Τον νου μας στη φτωχότερη μεσαία τάξη, έχει τα δίκια της…
Καθώς συνειδητοποιούμε πόσο βαθιά είναι η πληγή της χρεοκοπίας της περασμένης δεκαετίας, εγείρεται ένα θέμα για όσους δεν μετέχουν στα πρώτα βήματα της ανάκαμψης: Οσοι ανήκουν στα μεσαία στρώματα αλλά βιώνουν ασφυκτικές οικονομικές συνθήκες, αποτελούν ένα ξεχωριστό δημογραφικό σύνολο -κι ένα αίνιγμα για την πολιτική τους εκπροσώπηση το 2027 | Αργύρης Παπαστάθης
Τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου θα αναγκαστούν τα επόμενα χρόνια, και έως τις εκλογές του 2027, να παρακολουθήσουν ιδεολογικά και πολιτικά μια αλλαγή η οποία ξεφεύγει από τις κομματικές γραμμές. Ένα κομμάτι της μεσαίας τάξης, το φτωχότερο, αποκτά μετά τη δεκαετία της χρεοκοπίας και τα πρώτα σπαράγματα της ανάκαμψης «ταξικά συμφέροντα».
Συμφέροντα πολύ συγκεκριμένα που αφορούν τη διανομή του πλούτου και τη λειτουργία του κοινωνικού συμβολαίου. Το αίτημα αυτών των πολιτών για εκπροσώπηση από τις πολιτικές δυνάμεις, παρότι δεν έχει αποκτήσει συγκεκριμένη έκφραση, στηρίζεται σε στέρεα δεδομένα και ξεκάθαρες ανάγκες.
Σχηματικά εδράζεται στο ρήγμα ανάμεσα στο τμήμα των μεσαίων στρωμάτων που επωφελείται από την οικονομική ανάπτυξη και σε αυτό που παραμένει καθηλωμένο, σε συνθήκες μεγάλης οικονομικής πίεσης και ψυχικής αποσύνδεσης από την αισιοδοξία που εκφράζεται γύρω από τους οικονομικούς δείκτες.
Η εξέλιξη αυτή, 15 χρόνια μετά τη χρεοκοπία του 2009, συνδέεται με τις πληγές που άφησε πίσω της η εθνική ήττα της δεκαετίας των μνημονίων. Η οποία απεικονίζεται και στη βύθιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των Ελλήνων που υποχώρησε και παραμένει στον πάτο της ευρωζώνης και στην προτελευταία θέση της ΕΕ.
Παράλληλα, με αφορμή την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, που έκλεισε το κεφάλαιο της χρεοκοπίας, γράφτηκαν και ελέχθησαν πράγματα πρωτοφανή για την οικονομική πρόοδο της χώρας από διεθνείς οργανισμούς, οίκους αξιολόγησης και τον ξένο Τύπο. Ιδίως αν αναλογιστεί κανείς ότι πριν από λίγα χρόνια η Ελλάδα χαρακτηριζόταν από οικονομική σκοπιά χώρα «της πλάκας» (basket case) για το διεθνές σύστημα.
Διαβάζοντας ωστόσο μόνο τις θετικές αξιολογήσεις, οι οποίες περιγράφουν αληθινά επιτεύγματα στα οποία φτάσαμε με σκληρές θυσίες εν μέσω αλλεπάλληλων κρίσεων, φαντάζεται ότι η Ελλάδα ανήκει ήδη στις ώριμες δημοκρατίες της Ευρώπης ή τουλάχιστον συγκλίνει αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση. Με άλλα λόγια, ότι ο κύβος ερρίφθη.
Γιατί όμως όσοι κινούνται στο έδαφος της καθημερινότητας δεν συμμερίζονται αυτή την αίσθηση; Σίγουρα δεν ευθύνεται μόνο η εξωφρενική ακρίβεια στα τρόφιμα παρότι είναι το πρώτο θέμα που αναφέρουν οι πολίτες στις έρευνες κοινής γνώμης.
Ένα από τα βασικά προβλήματα για το φτωχότερο τμήμα της μεσαίας τάξης είναι η κατάσταση του κράτους. Μετά από χρόνια περικοπών κατά τη μνημονιακή περίοδο, οι τομείς στους οποίους στηρίζονται οι πιο αδύναμοι Ελληνες, όσοι δεν μπορούν να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικό σχολείο και να πληρώσουν για ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας, βρίσκονται σε οριακή κατάσταση. Και η κατάσταση αυτή διευρύνει τις ανισότητες με τρόπο δομικό.
Ο πολιτικός φιλόσοφος Τζον Ρωλς, που δίδαξε με το έργο του αμέτρητους πολιτικούς επιστήμονες σε φιλελεύθερα πανεπιστήμια της Αμερικής και της Ευρώπης, τόνιζε ότι για να είναι δίκαιο ένα κράτος πρέπει να προωθεί διαρκώς την άμβλυνση των ανισοτήτων μέσω ενός κοινωνικού συμβολαίου που ευνοεί τους πιο αδύναμους. Με άλλα λόγια, ότι οι εξαιρέσεις στην κατανομή των πόρων επιτρέπονται μόνο όταν λειτουργούν υπέρ των μη προνομιούχων. Ετσι, η δικαιοσύνη επιτυγχάνεται μέσω (κάποιας) ανισότητας στη διανομή που είναι όμως κοινωνικά ορθή.
Αν ωστόσο ακολουθήσουμε τον αντίθετο δρόμο πχ. μέσω της διανομής των ευρωπαϊκών πόρων και της ρευστότητας για τις επενδύσεις στη γη, σε λίγα χρόνια, το ρήγμα μεταξύ όσων μπορούν να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες (και μπορούν να πληρώνουν για ιδιωτική υγεία και παιδεία) και όσων βασίζονται κυρίως στις υπηρεσίες του κράτους, θα ανοίξει επικίνδυνα.
Η διεύρυνση των ανισοτήτων θα δημιουργήσει μια μεσαία τάξη δύο ταχυτήτων. Και όσοι βρίσκονται στη δεύτερη ταχύτητα θα διεκδικήσουν -διεκδικούν ήδη, αλλά όχι συγκροτημένα- την εκπροσώπηση των συμφερόντων τους.
Τι περιμένουν αυτοί οι πολίτες; Παρεμβάσεις που θα μετριάσουν το αίσθημα ξεχαρβαλώματος του κράτους που γίνεται ξεχαρβάλωμα της καθημερινότητάς τους.
Τι άλλο περιμένει ένας πολίτης που δεν διαθέτει περιουσία και προσβάσεις στο πολιτικό σύστημα; Να μην επικρατεί χάος και αταξία που κάνουν τη ζωή του αφόρητη: από τους δρόμους και το κυκλοφοριακό ως τη λειτουργία των κρατικών δομών. Επομένως το «νόμος και τάξη» περνά ως αίτημα και στην άλλη πλευρά, σε αυτή των «μη προνομιούχων». Και μάλιστα πιεστικά όταν η αταξία ωφελεί όσους εκμεταλλεύονται τις «τρύπες» του συστήματος, είτε για να αυξάνουν το εισόδημά τους μέσω της φοροδιαφυγής, είτε για να εξασφαλίζουν πρόσβαση στις επιδοτήσεις.
Αν επικρατήσει η αίσθηση της αταξίας και του «όποιος προλάβει», αυτό θα μπορούσε να θίξει στη ρίζα του το κοινωνικό συμβόλαιο. Αλλωστε οι χρόνιες κρατικές παθογένειες λειτουργούν συχνά υπέρ των ασύδοτων δρώντων και εις βάρος όσων τηρούν τους νόμους και σέβονται τους συμπολίτες τους.
Το ακροατήριο της φτωχότερης μεσαίας τάξης υπερβαίνει τις παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές της πολιτικής εκπροσώπησης για τρεις κυρίως λόγους:
1. Δεν συγκινείται από τη ρητορική της υπερβολικής αισιοδοξίας που επιχειρεί να απλώσει τις -σημαντικές και απαραίτητες- επιτυχίες σε επίπεδο οικονομικών δεικτών στο επίπεδο της πραγματικής οικονομίας, της καθημερινότητας και των προοπτικών του ασθενέστερου τμήματος της μεσαίας τάξης.
2. Δεν συγκινείται ούτε από τις κορώνες του παραδοσιακού «ενάντια», συντεχνιακού ή μη. Μάλιστα, πολλοί εκφραστές αυτού του λόγου –«λαίλαπα», «οδοστρωτήρας» κ.λπ.– απέναντι σε κάθε εκσυγχρονιστική προσπάθεια, μοιάζουν να αναμασούν τα «ρητορικά χαλίκια» μιας άλλης εποχής. Αρα απωθούν αυτό το ακροατήριο.
3. Ενα μεγάλο μέρος της φτωχότερης μεσαίας τάξης είναι νέοι άνθρωποι. Οι οποίοι ζουν ήδη πολύ χειρότερα από τη γενιά των γονιών τους. Ιδίως δε αν ανήκουν στο 30% που (στατιστικά, γιατί επί της ουσίας είναι μεγαλύτερο) δεν διαθέτει ιδιόκτητο σπίτι και επιβαρύνεται από τα πανάκριβα ενοίκια.
Η στατιστική του 70-30 σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ και τη Eurostat δεν περιλαμβάνει όσους δηλώνουν ως κατοικία το σπίτι των γονιών τους και —παρότι θέλουν να φύγουν από αυτό— δεν μπορούν για οικονομικούς λόγους. Επίσης, δεν αποτυπώνει την πτώση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Σύμφωνα με την Eurostat, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα εκτινάχθηκε το 2005 στο 84,6%. Ακολούθησε η σταδιακή υποχώρηση στην περιοχή του 70%.
Παράλληλα, με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο αριθμός των παιδιών που ενηλικιώνεται κάθε χρόνο και θεωρητικά θέλει να αναζητήσει και να μείνει σε δικό του σπίτι, είτε σπουδάζει, είτε εργάζεται, υπερβαίνει τις 80.000 αγόρια και κορίτσια.Το πρόβλημα, λοιπόν, παρότι στατιστικά αφορά ένα 30% του πληθυσμού, ουσιαστικά αφορά πολύ περισσότερους, καθώς τα νούμερα δεν περιλαμβάνουν τους «εγκλωβισμένους» νέους ενήλικες που θέλουν να φύγουν από το παιδικό δωμάτιο αλλά δεν μπορούν.
Καθώς συνειδητοποιούμε, λοιπόν, πόσο βαθιά είναι η πληγή της χρεοκοπίας της περασμένης δεκαετίας, όσοι δεν μετέχουν στα πρώτα βήματα της ανάκαμψης συγκροτούν ένα εν δυνάμει αυτόνομο ακροατήριο —κι ένα αίνιγμα για την πολιτική τους εκπροσώπηση το 2027.