Ηρεμία στην Ουάσιγκτον πριν από την καταιγίδα στη Λευκωσία
Το κομβικό ερώτημα είναι αν το Κυπριακό θα μπορούσε να εκτροχιάσει τον εξελισσόμενο διάλογο, με την μεν Αθήνα πάντως να αναγάγει το ζήτημα στην ευρωτουρκική ατζέντα, την δε Άγκυρα να επιδιώκει, παραδοσιακά, την πλήρη αποκοπή του, τόσο από το ευρωπαϊκό όσο και από το ελληνοτουρκικό πλαίσιο /Πιέρρος Ι. Τζανετάκος
Η είδηση της συνάντησης του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον ξάφνιασε- όχι διότι πρόκειται για κάτι ασυνήθιστο, άλλωστε είναι η πέμπτη επαφή των δύο ηγετών κατά τη διάρκεια των τελευταίων δώδεκα μηνών, αλλά επειδή στην συγκεκριμένη χρονική συγκυρία δεν υπήρχε κάτι ουσιαστικό να συζητηθεί.
«Θα γίνει μια επισκόπηση της διαδικασίας επαναπροσέγγισης, μην περιμένετε απτά αποτελέσματα», έλεγαν λίγες ώρες πριν από το ραντεβού στο protagon πηγές πολύ κοντά στο Μέγαρο Μάξιμου, με γνώση των τεκταινόμενων στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Προφανώς, Αθήνα και Άγκυρα- κάθε μία για τους δικούς της λόγους- νοιώθουν για ακόμα μια φορά την ανάγκη αφενός να επιβεβαιώσουν ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας παραμένουν ανοικτοί, στο ανώτατο μάλιστα επίπεδο, αφετέρου ότι το ήρεμο κλίμα θα διατηρηθεί στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ειδικά την περίοδο του θέρους.
Ανώτερες διπλωματικές πηγές, άλλωστε, διευκρινίζουν ότι ήταν οι Τούρκοι αυτοί που ζήτησαν τη συνάντηση. «Ενδεχομένως για να μεταδώσουν μια εικόνα κανονικότητας», προσθέτουν, την ώρα που οι παραφωνίες της Άγκυρας πληθαίνουν. Τόσο ποσοτικά, όσο και σε ένταση. Είτε αυτές αφορούν τον εδαφικό αναθεωρητισμό στο πλαίσιο της «Γαλάζιας Πατρίδας», όπως αυτός αποτυπώθηκε στον πλου του πολυεθνικών συμφερόντων ιταλικού πλοίου που πόντιζε καλώδιο εντός της ελληνικής δυνητικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, είτε αφορούν έτερα ζητήματα, όπως η μειονότητα στη Θράκη, πολλώ δε μάλλον το Κυπριακό.
Η συνάντηση Μητσοτάκη- Ερντογάν πραγματοποιήθηκε ακριβώς δέκα ημέρες πριν από την αναγκαστική συνύπαρξή τους στην ελεύθερη και την κατεχόμενη Λευκωσία, ακριβώς 50 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Μόλις λίγες ώρες πριν από το νέο τετ α τετ καταγράφηκε η παντελώς διαφορετική προσέγγιση Αθήνας και Άγκυρας στο Κυπριακό. Το χάσμα, βεβαίως, δεν είναι καινοφανές. Αποτελεί, όμως, τον ελέφαντα στο δωμάτιο του εν εξελίξει ελληνοτουρκικού διαλόγου.
Ως δύναμη κατοχής, μάλιστα μιας χώρας που ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ενωση, υπέδειξε την Τουρκία ο Κυριάκος Μητσοτάκης από την αμερικανική πρωτεύουσα. Διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους αναζητεί ο Ταγίπ Ερντογάν, όπως ρητώς ανέφερε λίγο πριν επιβιβαστεί στο προεδρικό αεροσκάφος για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτά, πάντοτε στο πλαίσιο διχοτομικής λογικής που προωθούν οι Τούρκοι, υπό το προκάλυμμα της θέσης περί «κυριαρχικής ισότητας». Είναι προφανές ότι παρά τις όποιες, εκατέρωθεν, καλές προθέσεις, οι συνθήκες που θα επικρατούν το Σάββατο 20 Ιουλίου στην Κύπρο θα θυμίζουν περισσότερο μια τέλεια διπλωματική «καταιγίδα».
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται, δε, η έκθεση της νέας ειδικής απεσταλμένης του ΟΗΕ, η οποία παραδόθηκε χθες στον Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού Αντόνιο Γκουτέρες. Σε αυτήν θα περιγράφεται το αδιέξοδο, εξαιτίας της τουρκοκυπριακής- άρα τουρκικής- αδιαλλαξίας, κυρίως όμως θα καθορίζονται και τα επόμενα βήματα. Εν πολλοίς θα κριθεί το μέλλον της θεσμικής, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, διαδικασίας ενώ αυτομάτως θα ξεκινήσει το παιχνίδι επίρριψης ευθυνών για το- σχεδόν προδιαγεγραμμένο- αδιέξοδο.
Το κομβικό ερώτημα είναι αν το Κυπριακό θα μπορούσε να εκτροχιάσει τον εξελισσόμενο διάλογο, με την μεν Αθήνα πάντως να αναγάγει το ζήτημα στην ευρωτουρκική ατζέντα, την δε Άγκυρα να επιδιώκει, παραδοσιακά, την πλήρη αποκοπή του, τόσο από το ευρωπαϊκό όσο και από το ελληνοτουρκικό πλαίσιο. «Ενόψει της 20ης Ιουλίου η θέση της Αθήνας είναι αποκρυσταλλωμένη, μόνη λύση είναι η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία. Αυτό δεν αλλάζει», λέει στο protagon ο βουλευτής και γραμματέας Διεθνών Σχέσεων της Νέας Δημοκρατίας Τάσος Χατζηβασιλείου, προσθέτοντας ότι «ο,τιδήποτε άλλο υπάρχει μόνο στο οπτικό πεδίο της Τουρκίας, κανενός άλλου».
Αμέσως μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης Μητσοτάκη- Ερντογάν, αργά χθες το βράδυ, το Μέγαρο Μαξίμου ενημέρωσε ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός αναφέρθηκε στο Κυπριακό «τονίζοντας ότι 50 χρόνια μετά την τραγωδία του 1974 δεν μπορεί η Κύπρος να παραμένει διαιρεμένη». Επανέλαβε δε την ανάγκη επανέναρξης των συνομιλιών. Ουδείς γνωρίζει αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης προχώρησε περαιτέρω τη συζήτηση, τόσο στην ουσία της, όσο και στην επερχόμενη επί τόπου παρουσία του Τούρκου προέδρου. Αν δηλαδή υπήρξε αναφορά στο ενδεχόμενο ότι μια εξαιρετικά φορτισμένη ομιλία ή ακόμα περισσότερο η ανακοίνωση νέων τετελεσμένων από την πλευρά του Ερντογάν θα προκαλούσε ρήξη στο ιδιόρρυθμο τρίγωνο Αθήνας- Άγκυρας- Λευκωσίας. Από μόνη της, πάντως, η ξαφνική συνάντηση θα μπορούσε να ιδωθεί ως κάτι τέτοιο. Δηλαδή ως μια προσπάθεια πρώιμης λείανσης όσων πρόκειται να συμβούν το μεθεπόμενο Σάββατο.
Για την Αγκυρα, πάντως, το Κυπριακό δεν είναι απλώς ένα ζήτημα εθνικής ταυτότητας. Τα κατεχόμενα αποτελούν, πλέον, μέρος του τουρκικού συστήματος ασφαλείας και ουδείς πιστεύει ότι εντός των επόμενων ετών θα ήταν εφικτή η αποχώρηση των στρατευμάτων από τη μεγαλόνησο. Άρα απέχουμε παρασάγγας από οποιαδήποτε μορφή λύσης.
Πέραν αυτών, και ενόψει της επόμενης, περισσότερο επίσημης από τη χθεσινή, συνάντηση Μητσοτάκη- Ερντογάν τον Σεπτέμβριο στη Νέα Υόρκη, οι δύο υπουργοί Εξωτερικών θα πρέπει να σχεδιάσουν τα επόμενα βήματα του διαλόγου, με τον κίνδυνο της τελμάτωσης να μοιάζει, πλέον, εγγύτερος από ποτέ. Διότι όσο και να προχωράνε τα θέματα της θετικής ατζέντας, όσο κι αν αποδίδει η συνεργασία στο μεταναστευτικό και το εμπόριο, ή να αυξάνεται ο αριθμός των Τούρκων επισκεπτών στα ελληνικά νησιά, αν οι δύο πλευρές δεν μπουν στον πυρήνα των διαφορών τους, τότε οι διαβουλεύσεις καθίστανται κενές περιεχομένου.
Τι ακριβώς, όμως, έχουν να πουν οι δύο πλευρές στον πολιτικό διάλογο από τη στιγμή που η Τουρκία δεν έχει αλλάξει καμία από τις αναθεωρητικές θέσεις της; «Δεν έχουμε πολλά να πούμε. Για να γίνει πολιτικός διάλογος πρέπει να υπάρχει κοινή βάση», εξηγεί στο protagon ανώτερος διπλωμάτης. Εκτός δε από κοινή βάση, στην Αθήνα δεν φαίνεται πλέον, ειδικά μετά και το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, να υπάρχει καμία διάθεση για την έναρξη τέτοιας συζήτησης.