Η ανασύσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου μετά την άλωση – Η στάση της Εκκλησίας απέναντι στους Οθωμανούς κατακτητές – Οι Οικουμενικοί Πατριάρχες από το 1453 έως το 1669 και τα “πεσκέσια” τους προς τους σουλτάνους
Θα ξεφύγουμε λίγο σήμερα από τα γεγονότα των ημερών με το μακεδονικό και τις διάφορες πτυχές του και θα γυρίσουμε μερικούς αιώνες πίσω, στους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας, τα “σκοτεινά χρόνια” από το 1453 ως το 1669, και θα ασχοληθούμε με το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Πώς αυτό ανασυντάχθηκε μετά την άλωση, ποιες ήταν οι σχέσεις των Πατριαρχών με τους σουλτάνους και ποιος ήταν ο ρόλος της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης των υπόδουλων ορθόδοξων λαών.
Πρόκειται φυσικά για ένα τεράστιο θέμα, για το οποίο δεν αρκούν μερικές χιλιάδες λέξεις ενός άρθρου. Θα προσπαθήσουμε να είμαστε όσο πιο περιεκτικοί γίνεται και, αν χρειαστεί, θα επανέλθουμε.
Η νέα τάξη πραγμάτων
Την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, η ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έλαβε τέλος. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος έπεσε νεκρός στο πεδίο της μάχης και ένας άπιστος σουλτάνος μπήκε θριαμβευτικά στην Βασιλεύουσα. Η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, για χίλια και πλέον χρόνια ήταν εταίρος της Ορθόδοξης Πολιτείας, αλλά τώρα ήταν Εκκλησία ενός υπόδουλου λαού…
Βέβαια, αυτό δεν ήταν κάτι καινούργιο για την Ανατολική Εκκλησία, καθώς για αιώνες τα Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ, εκτός από σύντομα διαλείμματα, βρισκόταν υπό την πολιτική διοίκηση μουσουλμάνων. Αλλά και από τον 11ο αιώνα οπότε οι Οθωμανοί κατέλαβαν τμήματα της Μικράς Ασίας, πιστοί που “ανήκαν” στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ζούσαν υπό ισλαμική διακυβέρνηση.
Ο Μωάμεθ Β΄, είχε άριστη επίγνωση των προβλημάτων που αντιμετώπιζε η Εκκλησία και δεν ήταν εχθρικός απέναντί της. Μετά την αιμοδιψή και καταστροφική βία που ακολούθησε την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο σουλτάνος κατάλαβε ότι έπρεπε να παγιώσει ένα νέο τρόπο διοίκησης για τους Χριστιανούς.
Οι μουσουλμάνοι, είχαν μακρά παράδοση στη διοίκηση θρησκευτικών μειονοτήτων, μέσα στα όρια των κτήσεών τους. Ονομαζόταν miletή “θρησκευτικές εθνότητες” και τους επιτρεπόταν να διευθετούν τις δικές τους υποθέσεις σύμφωνα με τους δικούς τους νόμους και τα δικά τους έθιμα, αλλά και να καθιστούν τον θρησκευτικό τους ηγέτη υπεύθυνο για τη διοίκησή τους και τη νομιμοφροσύνη τους προς την ανώτατη εξουσία.
Οι Έλληνες, θα έπαιζαν πολύ σημαντικό ρόλο στην οικονομία της οθωμανικής αυτοκρατορίας και ο Μωάμεθ το γνώριζε πολύ καλά. Για να οργανωθεί το ελληνικό milet, έπρεπε να βρεθεί ένας επικεφαλής γι’ αυτό.
Είναι γνωστές οι διαμάχες Ενωτικών – Ανθενωτικών που ταλάνισαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά τα τελευταία χρόνια της ύπαρξης της. Ο Γρηγόριος Μάμμας (Γρηγόριος Γ΄), που διέφυγε στη Ρώμη (1450 ή 1451), θεωρείται ο τελευταίος Πατριάρχης πριν την άλωση.
Κάποιος Αθανάσιος που αναφερόταν παλιότερα ως ο τελευταίος Πατριάρχης πριν την άλωση, αποδείχθηκε ανύπαρκτο πρόσωπο. Να θυμίσουμε ότι ο ναός της Αγίας Σοφίας, εθεωρείτο βεβηλωμένος μετά την “ενωτική λειτουργία” που τελέστηκε σ’ αυτόν από τον (Έλληνα) καρδινάλιο Ισίδωρο στις 12 Δεκεμβρίου του 1452.
Ο Γεώργιος Σχολάριος
Μετά από κάποιες έρευνες που έκανε ο Μωάμεθ, αποφάσισε ότι ο νέος Πατριάρχης έπρεπε να είναι ο Γεώργιος Σχολάριος, γνωστός πλέον ως μοναχός Γεννάδιος. Ήταν ο πλέον έξοχος λόγιος στα χρόνια πριν την άλωση και ενέπνεε μεγάλο σεβασμό. Επίσης, ήταν ο ηγέτης των ανθενωτικών, κάτι που σήμαινε ότι δεν υπήρχε φόβος μηχανορραφιών με τη Δύση. Ο σουλτάνος έστειλε αξιωματούχους να τον βρουν και να τον φέρουν μπροστά του. Αυτό όμως δεν έγινε κατορθωτό αμέσως. Πιθανότατα, ανακαλύφθηκε ότι ο Γεννάδιος είχε φυλακιστεί τις ημέρες της άλωσης και έπειτα έγινε σκλάβος κάποιου πλούσιου Τούρκου της Αδριανούπολης, ο οποίος εντυπωσιάστηκε από τη μεγάλη μόρφωσή του και του απέδωσε, ασυνήθιστες για σκλάβο, τιμές.
Εξαγοράστηκε από τον “κύριό” του, μεταφέρθηκε με τιμές στην Κωνσταντινούπολη και οδηγήθηκε ενώπιον του σουλτάνου, ο οποίος τον έπεισε να αποδεχθεί τον πατριαρχικό θρόνο και μαζί επεξεργάστηκαν τον καταστατικό χάρτη που θα παραχωρούνταν στους Ορθόδοξους.
Έπειτα, ο Γεννάδιος κατευθύνθηκε προς τον ναό των Αγίων Αποστόλων (καθώς η Αγιά Σοφιά είχε ήδη μετατραπεί σε τζαμί), όπου χειροτονήθηκε από τον Μητροπολίτη Ηράκλειας και ενθρονίστηκε. Έπειτα, εμφανίστηκε ανεβασμένος σ’ ένα εντυπωσιακό άλογο που του είχε χαρίσει ο σουλτάνος και ίππευσε επικεφαλής λιτανείας γύρω από την Πόλη, πριν επιστρέψει για να μπει στην κατοικία του στον περίβολο των Αγίων Αποστόλων.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Φραντζή, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν αιχμάλωτος των Τούρκων και γνώριζε τι συνέβαινε, ο Μωάμεθ έδωσε στον Γεννάδιο ένα φιρμάνι υπογραμμένο από τον ίδιο, με το οποίο αναγνωριζόταν στον Πατριάρχη το απαραβίαστο του προσώπου του, γενική φοροαπαλλαγή, ελευθερία κινήσεων, ισοβιότητα στο αξίωμά του και το δικαίωμα να μεταβιβάζει αυτά τα δικαιώματα στους διαδόχους του.
Σε ανταπόδοση για όλα αυτά, ο Πατριάρχης ήταν υπεύθυνος για τη νομιμοφροσύνη του ποιμνίου του απέναντι στις σουλτανικές αρχές και για την εξασφάλιση της καταβολής των φόρων.
Αν και ο Γεννάδιος ήταν ιδιαίτερα σεβαστός, το έργο του δεν ήταν εύκολο. Ξεσήκωσε αντιδράσεις, κυρίως γιατί επικύρωσε ή ακύρωσε γάμους Χριστιανών που αιχμαλωτίστηκαν κατά την κατάληψη της Κων/πολης, όταν αυτοί οι γάμοι έγιναν κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας τους. Κυρίως κατηγορήθηκε, γιατί επέτρεψε γάμους παιδιών ηλικίας κάτω των 12 ετών. Αυτό έγινε, επειδή οι έγγαμοι νεαροί Χριστιανοί δεν ήταν ανάμεσα στα θύματα του παιδομαζώματος και της ένταξής τους στο σώμα των γενίτσαρων. Απηυδισμένος από τις αντιδράσεις, παραιτήθηκε το 1456 και έγινε μοναχός στο Άγιο Όρος και έπειτα στη μονή του Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες. Ωστόσο κλήθηκε δυο φορές στον Πατριαρχικό θρόνο (καλοκαίρι – τέλος 1463 και Αύγουστος 1464 – φθινόπωρο 1465). Πέθανε, πιθανότατα το 1473, στη Μονή Προδρόμου στις Σέρρες.
Αν και έμεινε στον Πατριαρχικό θρόνο, συνολικά, περίπου 4 χρόνια, θεωρείται ότι έθεσε τα θεμέλια για τη συνέχιση της ύπαρξης του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μετά τον Γεννάδιο – Τα “πεσκέσια”
Τα πρώτα σύννεφα στις σχέσεις Πατριαρχείου – Οθωμανών, δεν άργησαν να φανούν. Λίγους μήνες μετά την ενθρόνιση του, ζήτησε από τον Μωάμεθ την άδεια να μεταφερθεί στο Πατριαρχείο από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, καθώς η συνοικία όπου αυτή βρισκόταν, είχε εποικιστεί από Τούρκους, που δεν δέχονταν την παρουσία εκεί μιας μεγάλης χριστιανικής εκκλησίας. Μάζεψε τους θησαυρούς και τα λείψανα του ναού και μετακόμισε στη συνοικία του Φαναρίου όπου κατοικούσαν Έλληνες. Εγκαταστάθηκε στη γυναικεία μονή της Παμμακαρίστου, μεταφέροντας τις μοναχές στο γειτονικό μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη εν Τρούλω.
Μετά τον θάνατο του Μωάμεθ Β΄, τον διαδέχτηκε ο γιος του Βαγιαζήτ Β΄, για τον οποίο ο ελληνικός πολιτισμός δεν σήμαινε τίποτα. Ο γιος του Σελίμ Α΄ αντιπαθούσε σφόδρα τους Χριστιανούς. Ο Σουλεϊμάν ο μεγαλοπρεπής, έδειχνε ενδιαφέρον για τα παγκόσμια πολιτιστικά γεγονότα της εποχής του και προσπαθούσε να μεταχειρίζεται δίκαια τους Έλληνες. Μετά τη φυγή όμως όλων των μεγάλων λογίων στη Δύση, λίγο πριν ή λίγο μετά την άλωση, είχε αρχίσει η παρακμή του ελληνικού στοιχείου. Σχεδόν ταυτόχρονα, με την άνοδο στον θρόνο του Σελίμ Β΄ του Μέθυσου, άρχισε και η παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η Υψηλή πύλη, άρχισε να ελέγχεται από υπουργούς που ήταν, συνήθως, άπληστοι και αδίστακτοι, ενώ πολύ συχνά, η Βελιδέ Σουλτάνα, η μητέρα του σουλτάνου, κινούσε παρασκηνιακά τα νήματα πίσω από τις κουρτίνες του χαρεμιού.
Από το 1466, άρχισε και μια απαράδεκτη πρακτική για την άνοδο στον πατριαρχικό θρόνο. Η προσφορά δώρου στον σουλτάνο (peshkesh).
Συγκεκριμένα, ο ιερομόναχος Συμεών, ευνοούμενος των Τραπεζούντιων προσφύγων που είχαν εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη, πρόσφερε στον σουλτάνο 1.000 χρυσά νομίσματα για να ανέβει στον θρόνο, κάτι που έγινε (1466). Με τον ίδιο, συνδέεται και η επιβολή του “χαρατσιού” στο Πατριαρχείο, αν και δεν ήταν ο ίδιος άμεσα υπεύθυνος. Συγκεκριμένα, το 1474, κατά τη δεύτερη πατριαρχική του θητεία, οι αντίπαλοί του, καθώς δεν μπορούσαν να τον ανατρέψουν με άλλες μεθόδους “χρήμασι την νίκην αναλαβείν επειρώντο… χρυσίνους δισχιλίους κατ’ ενιαυτόν τελείν εις την Πόρταν τάξαντες”, (“προσπαθούσαν να κατακτήσουν τον θρόνο με χρήματα… αφού έταζαν 2.000 χρυσά νομίσματα κάθε χρόνο για να πληρώνουν φόρους στην Πόρτα(Υψηλή Πύλη)”) όπως καταγγέλλει σχετικό συνοδικό έγγραφο.
Η χρηματική αυτή “υποχρέωση” του Πατριαρχείου προς την Πύλη, καθιερώθηκε από τότε ως ετήσιος φόρος, γνωστός ως “χαράτσι” ή “βασιλικόν δόσιμο”. Από τα τέλη του 16ου αιώνα, καταβαλλόταν και δεύτερο “πεσκέσι”, όταν ανέβαινε, στη διάρκεια θητείας ενός Πατριάρχη, νέος σουλτάνος στον θρόνο.
Παράλληλα, δινόταν τεράστια ποσά σε Τούρκους αξιωματούχους «για να αποτραπούν σοβαροί κίνδυνοι και απειλές, για την τροφοδοσία των “προστατών” του Πατριαρχείου γενίτσαρων (300.000 άσπρα το 1662!), για την εξαγορά αιχμαλώτων ή ναών και πολυτίμων σκευών που είχαν για κάποιο λόγο κατασχεθεί από τις τουρκικές αρχές» (“ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ”).
Βέβαια, το πατριαρχικό “πεσκέσι” προς τον εκάστοτε σουλτάνο, αυξανόταν ραγδαία. Το 1612, είχε φθάσει στις 8.000 χρυσά νομίσματα και το 1662 1.000.000 γρόσια. ΣύμφωναμετονJ. Aymon στο “Monuments authentiques de la religion des Grecs et de la faussete de plusieurs confessions de foi des Chretiens” (“Αυθεντικά μνημεία της θρησκείας των Ελλήνων και η ψευδαίσθηση αρκετών ομολογιών πίστης Χριστιανών”), ο Διονύσιος Γ΄ για να ανέβει στον πατριαρχικό θρόνο πλήρωσε 10.000€ (σημ: δεν γνωρίζουμε πώς ο Steven Runcimanέκανε αυτή την αναγωγή σε σημερινές τιμές). Ο Paul Ricant στο έργο του “The Present State of the Greek and Armenian Churches, Anno Christi 1678” (“Το Παρόν Καθεστώς των Ελληνικών και Αρμενικών Εκκλησιών, 1678 μ.Χ.”), έργο που δημοσιεύθηκε το 1680, αναφέρει ότι ο Πατριάρχης πλήρωνε συνήθως 10.000 δολάρια με την εκλογή του, αλλά η τιμή, εκείνη την εποχή, είχε αυξηθεί στα 25.000 δολάρια. Ο Grelot αναφέρει ότι δυο Πατριάρχες πλήρωσαν κατά σειρά τη δεκαετία του 1670, όταν εκείνος βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, 50.000 και 60.000 κορόνες. Αυτό επιβεβαιώνει και ο PittondeTournefort, στο έργο του “Relationd’ UnVoyageduLevant”, 1700, ο οποίος αναφέρει ότι το αξίωμα του Πατριάρχη, πωλούνταν τότε για 60.000 ecu(η ευρωπαϊκή λογιστική μονάδα από το 1979 ως και το 1998, από 1/1/1999 αντικαταστάθηκε από το Euroσε σχέση ανταλλαγής 1:1). Μετά το 1763, οι υποψήφιοι για τον πατριαρχικό θρόνο έπρεπε να πληρώσουν από δικά τους χρήματα το peshkesh. Η απαράδεκτη αυτή πρακτική, είχε σαν αποτέλεσμα οι σουλτάνοι όχι μόνο να ευνοούν, αλλά συχνά και να προκαλούν οι ίδιοι την αλλαγή Πατριάρχη.
Από το 1453 έως το 1669, ανέβηκαν στον θρόνο, 45 Πατριάρχες, κάποιοι δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε (Παρθένιος Δ΄) ή και έξι φορές (Κύριλλος Α΄ ο Λούκαρις), ενώ κάποιοι άλλοι για ελάχιστο χρονικό διάστημα (π.χ. ο Γαβριήλ Β΄ για 8 μέρες (!) μόνο, από τις 23 ως τις 30 Απριλίου 1657, ο Κύριλλος Γ΄ ο Σπανός για 8 μέρες, τον Ιούνιο του 1652 και για άλλες δεκατέσσερις, τον Μάρτιο του 1654 και ο Αθανάσιος Δ’ για 12 ημέρες το 1679).
Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος
Υπήρξαν επίσης δυο παράνομες πατριαρχείες (Ιωαννίκιος Α΄, από την άνοιξη του 1524 ως το φθινόπωρο του 1525 και Παχώμιος Β΄, από τα τέλη Φεβρουαρίου 1584 ως τα μέσα Φεβρουαρίου 1585) και μια πατριαρχεία που δεν αναγνωρίσθηκε. Πρόκειται για την πατριαρχεία του Κλήμη, ο οποίος διαδέχθηκε τον Παρθένιο Δ΄ όταν εξορίστηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου 1667. Ανέβηκε στον θρόνο στις 9 Σεπτεμβρίου 1667. Ο Δοσίθεος Νοταράς τον αποκαλούσε “αγριάνθρωπο”. Καθαιρέθηκε από τον σουλτάνο, μετά από αναφορά των συνοδικών αρχιερέων.
Παρθένιος εκ Μυτιλήνης
Βέβαια, υπήρξαν και τέσσερις Πατριάρχες που καταδικάστηκαν σε θάνατο από τους Τούρκους με την υποψία της προδοσίας.
Ο Κύριλλος Α’ (Κύριλλος Λούκαρης) πλήρωσε με την ίδια του τη ζωή το γεγονός ότι διατηρούσε αλληλογραφία με εξέχοντες προτεστάντες ηγέτες και παράλληλα, «επέλεξε» για συμμάχους και προστάτες τους πρεσβευτές των προτεσταντικών χωρών στην Κωνσταντινούπολη. Μετά τη δημοσίεση της «Ομολογίας Πίστης» (1629) που αποδόθηκε στον Λούκαρη, σχεδόν ολόκληρος ο μηχανισμός της Καθολικής Εκκλησίας συσπειρώθηκε για να συντρίψει «τον υιόν του σκότους, τον αθλητήν του Άδου». Οι Ιησουίτες και οι Καπουτσίνοι μοναχοί της Κωνσταντινούπολης, οι πρεσβευτές της Γαλλίας και της Αυστρίας Ντε Σεσί και Σμιντ, η νεοσύστατη «Προπαγάνδα της Πίστης», ο Πάπας Ουρβανός Η’ ακόμα και ο Λουδοβίκος ΙΓ’ της Γαλλίας και ο καρδινάλιος Ρισελιέ, χρησιμοποίησαν κάθε μέσο για να εξοντώσουν τον Κύριλλο Λούκαρη (ο οποίος είχε γεννηθεί στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1572).
Κύριλλος Λούκαρης
Απειλές και εκβιασμοί προς τον ίδιο τον Πατριάρχη, δωροδοκίες των οθωμανικών αρχών και των φιλοκαθολικών κληρικών του κύκλου του Κύριλλου Κονταρή, ενοχοποιητικές πλαστογραφίες κειμένων του Λούκαρη, συκοφαντίες στην Πύλη ότι ο Πατριάρχης υποκινούσε τους Φλωρεντινούς ή τους Ρώσους ή τους Κοζάκους εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ήταν μερικά από όσα χρησιμοποιήθηκαν. Μάλιστα κάποτε στην αυστριακή πρεσβεία συζητήθηκαν και σχέδια δολοφονίας του Κύριλλου ή απαγωγής του στην Ιταλία και παράδοσής του στην Ιερά Εξέταση. Τελικά, πράκτορες του Κονταρή και του Αυστριακού πρεσβευτή, κατόρθωσαν να αποσπάσουν έγγραφο του μεγάλου βεζίρη της Υψηλής Πύλης για την εξόντωση του Πατριάρχη, ο οποίος στραγγαλίστηκε το 1638. Ο Κύριλλος Λούκαρης είχε την πρωτοβουλία για την έκδοση της Καινής Διαθήκης στη νέα ελληνική γλώσσα. Την «απόδοση» είχε κάνει ο φίλος του Λούκαρη, Μάξιμος Καλλιπολίτης. Φυσικά, μόλις εκδόθηκε η Καινή Διαθήκη στα νέα ελληνικά (1638) ξέσπασε θύελλα αντιδράσεων από συντηρητικούς κύκλους.
Ωστόσο, η πρωτοβουλία αυτή είχε μεγάλη απήχηση στον λαό. Σαράντα χρόνια αργότερα, σύμφωνα με μαρτυρίες του Άγγλου πρόξενου στη Σμύρνη, η Καινή Διαθήκη διαβαζόταν στη «χυδαία γλώσσα» σε πολλές ελληνικές κοινότητες.
Οι άλλοι τρεις Πατριάρχες που θανατώθηκαν από τους Τούρκους (ως το 1699) ήταν ο (γεννημένος στα Γιάννενα Παρθένιος Β’ ο Νέος που δολοφονήθηκε με πνιγμό μετά από διαταγή της Υψηλής Πύλης (1651), ο Παρθένιος Γ’ ο Παρθενάκης, γεννημένος στη Λέσβο, που συκοφαντήθηκε από τους Ιησουίτες ότι συνωμοτούσε με τον ηγεμόνα της Βλαχίας εναντίον του σουλτάνου και απαγχονίστηκε το Σάββατο του Λαζάρου το 1657 στην Καγκελωτή Πύλη (Παρμάκ-Καπί) της Κωνσταντινούπολης και ο Γαβριήλ Β’ ο οποίος όπως αναφέραμε πατριάρχευσε μόνο για οκτώ μέρες το 1657 γιατί η εκλογή του θεωρήθηκε αντικανονική.
Το 1659, ένας Εβραίος τον κατήγγειλε ότι βάφτισε έναν μωαμεθανό που ασπάστηκε τον χριστιανισμό και απαγχονίστηκε από τους Τούρκους. Τόσο ο Παρθένιος Γ’ όσο και ο Γαβριήλ Β’ έχουν ανακηρυχθεί άγιοι από την Εκκλησία μας.
Οι εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης που έγιναν τζαμιά
Όσο ζούσε ο Μωάμεθ Β’, οι εκκλησίες (εκτός από την Αγιά Σοφιά) παρέμειναν άθικτες. Ο Βαγιαζήτ Β’ προσπάθησε να πάρει την πατριαρχική εκκλησία της Παμμακαρίστου. Όμως ο Πατριάρχης Διονύσιος Α’, κατόρθωσε να αποδείξει ότι ο Μωάμεθ Β’ είχε παραχωρήσει οριστικά το ναό αυτό στο Πατριαρχείο. Έτσι, ο σουλτάνος υποχώρησε και διέταξε μόνο να αφαιρεθεί ο σταυρός από τον τρούλο. Παράλληλα, απαγόρευσε στους αξιωματούχους να κατάσχουν άλλες εκκλησίες.
Ωστόσο, αυτό δεν έγινε σεβαστό. Η εκκλησία της Παναχράντου κατασχέθηκε πριν το 1494 και αυτή του Αγίου Ιωάννη του Στουδίου το 1500. Γύρω στο 1520, ο σουλτάνος Σελίμ Α’ ζήτησε από τον μέγα βεζίρη του να διατάξει υποχρεωτικό προσηλυτισμό όλων των Χριστιανών στο Ισλάμ. Ο βεζίρης έντρομος του είπε ότι αυτό ήταν ανέφικτο. Τότε ο Σελίμ ζήτησε να κατασχεθούν όλες οι χριστιανικές εκκλησίες.
Ο βεζίρης ενημέρωσε τον Πατριάρχη Θεόληπτο που προσέλαβε έναν έξυπνο νομικό, τον Ξενάκη. Ο Θεόληπτος παραδέχτηκε ότι δεν είχε το έγγραφο που να εγγυάται την προστασία των ναών καθώς αυτό είχε καεί σε πυρκαγιά στο Πατριαρχείο, αλλά ο Ξενάκης παρουσίασε τρεις ηλικιωμένους γενίτσαρους που ορκίστηκαν στο Κοράνι ότι συμμετείχαν στην άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και είχαν δει έναν αριθμό προκρίτων της Πόλης να έρχονται στον Μωάμεθ Β’ όταν εκείνος ετοιμαζόταν να μπει θριαμβευτικά σ’ αυτή και να παραδίδουν τα κλειδιά των αντίστοιχων περιοχών. Σε αντάλλαγμα, τους επιτράπηκε να κρατήσουν τις εκκλησίες τους. Ο Σελίμ Α’ διέταξε τότε να μην γίνει καμία κατάσχεση εκκλησίας.
Ανάλογο πρόβλημα προέκυψε και όταν σουλτάνος ήταν ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής. Το 1537,ο Πατριάρχης Ιερεμίας Α’ του παρουσίασε το έγγραφο του Σελίμ Α’ για τις εκκλησίες. Ο Σουλεϊμάν συμβουλεύτηκε τον διαπρεπέστερο μουσουλμάνο νομικό Σεΐχη αλ-Ισλάμ ο οποίος αποφάνθηκε ότι: «Από όσο ήταν γνωστό, η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε με τη δύναμη των όπλων, το γεγονός ότι οι εκκλησίες αφέθηκαν ανέγγιχτες πρέπει να σημαίνει ότι η Πόλη καταλήφθηκε με συνθηκολόγηση. Έτσι και ο Σουλεϊμάν δεν πείραξε καμία εκκλησία. Ωστόσο, οι διάδοχοί του ακολούθησαν άλλη τακτική. Το 1586, ο Μουράτ Γ’ πήρε την πατριαρχική εκκλησία της Παμμακαρίστου και την μετέτρεψε σε τζαμί. Από το 1586 ως το 1597, το Πατριαρχείο στεγαζόταν στο ναό του Βλαχ-Σεράγιου και από το 1597 ως το 1603 στο ναό του Αγίου Δημητρίου του Καναβού(ή Κανάβη). Παράλληλα, δόθηκε άδεια στον Πατριάρχη να ανοικοδομήσει την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι και να ανεγείρει οικοδομήματα για την εξυπηρέτηση των αναγκών του. Οι εξωτερικοί τοίχοι του νέου ναού ήταν υποχρεωτικοί, γκριζόμαυροι και ο τρούλος δεν ήταν ορατός εξωτερικά. Η μετεγκατάσταση του Πατριαρχείου στο Φανάρι έγινε στις αρχές του 17ου αιώνα.
Τον 18ο αιώνα υπήρχαν 40 εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη. Τέσσερις από αυτές είχαν οικοδομηθεί πριν την οθωμανική κατάκτηση. Ο Άγιος Γεώργιος των Κυπαρισσίων στα Ψαμμάθια, ο Άγιος Δημήτριος Καναβός και η Αγία Μαρία των Μογγόλων, ο οποίος όφειλε τη διατήρησή του στον Έλληνα αρχιτέκτονα Χριστόδουλο που έφτιαξε ένα υπέροχο τζαμί για τον Μωάμεθ Β’. Οι τρεις αυτές εκκλησίες ήταν σε ελληνικά χέρια. Μια τέταρτη, η Περίβλεπτος δόθηκε στους Αρμένιους από τον σουλτάνο Ιμπραήμ μετά από αίτημα της Αρμένιας ευνοούμενής του Sekerparce (Σβόλος ζάχαρης)…
Άγιος Δημήτριος Καναβός
Η προσφορά του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην ορθοδοξία και τον ελληνισμό είναι αναμφίβολα μεγάλη και ανεκτίμητη. Η προσπάθεια της Τουρκίας να μην υπάρχει η λέξη «Οικουμενικό» στο τίτλο του Πατριαρχείου και της Ρωσίας να πάρει το Πατριαρχείο Μόσχας τα πρωτεία στην Ορθοδοξία, αποτελούν αναμφίβολα κινδύνους που δεν μας επιτρέπουν ποτέ να εφησυχάζουμε.
Με την ιστορία του Πατριαρχείου πριν και μετά την Επανάσταση του 1821, θα ασχοληθούμε σε μελλοντικό μας άρθρο.
Πηγές: ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ.
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, τόμος I.
STEVEN RUNCIMAN, «Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΝ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ», εκδόσεις ΓΚΟΒΟΣΤΗ, 2010.