Το επώνυμο “Βάρδας”
Το επώνυμο αυτό δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στην εποχή μας, είναι όμως από τα παλαιότερα των Κυθήρων. Η ετυμολόγησή του δεν είναι εύκολη. Είναι γνωστό το παρακελευσματικό μόριο βάρδα (=πρόσεχε, φυλάξου), που είναι προστακτική του ρήματος vardar (βενετική διάλεκτος).
Πιθανότερο πάντως είναι το επώνυμο να προέρχεται από τη λέξη βάρδος, που σημαίνει τον ποιητή, το λαϊκό τραγουδιστή και η οποία έχει τη ρίζα της στη λατινική λέξη bardus, λέξη κελτικής προέλευσης, που σημαίνει το ραψωδό σατιρικών, κυρίως, ασμάτων. Ο θεσμός των βάρδων χάθηκε με τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Γαλατίας, επιβίωσε όμως στην Ουαλία και την Ιρλανδία. Ίσως από κει να πέρασε στο Βυζάντιο, ως παρωνύμιο ή επαγγελματικό όνομα και επώνυμο ισχυρών βυζαντινών οικογενειών.
Κατά τον 9ο αιώνα αναφέρεται ο Βάρδας, αδελφός της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, που καταγόταν από τους Μαμιγονιανούς της Παφλαγονίας, ο οποίος κατέλαβε το αξίωμα του καίσαρος στη βυζαντινή αυλή και αποτέλεσε ισχυρότατη πολιτική φυσιογνωμία της εποχής του και κύριο εκφραστή των προοδευτικών ιδεών, βοηθώντας τον Φώτιο να ανέλθει στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Ο Βάρδας δολοφονήθηκε τελικά έπειτα από διαταγή του συγγενή του, αυτοκράτορα Βασιλείου του Α΄, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για την ανακατάληψη της Κρήτης από τους Άραβες το 865.
Από τότε συνδέεται, κατά κάποιο τρόπο, το όνομα Βάρδας με την Κρήτη, στην οποία εμφανίζεται αδιάλειπτα αργότερα για πολλούς αιώνες. Μετά τον 9ο αι. το Βάρδας συναντάται πολλές φορές στο Βυζάντιο, κυρίως ως βαφτιστικό, στις γνωστές και ισχυρές βυζαντινές οικογένειες των Καλλέργη, Δαλασσηνού, Πλατυπόδη,1 Σκληρού, Φωκά κ.ά, αναφέρεται όμως και ως επώνυμο, το οποίο προέρχεται από το βαφτιστικό. Ως βαφτιστικό ανιχνεύεται αρχικά και στην Κρήτη και πάλι στη βυζαντινής καταγωγής οικογένεια των Καλλέργη, αλλά και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, ιδιαίτερα στα Σφακιά.2
Το 1330 αναφέρεται μεταξύ των αρχηγών της Κρητικής επαναστάσεως εναντίον της Βενετίας ο Βάρδας Καλλέργης, ο οποίος δρα στα Σφακιά.3 Η οικογένεια Βάρδα Φωκά, αλλά και ο Γεώργιος Βάρδας αναφέρονται επίσης μεταξύ αυτών που έδρασαν στην Κρήτη επί ενετοκρατίας.4
Εκτός Κρήτης έχει ενδιαφέρον η ανίχνευση του ονόματος και στην Ήπειρο, όπου αναφέρεται από το 1370 στο κάστρο του Αγίου Δονάτου,5 κάτι που δείχνει την εξάπλωσή του κατά τα βυζαντινά χρόνια. Η πλέον ενδιαφέρουσα ανίχνευση του επωνύμου είναι αυτή που σχετίζεται με την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως στους Τούρκους, το 1453. Τότε αναφέρεται ότι οι Stamati, Emmanuel και Leone Varda και ο Giovani Varda συγκαταλέγονται μεταξύ των επιβατών της γαλέρας του Zorzi Doria, που στις 29 Μαΐου 1453 εγκαταλείπουν την Κωνσταντινούπολη και καταφεύγουν στην Κρήτη,6 στην οποία παραμένουν,7 και από αυτούς εξαπλώνεται το επώνυμο εκεί. Η κατεύθυνση στην Κρήτη δικαιολογείται βέβαια, καθώς θεωρείται μία ασφαλής για την εποχή ενετική κτήση, πιθανότατα όμως υποδηλώνει και τις σχέσεις της οικογενείας με τη μεγαλόνησο, που, όπως είδαμε, χρονολογούνται από παλιά. Από την εποχή πάντως αυτή οι αναφορές στα κρητικά αρχεία για το επώνυμο πληθαίνουν, όπως θα δούμε στη συνέχεια, και οδηγούν ευθέως στην πιθανότητα ότι και το κυθηραϊκό επώνυμο Βάρδας φθάνει στα Κύθηρα από την Κρήτη. Πριν όμως επεκταθούμε στις αναφορές στην Κρήτη αξίζει να δούμε και αυτές που αφορούν τα Επτάνησα, καθώς και εκεί έχουμε κατά την ίδια εποχή αναφορές στο επώνυμο. Στις αρχές του 16ου αι. (1506-1508) αναφέρεται οικογένεια Βάρδα στην Κεφαλληνία με άγνωστη προέλευση,8 ενώ υπάρχουν αναφορές και για μετακίνηση προς την Ιθάκη την ίδια εποχή.9 Τον ίδιο αιώνα, αργότερα, αναφέρεται παρουσία της οικογένειας και στην Κέρκυρα, όπου ο ιερέας Δημήτριος Νικ. Βάρδας αναφέρεται σε συμβόλαιο του 1577.10 Το 18ο αιώνα αναφέρεται ο Gasparo Varda (1749),11 ενώ η οικογένεια φαίνεται να διατηρείται στην Κέρκυρα τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 19ου αι., όταν ανιχνεύεται ο φρα Αντώνιος Βάρδας το 1801,12 προφανώς ιερέας των καθολικών. Και στη Ζάκυνθο όμως εντοπίζεται το επώνυμο, γεγονός που μαρτυρεί την εξάπλωσή του σε όλα τα Επτάνησα. Το 1776 αναφέρεται ένας Andrea Varda από τη Ζάκυνθο.13
Σημαντικότερη παρουσία έχει το επώνυμο στην Κρήτη, από την οποία πιστεύεται ότι έφθασε και στα Κύθηρα. Στις αρχές του 16ου αι., το 1536, αναφέρεται ένας Giorgi Varda σε κατάλογο στρατευσίμων της περιοχής Χανίων και Αποκορώνου.14 Το 1565 στο χωριό Κυριάνα Ρεθύμνου αναφέρεται ένας Γεώργης Πιζάς τζη Βαρδοπούλας15 και το 1589 ένας Τζουάνε Βάρδας.16 Οικογένεια Βάρδα συγκαταλέγεται μεταξύ των cittadini (αστών) του Χάνδακα το 1644.17 Στην απογραφή του Καστροφύλακα εντοπίζεται ένας Βάρδας Πάτερος Μανωλιός, εκατόνταρχος Χανίων, αλλά εδώ το Βάρδας είναι βαφτιστικό.18 Το 1605 ένας Ιωάννης Βάρδας αναφέρεται ως στιμαδόρος σε πώληση ελαιοδένδρων σε συμβόλαιο της 19ης Σεπτεμβρίου 1605.19 Ολόκληρο το 17ο και το 18ο αι. υπάρχουν αρκετές αναφορές για το επώνυμο στην Κρήτη. Μεγαλύτερο ίσως ενδιαφέρον έχουν οι περιπτώσεις που το επώνυμο αναφέρεται στη Βενετία και σε πολλές από αυτές γίνεται μνεία της κρητικής καταγωγής των κατόχων του. Από την Κρήτη αναφέρεται ότι κατάγονται οι Γεώργιος Βάρδας (1678),20 Τζαν Αντώνιος Βάρδας (1706)21 και Νικόλαος Βάρδας από τα Χανιά, μαθητής του Κολλεγίου Ρώμης το 1668.22 Αντίθετα δεν αναφέρεται τόπος καταγωγής του ιατροσοφιστή αφέντη Εμμανουήλ Βάρδα (1685)23 και του δοτόρου Σαλβαδώρου Βάρδα το 1687.24 Από το Χάνδακα είναι ο Emmanuel Varda f. Stefano, σπουδαστής στην Πάδουα το 1674.25
Στα Κύθηρα η παρουσία του επωνύμου εντοπίζεται από τα μέσα περίπου του 16ου αι. φαίνεται όμως ότι ήταν παλαιότερη, καθώς οι σχετικές αναφορές σ’ αυτήν είναι πολλές, κάτι που μαρτυρεί μακρά παρουσία. Βρίσκουμε, μεταξύ άλλων, τους: Κώστα Βάρδα σε συμβόλαιο της 6ης Σεπτεμβρίου 1564,26 Ιωάννη Βάρδα, «οφιτζιάλο της αυθεντίας», αξιωματούχο δηλαδή της τοπικής εξουσίας, μάρτυρα σε συμβόλαιο της 20ής Ιουλίου 1564,27 Γεώργη Βάρδα, επίσης οφιτζιάλο, στις 25 Ιουλίου 156528, Νικήτα Βάρδα, επίσης οφιτζιάλο, μάρτυρα σε συμβόλαιο στις 30 Μαρτίου 1566,29 Μανέα Βάρδα (πριν από τις 8 Απριλίου 1565),30 Ανδρέα Βάρδα του Ιωάννη το 1564,31 το Μανόλη του παπά στις 18 Νοεμβρίου 1565,32 τη μοναχή Ανήσια, θυγατέρα ποτέ Γεώργη Βάρδα, στις 25 Ιουλίου 1565,33 την Αντονέλα Βαρδοπούλα (πριν από τις 14 Ιανουαρίου 1565)34 κ.ά.
Έκτοτε η παρουσία του επωνύμου στις πηγές, στα Κύθηρα, είναι συνεχής, αν και περιορισμένη. Το 1630 αναφέρεται ο παπα Θεοδωρής Βάρδας (26 Αυγούστου 1630)35 και αργότερα υπάρχουν αρκετές αναφορές στις απογραφές της ενετοκρατίας36 από το 1721 έως το 1788, αλλά και σε ληξιαρχικά κατάστιχα εκκλησιών.37 Οι υπάρχουσες αναφορές δείχνουν ότι οικογένειες με το επώνυμο Βάρδας βρίσκονται, τουλάχιστον από το 17ο αι., στο χωριό Κατούνι, κοντά στο Λειβάδι και ότι το επώνυμο δεν εξαπλώνεται στο υπόλοιπο νησί, αλλά παραμένει στις πολύ κοντινές με το Κατούνι περιοχές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι αναφορές που αφορούν πρόσφυγες από την Κρήτη στα Κύθηρα, καθώς αποδεικνύονται και εδώ οι στενές σχέσεις των δύο νησιών. Σχεδόν σε όλες τις αναστατώσεις της Κρήτης, οικογένειες και μεμονωμένοι διωκόμενοι βρίσκουν ασφαλές καταφύγιο στα ενετοκρατούμενα Κύθηρα. Στα τέλη του 18ου αι. και έπειτα από την τουρκική κατάκτηση της Κρήτης, αναφέρεται ότι οι Σφακιανοί βρίσκουν για δεύτερη φορά καταφύγιο στα Κύθηρα.38 Το 1690 οι ενετικές αρχές των Κυθήρων χορηγούν στο Βάρδα Σφακιώτη,39 καπετάνιο, άδεια μεταφοράς εμπορευμάτων στην Πελοπόννησο (Κορώνη και Μονεμβασία). Εδώ το Σφακιώτης είναι, το πιθανότερο, προσδιοριστικό της καταγωγής και το Βάρδας επώνυμο.40 Αργότερα μία Ελένη Βαρδοπούλα συγκαταλέγεται το 168741 μεταξύ των προσφύγων από την Κρήτη στην ενορία του Σωτήρα των Σφακιανών στη Χώρα.
Σήμερα στα Κύθηρα το επώνυμο εξακολουθεί να περιορίζεται σε ελάχιστες οικογένειες στο Κατούνι και στο Λειβάδι, συγγενικές μεταξύ τους οι περισσότερες. Στην κυθηραϊκή διασπορά το επώνυμο είχε πάντα ισχυρή παρουσία. Στη Σμύρνη αναφέρεται οικογένεια Βάρδα, ενώ εκεί βρίσκουμε και τον τύπο Βάρδος με κυθηραϊκή αναμφίβολα καταγωγή, αν και υπάρχει υπόνοια ότι πρόκειται για τυπογραφικό λάθος.42 Αρκετοί είναι οι Κυθήριοι στη διασπορά των ΗΠΑ και της Αυστραλίας με το επώνυμο Βάρδας, όλοι με καταγωγή από το Κατούνι.
Ενδιαφέρον έχει η ανίχνευση στοιχείων του επωνύμου και στην τουρκοκρατούμενη Κύπρο στο επώνυμο Karavardak, το οποίο είναι άγνωστο τι προέλευση έχει, είναι όμως γνωστό ότι έχουν διασωθεί στην Τουρκία ίχνη από τα ελληνικά επώνυμα, όταν οι κάτοχοί τους εξισλαμίστηκαν κατά την πορεία των αιώνων.
Στην Κρήτη υπάρχει ο συνοικισμός Βαρδιανά στην κοινότητα Καλλεργιανών Κισσάμου, ενώ στα Χανιά υπάρχει το χωριό Βάρδια. Στην Ηλεία επίσης υπάρχει το χωριό Βάρδα και στην Ήπειρο η περιοχή και ο ποταμός Βάρδας. Με το επώνυμο Βάρδας σχετίζονται τα επώνυμα Βαρδάκης, Βαρδίδης και Βαρδινογιάννης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο πρωτοσπαθάριος Βάρδας Πλατυπόδης αναφέρεται στην ιστορία του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου ως στασιαστής στη Μάνη επί αυτοκράτορος Ρωμανού. Α. Κουτσιλιέρης, Μάνη, Aθήνα 1993, σελ. 175.
2. Ν.Β.Τωμαδάκης, Σφακιανά και άλλα τινά Kρητικά ονόματα και επίθετα, Ροδωνιά, Β΄,σελ. 561.
3. Iστορία Eλληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Θ΄, σελ. 269.
4. Β. Ψιλάκης, Ιστορία της Κρήτης, Β΄, Xανιά 1909, σελ. 145.
5. D. Nicol, Tο Δεσποτάτο της Ηπείρου, 1267-1479, Aθήνα 1991, σελ. 214.
6. Κ.Δ. Μέρτζιος, Περί των εκ Κωνσταντινουπόλεως διαφυγόντων το 1453 Παλαιολόγων και αποβιβασθέντων εις Kρήτην, Bελιγράδι 1964.
7. Iστορία Eλληνικού Έθνους, Εκδ. Αθηνών, Ι΄, σελ. 51.
8. Κεφαλονιά, σελ. 150.
9. Πρόκειται για τους Zaneto de Varda και Piero de Varda, οι οποίοι αναφέρεται να εγκαθίστανται από την Κεφαλληνία στην Ιθάκη το 1508.
Βλ. Βενετοκρατούμενες ελληνικές χώρες, σελ. 101 και 135.
10. Λ. Βροκίνης, Η ίδρυσις της Δημ. Βιβλιοθήκης Κερκύρας, Κερκυραϊκά Χρονικά 17 (1973), σελ. 121, 122.
11. Αιτήματα και πραγματικότητες, Γ΄, σελ. 43.
12. Βροκίνης, ό.π., σελ. 213.
13. Αιτήματα και πραγματικότητες, σελ. 82.
14. Κατάλογος στρατευσίμων, σελ. 350.
15. «….ο Γεώργης Πιζάς τζη Βαρδοπούλας από το χωριό Κυριάνα Ρεθύμνου οφείλει χρήματα στο φεουδάρχη Ματθαίο Καλλέργη του ποτέ Βίκτωρα», Βούλα Κόντη, Τα εθνικά οικογενειακά ονόματα στην Kρήτη κατά τη Bενετοκρατία (13ος-17ος αι.), Σύμμεικτα 8 (1989), σελ. 263 (στο εξής: Tα εθνικά ονόματα).
16. Ειρ. Λυδάκη, Ιωάννης Βεργίτσης, Κρητικός λόγιος του 16ου αι. Bιογραφικά και εργογραφικά, Θησαυρίσματα 29, σελ. 234.
17. Η παρά τω Trivan απογραφή, σελ. 51.
18. Η Βενετοκρατούμενη Ανατολή, σελ. 172-175.
19. Μ. Βαρούχας, Νοταριακές πράξεις, σελ. 135.
20. Ληξιαρχικά βιβλία, σελ. 137.
21. Ό.π., σελ. 303.
22. Θ. Παπαδόπουλος, Κρήτες μαθηταί του Kολλεγίου Aγ. Aθανασίου, Κρητικά Χρονικά 22, σελ. 239.
23. Ληξιαρχικά βιβλία, σελ. 113.
24. Ό.π., σελ. 142. Για τον ίδιο, Κ.Δ.Μέρτζιος, Η ιδιόχειρη διαθήκη του ιερέα Γρηγορίου Μαρά. (25.4.1704), Κρητικά Χρονικά 14 (1960-1), σελ. 69.
25. Γ. Πλουμίδης, Aι πράξεις εγγραφής των Eλλήνων σπουδαστών της Παδούης, Θησαυρίσματα 8 (1971), σελ. 189.
26. Εμμ. Κασιμάτης, σελ. 89.
27. Ό.π., σελ. 92 κ.α.
28. Ό.π., σελ. 289 κ.α.
29. Ό.π., σελ. 205.
30. Ό.π., σελ. 277, 278.
31. Ό.π., σελ. 226.
32. Ό.π., σελ. 112.
33. Ό.π., σελ. 368.
Αναφέρεται στη μονή Αγίου Ελευθερίου στο Μανιτοχώρι. Με την ευρύτερη περιοχή πρέπει να είχε σχέσεις, πιθανότατα δε να αποτέλεσε και τόπο διαμονής του.
34. Ό.π., σελ. 368.
35. Δικαιοπρακτικά και άλλα, σελ.133.
36. Απογραφές Kυθήρων, βλ. ευρετ. Γ΄, σελ. 99.
37. Ληξιαρχικά βιβλία Στραποδίου, Δ202, Ε9, Ε11.
38. Iστορία Eλληνικού Έθνους, Εκδ. Αθηνών, ΙΑ΄, σελ. 240.
39. Βενετική παρουσία, Δ 185, 188.
40. Από τα Σφακιά πρέπει να κατάγεται και ο Patero Varda, που αναφέρεται επίσης στις απογραφές. Ό.π., ευρετ. σελ. 81.
41. Ό.π., Δ 188.
42. Εφημ. Κυθηραϊκή Αυγή, φ. 5, 1898. Το επώνυμο αναφέρεται και στον Kατάλογο Ελλήνων της Σμύρνης, εκδ. «Ποντίκι».
ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΑΥΤΟ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΝΕΟΤΕΡΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΠΕΡΙΕΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΑΣ «ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΚΥΘΗΡΑΊΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ».
Βάρδας
Οικογένειες με το επώνυμο Βάρδας, όπως είδαμε στην α’ έκδοση των Επωνύμων εντοπίζονται πριν από το 16ο αι. στην Κρήτη, ενώ η διαφυγή τριών οικογενειών με το επώνυμο αυτό από την Κωνσταντινούπολη για την Κρήτη με την πτώση της πρώτης στους Τούρκους το 1453 είχε δημιουργήσει
την υπόνοια μήπως απόγονοι των οικογενειών αυτών βρέθηκαν αργότερα και στα Κύθηρα. Σύμφωνα όμως με νεότερες έρευνες το επώνυμο αυτό υπήρχε στα Κύθηρα παλαιότερα, αφού εμφανίζεται σε καταλόγους φορολογουμένων. Συγκεκριμένα σε κατάλογο οφειλετών της οικογενείας Βενιέρ της τριετίας 1444-144723 αναφέρεται οικογένεια Varda χωρίς να προσδιορίζεται αν πρόκειται για ελεύθερο αγρότη ή βιλλάνο. Η διάκριση είναι σημαντική, καθώς οι βιλλάνοι ανήκουν κατά πάσαν πιθανότητα σε οικογένειες που βρίσκονταν στο νησί πριν από την ενετική κατάκτηση. Παρά ταύτα η οικογένεια Βάρδα πρέπει πλέον να συναριθμηθεί με τις πολλές οικογένειες βυζαντινής καταγωγής που ήδη βρίσκονταν στα Κύθηρα πριν από το 15ο αι., όπως προκύπτει πλέον σαφώς από τις πηγές.
Να αναφερθεί, τέλος, ότι το Βάρδας, ως βαφτιστικό, δηλώνει αρμενική καταγωγή και συνηθιζόταν στη γνωστή Βυζαντινή οικογένεια των Φωκάδων24.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
23 Ό.π. Το επώνυμο δεν αναφέρεται στην εισήγηση, αλλά περιλαμβάνεται στον μακρύ κατάλογο φορολογουμένων, που είχε την καλοσύνη να θέσει υπ΄ όψιν μας η κυρία Κουμανούδη, την οποία ευχαριστώ άλλη μία φορά εδώ για την πολύτιμη βοήθειά της στην έρευνα για τα επώνυμα των Κυθήρων. Εις το εξής η αναφορά στους σχετικούς φορολογικούς καταλόγους των Βενιέρ θα γίνεται με παραπομπή στην πηγή, δηλαδή τα αδημοσίευτα Ενετικά αρχεία: Archivio di Stato di Venezia, Procuratori di S. Marco, Commissarie, b. 3A, fasc. Priv. Venier Moise I qd. Biagio cf. di S. Moise………..
24 Evelyn Patlagean, Ο Ελληνικός Μεσαίωνας….. σελ. 127…………………………
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
Τα κείμενα για τα επώνυμα και τοπωνύμια, τα οποία δημοσιεύονται εδώ, είναι τα ίδια με όσα έχουν δημοσιευθεί στα αντίστοιχα βιβλία μας ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΕΠΩΝΥΜΑ και ΚΥΘΗΡΑΪΚΑ ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ, τα οποία έχουν εκδοθεί από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών (κυκλοφορούν και στα αγγλικά από: Kytherian Association of Australia, Kyhterian World Heritage Fund και Kytherian Publishing and Media). Από τις αναδημοσιεύσεις εδώ απουσιάζουν συνήθως οι βιβλιογραφικές και λοιπές σημειώσεις, είναι δε ευνόητον ότι για να αποκτήσει ο αναγνώστης πλήρη εικόνα για κάθε επώνυμο ή τοπωνύμιο είναι απαραίτητο να διαβάσει και τις εκτενείς αναφορές στα εισαγωγικά σημειώματα των παραπάνω βιβλίων, καθώς, χωρίς αυτά, οι γνώσεις του για το θέμα θα παραμένουν ελλιπείς.
Οι εκδόσεις στα Ελληνικά διατίθενται από την Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών (βλ. στοιχεία στο σχετικό link σε αυτόν εδώ τον ιστότοπο) και στα Κυθηραϊκά βιβλιοπωλεία.