Advertisement

Ξέρετε από που κρατά η σκούφια κοινών λέξεων;

Μιχαλόπουλος Δημήτρης

250

Στον Γάλλο ιστορικό και πολιτικό Αδόλφο Θιέρσο (Adolphe Thiers [1797-1877]] αποδίδεται η φράση: “Δώστε μου το έτυμον των λέξεων και θα σας δώσω την Ιστορία του κόσμου μας”. Η αλήθεια που περιέχεται στη ρήση αυτήν είναι αυτονόητη. Και αυτό, επειδή μόνο μέσω της ρίζας των σημαντικών τουλάχιστον όρων είναι δυνατόν να ανιχνευθεί η μέσω των αιώνων πορεία των λαών. Ας θυμηθεί, λοιπόν, εν προκειμένω κανείς τις “πλάβες”΄(= βάρκες) που εναργώς περιγράφονται στα “Μυστικά του Βάλτου” της Πηνελόπης Δέλτα. Πρόκειται για παράγωγο σλαβονικού ρήματος που έχει διασωθεί στα τωρινά βουλγαρικά ως “plavam”, στα ρωσικά ως “plavat” και σημαίνει “πλέω”.

Είναι δυνατόν να μη παρατηρήσει κανείς την ομοιότητα αυτών των “γλωσσικών πληροφοριών”, σλαβικών και ελληνικής; Τα σύμφωνα, που αυτά κατά βάση δείχνουν την καταγωγή των λέξεων, είναι και στις τρεις -“πλ”-! Μήπως, κατά συνέπεια, η αφήγηση των γεγονότων των σχετικών με τον Πύργο της Βαβέλ υπάρχει “πυρήνας αληθείας”;

Τελοσπάντων… Στον δρόμο που κατέδειξε ο Θιέρσος ελάχιστοι Νεοέλληνες έστερξαν να βαδίσουν Πρώτος και καλλίτερος υπήρξε, βέβαια, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. Διαπιστώνοντας ο Ιστορικός μας ότι στα τουρκικά ο “χρυσός” καλείται “altın”, ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η καταγωγή των Οθωμανών εντοπίζεται στα πασίγνωστα για τα χρυσοφόρα κοιτάσματά τους Αλτάια Όρη της Άπω Ανατολής. Περιστασιακώς σε ανάλογες ετυμολογικές έρευνες αποδύθηκε και ο Νικόλαος Τωμαδάκης (1907-1993), εμβληματική μορφή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά το 2ο μισό του 20ού αιώνα.

Η Καλομάτα και ο Βαρώνος 

Έχοντας, όπως φαίνεται, απηυδήσει ο παγκοσμίως γνωστός βυζαντινολόγος εξαιτίας των ερμηνειών που πανταχόθεν εκτοξεύονταν σχετικώς με το τοπωνύμιο “Καλαμάτα”, με ηρεμία εξήγησε ότι η ονομασία της πελοποννησιακής πόλης προέρχεται από εικόνα της “Παναγιάς της Καλομάτας” (= με τα ωραία μάτια). Λόγω όμως των σλαβικών εγκαταστάσεων στην ευρύτερη περιοχή της Μεσσηνίας, το άτονο -ο- της “Καλομάτας” επικράτησε τελικώς να προφέρεται ως -α-.

Η μεταβολή αυτή οφείλεται σε άτυπο κανόνα που και σήμερα χαρακτηρίζει τη ρωσική γλώσσα, στην οποία η “Μόσχα” γράφεται “Μοσκβά”, αλλά προφέρεται: “Μασκβά”. Και προκειμένου να κλείσουμε το θέμα το θέμα των σλαβικής προέλευσης ονομασιών, ας προσεγγίσουμε το επίθετο “Βαρώνος”, η ύπαρξη του οποίου έχει πυροδοτήσει μακρές συζητήσεις σχετικώς με την επέκταση του φεουδαρχικού συστήματος της Δυτικής Ευρώπης στον ελλαδικό χώρο κ.τ.λ.

Το “Βαρώνος” όμως δεν έχει σχέση με τον ομόηχο τίτλο ευγενείας των Γάλλων και των Βρετανών: Προέρχεται από παλαιά σλαβική λέξη, “βόραν/βαρόν”, που -παραδόξως- έχει διασωθεί στα ρωσικά αλλά σχεδόν εξαφανιστεί στα βουλγαρικά και σημαίνει το “κοράκι”. Το πουλί αυτό, που στην Ελλάδα θεωρείται δυσοίωνο, έχει καίριο ρόλο στην αγροτική ζωή και τη μυθολογία των σλαβικών λαών, με αποτέλεσμα να θεωρείται “σύμβολο της σοφίας”, κάτι ωσάν ομόλογο, δηλαδή, της αρχαιοελληνικής κουκουβάγιας. Έτσι, το προσωνύμιο “Κόρακας”, που σήμαινε τους έξυπνους (και καλόψυχους) ανθρώπους, τελικώς εγκλιματίστηκε στην κλασσική μας γη. Πολλοί βέβαια από τους εν λόγω Βαρώνους προτίμησαν να υιοθετήσουν την ελληνική μετάφραση του επωνύμου τους: “Κόρακας”. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…

  Βρίσκεται η Ελλάδα στα πρόθυρα της κατάρρευσης; – Πρώτο μέρος

Παρεξήγηση, μέχρις εξαφανίσεως!

Ας επανέλθουμε όμως στα ελληνοτουρκικά μας. Και κάνοντας αυτό, ας θεωρήσουμε ως καθήκον πρώτιστο την επανόρθωση βαρύτατης προσβολής που μέχρι σήμερα γίνεται σε βάρος σημαντικής μερίδας του γυναικείου πληθυσμού της χώρας μας. Πρόκειται για τις κοπέλες που, κατά το βάπτισμά τους, πήραν το όνομα “Αικατερίνη” και μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα ευθαρσώς και υπερηφάνως κυκλοφορούσαν ως “Κατίνες”.

Κατά τις αρχές του δικού μας αιώνα όμως, ξέσπασε τραγωδία ανείπωτη: Οι εκφράσεις της Δημοτικής μας γλώσσας, “κυρά-Κατίνα”, “κατιναριό”, “κατινίσματα” -με δραματικό αποκορύφωμα το ρήμα “ξεκατινιάζω”- θεωρήθηκαν ως παράγωγα του κυρίου ονόματος “Κατίνα”, με αποτέλεσμα οι εν λόγω Κυρίες και Δεσποινίδες να σπεύσουν ομαδικώς να μεταβάλουν την τρέχουσα εκδοχή του βαπτιστικού τους ονόματος σε “Κατερίνα”. Το “Αικατερίνη”, πράγματι, σε εμφανή αντίθεση π.χ. προς το “Ιωάννα” (από το “Γιάννα”) δεν προφέρεται εύκολα, και έτσι η σχετική προσπάθεια ταχύτατα να φυλλορροήσει…

Οία παρεξήγησις! – όπως θα έλεγαν και οι λόγιοί μας στα “χρόνια τα παλιά”. Οι εκφράσεις που προαναφέρθηκαν (“κατιναριό” κ.τ.λ.) δεν παράγονται από το -οπωσδήποτε τιμημένο- όνομα “Αικατερίνη>Κατίνα” μα από την τουρκική λέξη kadın που σημαίνει “γυναίκα” και μάλιστα απλή, μάλλον φτωχή. Αντίθετα προς ό,τι γενικώς παραμένει πιστευτό στη χώρα μας, ο όρος Hanım (=χανούμ[η] στα ελληνικά) δεν δηλώνει την οποιαδήποτε γυναίκα,αλλά μόνο αυτήν που μπορεί να θεωρηθεί “Κυρία” (Lady στα αγγλικά). Και αυτό, διότι η λέξη Ηanım είναι θηλυκό του Han που σημαίνει τον “Κύριο” και συχνά τον ηγεμόνα. Αξιοθαύμαστο, επιπλέον, είναι το ότι, εάν η συγκεκριμένη Κυρία είναι μορφωμένη, τότε αποκαλείται Hanım Efendi, στο οποίο efendi εύκολα αναγνωρίζει κανείς την ελληνική του προέλευση.

Άλλη δυσνόητη νεοελληνική έκφραση είναι η -κατά τον περασμένο μας αιώνα- δημοφιλέστατη “μου έφυγε το καφάσι”. Οι κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 πιτσιρικάδες οπωσδήποτε θα θυμούνται τη φράση αυτή η οποία συχνά-πυκνά έβγαινε από το στόμα των ηλικιωμένων, όποτε αυτοί ήθελαν να τονίσουν την έκπληξη που για κάποιον λόγο είχαν αισθανθεί. “Καφάσι” όμως; Ποιο “καφάσι”; Ουδέν πρόβλημα! Δεν πρόκειται για τα “τελάρα” της αγοράς αλλά για το “κεφάλι”, το οποίο στη λαϊκή τουρκική γλώσσα (αργκό) καλείται kafa. Και σε χτυπητή αντίθεση με το kafa, το καθ’ εαυτό “καφάσι” ονομάζεται στη γειτονική μας χώρα “kasa”, λέξη κατά πάσα πιθανότητα ιταλική που ευχερώς όμως διαπίδυσε τόσο στα Νέα Ελληνικά όσο και στα Τουρκικά. Και ταύτα μεν ούτως εχέτω…

  Υπάρχουν δυνάμεις που μπορούν να σώσουν την Ελλάδα;

Και οι ψαράδες της πιάτσας

Καλό όμως τώρα είναι να ξαναπιάσουμε το νήμα των οικογενειακών ονομάτων, πολλά από τα οποία είναι τουρκικής προέλευσης. Το πασίγνωστο “Δεμερτζής” είναι από το demir (= σίδερο) και φυσικά σημαίνει τον “σιδερά”. Το “Μπακιρτζής” είναι από το bakır (= χαλκός) και δηλώνει τον “χαλκιά/χαλκωματά”. Το “Καλαϊτζής” προέρχεται από το kalay (= κασσίτερος) και φανερώνει αυτόν που ασχολείται με την επεξεργασία του συγκεκριμένου μετάλλου. Άλλα, πάλι, επώνυμα προέρχονται από επιφανείς εκπροσώπους του ζωικού βασιλείου. “Ασλανίδης”, από το aslan (= λιοντάρι), είναι -κυριολεκτικώς!- ο “Γυιός του λιονταριού”.

“Καρτάλης”, από το kartal, είναι ο “Αετός”. “Καπλάνης”, από το kaplan, είναι ο “Τίγρης”. Το πιο χαριτωμένο από όλα όμως είναι η λέξη “τσούπρα”, με την οποία περήφανοι μπαμπάδες αποκαλούν τις, μικρής συνήθως ηλικίας, χαριτωμένες κόρες τους. Η λέξη θεωρείται ως δάνειό μας από την αλβανική γλώσσα. Στα αλβανικά όμως η “τσούπρα” προφέρεται ως “τσούπα” (çupë) και η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως στην περιοχή της Κορυτσάς, που μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, επικοινωνούσε κυρίως με τη Θεσσαλονίκη. Στην κεντρική και βόρεια Αλβανία πάντως η λέξη αυτή είναι ουσιαστικώς ανύπαρκτη ή, έστω, προσλαμβάνει άλλη σημασία. Πώς λοιπόν μπορεί να ετυμολογηθεί;

Εδώ παρεισφρύουν ήθη και έθιμα του Ισλάμ. Γενικώς οι Μουσουλμάνοι αποφεύγουν την κατανάλωση αλιευμάτων. Παραμένει γνωστή στους σήμερα -πολύ πια!- ηλικιωμένους αξιωματικούς η αντίδραση των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, οι οποίοι υπηρετούσαν στον Ελληνικό Στρατό, όποτε το συσσίτιο περιλάμβανε ψάρι: “Εγώ δεν φάει ψόφιο ψάρι!” ανέκραζαν οι ταλαίπωροι. Και όμως… στις παραλιακές ζώνες της Μικράς Ασίας, ιδίως στην περιοχή των Στενών και τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, οι Οθωμανοί έμαθαν να ψαρεύουν και να τρώνε ψάρια. Έτσι, η λέξη çupra ακόμη και σήμερα χαρακτηρίζει, στα τουρκικά, τα θεαματικά/λαχταριστά αλιεύματα γενικώς και τα λυθρίνια ιδιαιτέρως.

Κατέληξε, λοιπόν, να αποκαλούνται “τσούπρες” τα χαριτωμένα κορίτσια. Αυτό σαφώς και δεν ξενίζει εμάς, τους Έλληνες. Στον παλιό -και αξέχαστο!- Πειραιά της Τρούμπας, των καμπαρέ της Φίλωνος και της πλατείας Ιπποδαμείας, οι “βαρύμαγκες” κραυγαλέως προσφωνούσαν τις θεαματικές γυναίκες που τύχαινε να συναντήσουν ως “μπαρμπουνάρα μου” ή, έστω, “μπαρμπούνι μου”. Ιδού λοιπόν άλλη μία απόδειξη της ύπαρξης κοινών ηθών και εν πολλοίς εθίμων στους λαούς της Χερσονήσου του Αίμου!

Τα ετυμολογικά μας πάντως δεν εξαντλούνται εδώ. Όθεν, πολύ φοβάμαι ότι θα χρειαστεί να επανέλθουμε…

 

 

Πηγή slpress
Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο