλής ήταν στην πρύμη, τιμόνι, κι έδινε εντολές. Την πήγαινε έμπειρα, κόντρα και λίγο λοξά στο κύμα. Η ψηλή πλώρη άντεχε καλά, μέχρις ότου καβαλίσει όλο το σκάφος πάνω στο επερχόμενο κύμα. Και τότε έβλεπες τη βάρκα να ορθώνεται λοξά σ’ όλο της το μήκος.

— Άς τη, να στρώσει!…

φώναζε κάθε τόσο ο ένας από τα δυό παληκάρια που δούλευαν τα μπροστινά κουπιά. Και τον βλέπαμε ξαφνικά μεσούρανα ανάμεσα στ’ άστρα.

— Άς τη, να στρώσει!…

…και χανόταν πάλι, μαζί με την πλώρη, βουτιά στο χάος, πρίν από το επόμενο υδάτινο βουνό.

— Παναγία μου, βάλ’ το χεράκι σου! Άγιε μου Νικόλα, λυπήσου μας!,

ξεφώνιζαν οι γυναίκες. Η Μαμά, πρώτη.

Παρ’ όλη τη νύχτα χωρίς φεγγάρι, υπήρχε κάποιο αχνό φώς που φώτιζε όλο αυτό το ομηρικό σκηνικό. Θές η αστροφεγγιά, θές η ανταύγεια από τα φτωχά φώτα ασετυλίνης του καφενείου, θές κάποιο ισχνό φανάρι στην άκρη του λιμενοβραχίονα, θές τα μάτια μας πούχαν συνηθίσει στο χαμηλό φώς …

Οι καλοτάξιδες βάρκες λοιπόν, αλλά μαζί και η εμπειρία των βαρκάρηδων, το πώς την πήγαιναν τη βάρκα, η ρότα που της έδιναν και ο τρόπος που κωπηλατούσαν, όλα αυτά δικαίωναν τη φήμη του καπετάνιου κι αυτά πούπε, ότι ,,δέν υπάρχει φόβος“. Η βάρκα πήγαινε μεν ,,του ύψους και του βάθους“, αλλά ακολουθούσε μιάν ομαλή, θάλεγε κανείς, πορεία, προσαρμοσμένη στις κορφές και στις κοιλάδες των κυμάτων.

Δίπλα μας ερχότανε άλλη μία βάρκα και πίσω ακολουθούσε τρίτη. Μπροστά μας βλέπαμε τώρα το κατάμαυρο σκαρί του καραβιού πούχε ρίξει άγκυρα πολύ μακρυά από την παραλία, για να μήν το παρασείρουν τα δυνατά ρεύματα της φουρτούνας και το πετάξουν στη στεριά. Μέσα στη νύχτα ξεχώριζαν μιά σειρά φώτα πάνω στο κατάστρωμα κι οι φωτισμένες καμπίνες στα πλαϊνά. Ένας προβολέας φώτιζε την αριστερή πλευρά του πλοίου από τη μεριά της μάσκας. Ο υπόλοιπος σκοτεινός του όγκος σκαμπανέβαζε απίθανα, καθώς άφηνε τα τεράστια κύματα να περνάνε από κάτω του.

Βρεθήκαμε κάποτε κοντά στην πρύμη – σχεδόν αποκάτω – που κατέβαινε πολύ λοξά προς τη θάλασσα. Όπως ερχόταν το κύμα πλώρη-πρύμα και προσπέρναγε όλο το σκάφος ξεγλιστρώντας τελικά πίσω στην πρύμη, την έκανε να βουλιάζει, να χώνεται μέσα στο νερό μέχρι ψηλά στην κουπαστή. Η βάρκα μας έφτασε σε μιά στιγμή στο ύψος σχεδόν του καταστρώματος …

Τότε διαπιστώσαμε πως πουθενά δέν υπήρχε σκάλα για ν’ ανεβούνε οι επιβάτες. Οι γυναίκες άρχισαν να ξεφωνίζουν και να δημιουργούν πανικό και σύγχυση.

— Παναγία μου, πώς θ’ ανεβούμε απάνω;! Πού είναι οι σκάλες;;

(Ποιές  σκάλες, μ’ αυτό τον κυματισμό …)

Ο Τσουλής κράταγε απόσταση 5-10 μέτρα από το καράβι. Τα πλαϊνά του μεγάλωναν και μίκραιναν σε ύψος, όπως έρχονταν κι έφευγαν τα κύματα. Η μεγίστη διαφορά μπορεί νάφτανε και τα έξι, οχτώ μέτρα

Είμαστε οι πρώτοι που θα προσπαθούσαμε να επιβιβασθούμε. Πλησίασε λίγο η βάρκα κάτω από την αριστερή μάσκα. ,,ΑVRΑ“ έγραφε με άσπρα γράμματα ψηλά η μαύρη κουπαστή της πλώρης. Μαύρο ήταν βαμμένο και ολόκληρο το σκάφος. Η υπερκατασκευή ήταν βαμμένη άσπρη.

Καμιά δεκαριά μέτρα από την πλώρη, στο ένα τρίτο περίπου κατά μήκος του πλοίου, εκεί όπου άρχιζαν τα υπερσκευάσματα και η γέφυρα, είχανε ανοίξει μιά μπουκαπόρτα, στο ύψος του καταστρώματος. Αρκετά ψηλά, για να μην τη φτάνουν τα κύματα: Το ύψος από τη θάλασσα θάφτανε και τα τέσσερα-πέντε μέτρα. Εκεί υπήρχε άλλο ένα φώς. Δυό ναύτες στέκονταν στα πλαϊνά της πόρτας. Οι σιλουέττες τους ξεχώριζαν με φόντο το φωτισμένο διάδρομο του πλοίου πίσω τους. Εκεί φαίνονταν κι άλλα κεφάλια · ναύτες και πλήρωμα που περιμένανε να μάς αρπάξουνε. Γιατι πράγματι, η επιβίβαση θα γινόταν … αεροδυναμικώς. Δέν αργήσαμε να δούμε και μιάν επίδειξη της ριζοσπαστικής αυτής καινοτομίας στα χρονικά της ακτοπλοΐας μας.

Ένας από τούς ναύτες μας ορθώθηκε μπροστά στην πλώρη, έτοιμος για το σάλτο μορτάλε. Το επόμενο κύμα ανέβασε τη βάρκα αρκετά μέτρα, μέχρι που την έφτασε σχεδόν στο κατώφλι της μπουκαπόρτας. Μ’ ένα ελαφρό κι ευέλικτο πήδημα χωρίς βοήθεια, βρέθηκε ανάμεσα στους ναύτες της ,,Αύρας“. Τον ακολούθησε σχεδόν αμέσως και κάποιο νέο παιδί που θά ταξίδευε. Κανένα πρόβλημα … Το ασανσέρ του Ποσειδώνα έκανε θαύματα.

Ήρθε μετά η σειρά του Παπά. Δύο τον κρατάγανε. Αρχίσαμε όλοι να μετράμε τα κύματα: Τούτο, … Όχι, είναι μικρό. Το άλλο, … Όχι, η βάρκα είχε λίγο απομακρυνθεί … Εδώ, να πούμε, ότι υπήρχε ένα χοντρό παλαμάρι που κρεμόταν στα πλάγια και από όπου δυό ναύτες δικοί μας κρατούσαν τη βάρκα σε λογική απόσταση από το πλοίο.

Τέλος πάντων, τέσσερα χέρια από τη βάρκα κι άλλα τέσσερα χέρια από την μπουκαπόρτα γράπωσαν γερά τον Παπά στην κατάλληλη στιγμή που και το κατάλληλο κύμα τον έφερε σε θέση …  εκτοξεύσεως.

Το μόνο πούχε να κάνει ο Παπαγιάννης, ήταν να κουνήσει λίγο τα ποδια του για να πατήσει γερά στο καράβι. Αλλά ούτε αυτό δεν κατάφερε ο σχεδόν ημιθανής ιερέας. Τους δυό βαρκάρηδες που τον στήριζαν, τους κατάπιε αμέσως το επερχόμενο χάος. Τον απαρατήσανε εγκαίρως γατζωμένο στα χέρια των ναυτών της ,,Αύρας“. Και κείνοι, με κίνδυνο να τους παρασύρει ο σωματώδης παπάς, βρέθηκαν να τον βαστάνε ακόμα – ώ του θαύματος — από τις μασχάλες μετέωρο, ανάμεσα ουρανό και θάλασσα.

Μιά εικόνα αξέχαστη: Τα μακρυά γένια, η ξέπλεκη κοτσίδα με τα ψαρά μαλλιά, τα ράσα να κυματίζουν στον αέρα, που φύσαγε ακόμα δυνατά. Η λάμπα πάνω ακριβώς απ’ το κεφάλι του μεγάλωνε αφύσικα τον όγκο του. Κρεμόταν μισολιπόθυμος με αιωρούμενα παραλυμένα πόδια, που ξεπρόβαιναν με τα μπατζάκια τους κάτω από τα ράσα, ασκεπής, άβουλος, τελείως ερείπιο. Τον βλέπαμε ψηλά — έξι οχτώ μέτρα ύψος,  καθώς καταποντιζόμαστε ανάμεσα στις κοιλάδες των κυμάτων. Στιγμές αγωνίας, άν θα κατάφερναν να τον ανασύρουν. Είδαμε ένα σωρό χέρια να τον αρπάζουν από ό,τι βρήκαν και να τον τραβάνε σαν βίντζι μέσα. Σωριάστηκε, ένας μπόγος μπροστά τους, φρακάροντας στην μπουκαπόρτα.

Ο Μπαμπάς είχε αρχίσει να προετοιμάζει ψυχικά τη Μαμά. Σε έναν από τους επόμενους καταπέλτες τη βόηθησε να σταθεί και να ,,προχωρήσει“ προς το πλωριό κατάστρωμα της βάρκας, από όπου γίνονταν οι εκτοξεύσεις. Εκεί πήραν οι βαρκάρηδες το νήπιο και τόστειλαν πρώτο απάνω … ταχυδρομικά, σχεδόν πεταχτά. Κι η Μαμά που ακολούθησε, δέν είχε περιέργως πρόβλημα. Τα μικρά ξεφωνητά των γυναικών που συνόδευαν τα μεγάλα κύματα, είχαν γίνει πια ρουτίνα.

Προσωπικά, δέν μπορώ να πώ ότι είχα προμηνύματα για ζάλισμα, ναυτία. Εκείνο που με πείραζε και με ενοχλούσε με τάσεις αδιαθεσίας, ήταν όταν βουλιάζαμε απύθμενα μετά από ένα ψηλό κύμα. Δίπλα στο πλοίο κατεβαίναμε τόσο χαμηλά, που σε μιά στιγμή είδα την πλώρη της ,,Αύρας“ μ’ όλα της τα ύφαλα πάνω από τις κορφές των κυμάτων. Πάντως, το πήδημά μου πάνω στο πλοίο με τη βοήθεια του βαρκάρη και του πληρώματος, έλαβε χώραν χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες.

Λίγο μετά βρέθηκε όλη η οικογένεια σώα πάνω στο παπόρι. Οι ναύτες διώχνανε συνέχεια τους νεοεπιβιβαζόμενους, για να μη γίνεται συνωστισμός μπροστά στην μπουκαπόρτα κι εμποδίζεται η επιβίβαση.

— Προχωράτε, μή στέκεστε! Τα πράγματά σας θάρθουν! Προχωράτε, παρακαλώ!

Να πάμε, πού;; Το καράβι, υπερπλήρες, κλυδωνιζόταν…κάτι λιγότερο από τη βάρκα. Για να περπατήσεις στο στενό εσωτερικό διάδρομο κατά μήκος του πλοίου, έπρεπε να κρατιέσαι, ή να ακουμπάς και στις δυό πλευρές. Και παντού κόσμος και στριμωξίδια.

Απεγνωσμένα ψάχναμε να βρούμε κάπου ένα μέρος για να ξαπλώσουμε, ιδίως τα μικρά. Οι χώροι κοινής χρήσεως, το ψευτοσαλόνι, ή ,,μπάρ“ κλπ. ήταν ασφυκτικά γεμάτοι. Άνθρωποι πάσης ηλικίας και φύλου κείτονταν στο δάπεδο, ή στους λίγους πάγκους και καρέκλες, ωχροί κι εξαντλημένοι από τον εμετό.

Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Πάθαινες ναυτία και χωρίς τους κλυδωνισμούς. Ασφυκτική κι ανυπόφορη πρέπει νάταν η κατάσταση και στις λιγοστές και πανάκρυβες καμπίνες, με τις διάφορες αναθυμιάσεις και την αφόρητη ζέστη. Την ανάλογη εμπειρία είχαμε κάνει ερχόμενοι στο νησί. Είχαμε κοιμηθεί τελικά έξω στον καθαρό αέρα κι η Μαμά δέν ήθελε ούτε να τις ακούει τις καμπίνες. Πίσω στην πρύμη, ανάμεσα σε παλαμάρια και σιδερικά, δίπλα στην ατμομηχανή του τιμονιού, ελευθερώσαμε αυθαίρετα μιά κάποια επιφάνεια με θέα το σκοτεινό ουρανό με τ’ άστρα και με άφθονο φρέσκο Γραίγο. Στρώσαμε όπως μπορέσαμε τις κουρελούδες. Δίπλα τρέχανε νερά και λάδια από την μηχανή που αγκομαχούσε ξεφυσώντας ατμό.

Είχα αρχίσει να ζαλίζομαι απαίσια. Τα καυτά γράσσα και τα λάδια μύριζαν έντονα και επέτειναν τις αναγούλες. Ο καημένος ο Μπαμπάς, χωρίς βοήθεια, είχε καταφέρει να ανακαλύψει και να συγκεντρώσει κάπου κοντά μας όλα τα πράγματά μας. Γινόντουσαν θάυματα κείνη  τη νύχτα. Οι αποσκευές φορτώθηκαν με τρόπο ανάλογο, όπως και το έμψυχο φορτίο. Μόνο που χρησιμοποιήθηκε ένα άλλο είδος αναβατόριο.

Εδώ δηλαδή δούλευε το πεταχτό: ,, Έεε … ώπ! Έεε … ώπ! Ακουγες τους βαρκάρηδες που συντονίζονταν με τους αποδέκτες συναδέλφους του πληρώματος της ,,Αύρας“. Δέ μαθεύτηκε τελικά, πόσα κομμάτια εμπορεύματα κι αποσκευές άλλαξαν πορεία και βρήκαν την αιωνίαν ανάπαυσιν στον υγρό τάφο της Αγίας Πελαγίας. Εμείς τουλάχιστο, δέν είχαμε απώλειες σε υλικό.

Γρήγορα, παρά τις προσπάθειές μου να το ξεχάσω, έπρεπε να παραδεχτώ ότι δέ χώραγε πιά άλλη αναβολή για τον εμετό. Παραπαίοντας και χωρίς να ξέρω πού πατούσα, γατζώθηκα στην κουπαστή της πρύμης και με μιάν αηδία για όλη τη ζωή ξαπόστειλα τα σωθικά μου κάτω στη σκοτεινή θάλασσα, που δέν εννοούσε να ησυχάσει. Μέσα στη ζαλάδα και την αναγούλα που αισθανόμουνα, μού φάνηκε πως λίγο ν’ άπλωνα τά χέρια, θα μπορούσα σε κάποιο σκαμπανέβασμα να τα βρέξω στο κύμα και να ξεπλύνω το πρόσωπό μου. Μιά από τις βάρκες πέρασε σε μικρή απόσταση από την πρύμη, πηγαίνοντας προς την παραλία. Κάποιοι είχαν πεί ότι έπρεπε να γυρίσουν οι βάρκες να πάρουν κι άλλους.

Γύρισα αποκαμωμένος και παραδόθηκα μοιρολατρικά στο μαρτύριο της ναυτίας, της βρώμας των λαδιών, του εκνευριστικού τριξίματος της μηχανής. Η δεδομένη κατάσταση πάνω στο πλοίο ήταν τέτοια και με κανένα τρόπο άλλη. Νάμαστε ευχαριστημένοι που μέχρι κείνη τη στιγμή τα πιό δύσκολα είχανε περάσει κι εμείς είχαμε επιζήσει …Μάς έμενε βέβαια ακόμα να υποστούμε μιάν ατέλειωτη, απαίσια νύχτα πάνω στο καράβι.

Θάταν και τρείς το πρωί, όταν σηκώσαμε άγκυρα κι άρχισε η πάλη σώμα με σώμα με τά κύματα του Καβο-Μαλιά. Ανάμεσα ύπνου, ξύπνιου και ναυτίας χορεύαμε  μαζί με το κατάστρωμα, ενώ μέσα μας στροβιλίζονταν τα πάντα. Άν ξαφνικά καταποντιζόταν το πλεούμενό μας, θα περνάγαμε στην άλλη ζωή, χωρίς να το καταλάβουμε. Εξιλεωμένοι μέσα σε λίγες ώρες για τις μέχρι τότε αμαρτίες μας, θα δοξολογούσαμε τον Παντοκράτορα που μάς έσωσε από την επίγεια κόλαση.

Μόνο τον Μπαμπά δέν τον πείραξε τελικά η θάλασσα. Έτρεχε στην ανάγκη απ’ τον έναν στον άλλο κι έδινε κουράγιο και πρώτες βοήθειες.

Ώσπου κάποτε, μέσα στη λάβα του επόμενου μεσημεριού φάνηκε ο Πειραιάς. Πατήσαμε ξανά στέρεη ξηρά στις τρείς και μισή το απόγεμα!…  Η αποβάθρα του Πειραιά, αλλά και το δωμάτιό μας στο Βατραχονήσι σκαμπανέβαζε μιάν ολόκληρη μέρα ακόμη.

Ο Καβο-Μαλιάς επιβεβαίωνε άλλη μιά φορά τη διαχρονική του φήμη. Και μένα, στις αναμνήσεις μου, ένα ακόμη όνομα ακτοπλοϊκού πλοίου της άγονης γραμμής Πειραιώς – Κυθήρων, θα γινόταν θρύλος: Το ατμόπλοιον ,,Αύρα“, ναυπηγήσεως 19ου αιώνος.

„Ανάμεσα Τσιρίγο και Καβο-Μαλιά γεννήθη η Αφροδίτη“. Αιθέρια οπτασία και σπέρμα ουράνιο, γοργόνα σε πλωριό κατάρτι κι ορίζοντας ανέφικτος. Γενιές ονειροπόλων  μπαρκάρουν για το άγνωστο νησί, όπου ο θείος έρωτας του Πλάτωνα ανθρώπινους κι ημιτελείς πλάθει κόσμους ιδεών. Και κεί, όπου ελπιδοφόροι „περιγνάμπτουν“ (Οδύσσ. ) τον Μαλέα, τους αναμένει η ποθητή πραγμάτωση του ονείρου. Μερικές εκατοντάδες μέτρα πρίν την άκρη του Κάβου, πριν ακόμα αντικρύσουν κάν τις κυθηραϊκές κορυφογραμμές, τους προϋπαντούν οι μυρωμένες αύρες από τον „Κρυψώνα του Έρωτα“. Αμέτρητα ευωδιαστά αγριοβότανα, μυρτιές, θυμάρια και φασκομηλιές που ώς εδώ μυρίζουν.

Κι αμέσως μετά, στην τελευταία στροφή, στον Κάβο:

« Κῦμα ῥόος τε καὶ Βορέης ἀπέωσε, παρέπλαγξεν δὲ Κυθήρων».

                                                                                      Οδυσσ. Ι 79-81

 

Ποιήματα, πίνακες του Βαττώ, πρώτες αγάπες, αναμνήσεις, ναυάγια που επιπλέουν, καράβια που ποτέ στα Κύθηρα δε φτάσαν.

 

 

 

Ευθ. Γαζής      

Φρανκφούρτη, Δεκ. 1999

 

 

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο